Στην τρέχουσα διεθνή επικαιρότητα επικρατούν οι αναφορές σχετικά με την αποχώρηση των «συμμαχικών» και κυρίως των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Και κυρίως οι επιπτώσεις από αυτή την ενέργεια.
Η προφορά του ονόματος και μόνο της χώρας του Αφγανιστάν δίνει έναν «εξωτικό» χαρακτήρα σε οποιαδήποτε συζήτηση. Όχι άδικα, μιας και η χώρα αποτελεί αντικείμενο έντονης «μυθολογίας» αναφορικά με τον χαρακτήρα της κοινωνίας, των ανθρώπων του, και όχι μόνο.
Ο μεγαλύτερος μύθος που συνοδεύει το Αφγανιστάν, και έχει γίνει συνώνυμο του, είναι η αναφορά του ως «το νεκροταφείο των αυτοκρατοριών». Σίγουρα οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από εμάς έχουμε ακούσει τον χαρακτηρισμό αυτό για το συγκεκριμένο κράτος της Κεντρικής Ασίας. Ο χαρακτηρισμός αυτός μάλιστα αναφέρεται περισσότερο στην εμπειρία της Αγγλίας με τους τρείς αγγλοαφγανικούς πολέμους, στην 10ετη σοβιετική παρουσία και στην πρόσφατη αμερικανική εισβολή και κατοχή.
Ο παραπάνω χαρακτηρισμός θα μπορούσε να είναι αληθής και ακριβής εάν αναφερόταν στον σωστά τεκμηριωμένο λόγο που οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα, δεν είναι όμως. Από την εδαφική επικράτεια που αποκαλείται σήμερα ως Αφγανιστάν, τις οποίας η τελική εδαφική – συνοριακή έκταση καθορίστηκε μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας το 1885-1887, έχουν εισβάλει και καταλάβει την εξουσία σχεδόν όλες οι μεγάλες δυνάμεις, που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή μέσα στο πέρασμα της ιστορίας και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση.
Απροβλημάτιστα πέρασε από τα εδάφη του (αραιοκατοικημένα τότε) ο Μέγας Αλέξανδρος. Ολοκληρωτική ήταν η επικράτηση αργότερα των περσικών δυναστειών, ακόμα και σε πολιτισμικό επίπεδο. Τα ντάρι όπως λέγονται τα περσικά στο Αφγανιστάν αποτελούν την μια επίσημη γλώσσα της χώρας (η άλλη είναι τα Παστού). Τα μιλάνε οι Τατζίκοι, οι Χάζαροι, οι Ουζμπέκοι και άλλες εθνότητες. Να θυμίσουμε επίσης ότι τα Παστού είναι αρχαία ανατολικοϊρανική γλώσσα της φυλής Παστούν, που αποτελούν την κυριότερη εθνοτική βάση των Ταλιμπάν. Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα προχώρησε ο ομολογουμένως αργός (200 χρόνια διήρκησε) εξισλαμισμός των κατοίκων από τους εισβολείς κατακτητές από τα δυτικά.
Ασταμάτητη ήταν η ορμή με την οποίαν κατέλαβαν αργότερα οι Μογγόλοι την περιοχή, έστω και αν στις συγκρούσεις αυτές πέθανε ο εγγονός του Τζένγκις Χαν. Οι Μογγόλοι μάλιστα ήταν και οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν το πρόβλημα διακυβέρνησης των εδαφών του Αφγανιστάν. Προχώρησαν σε ευρεία χρήση παραχώρησης αυτονομιών και οικονομικού ελέγχου μέσω εξαναγκασμού των τοπικών φυλάρχων χωρίς να έρθουν σε άμεση επαφή οι ίδιοι με τους ντόπιους πληθυσμούς. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που η μογγολική επικυριαρχική παρουσία παραμένει στην περιοχή ως τα μισά του 18ου αιώνα, σχεδόν πέντε αιώνες μετά την πρώτη της εμφάνιση το 1221. Αργότερα η Αγγλική Αυτοκρατορία παρόλο που έχει κάποιες πολύ σημαντικές στρατιωτικές αποτυχίες, καταφέρνει να ελέγξει πλήρως την περιοχή, και να εξασφαλίσει ότι θα ήταν αδύνατον για την Ρωσία να βρει πρόσβαση στον ινδικό ωκεανό. Οι σοβιετικοί μετά το 1920 αλλά ιδιαίτερα μετά τον 2ο Π.Π. αυξάνουν την επιρροή τους σταθερά στην περιοχή.
Από την αυγή της δεκαετίας του 80 ελέγχουν στρατιωτικά το κράτος συνεργαζόμενοι με τις κυβερνήσεις που τους «προσκάλεσαν». Στους σοβιετικούς κοστίζει, αλήθεια πολύ αυτή η διαδικασία, σε πολιτικό, διπλωματικό οικονομικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Η επικυριαρχία τους στην περιοχή όμως είναι αδιαμφησβήτητη, όσο διαρκεί η εκεί παρουσία τους. Οι Αμερικάνοι πρόσφατα δεν χρειάστηκε να δώσουν κάποια μάχη για να καταλάβουν στρατιωτικά τη χώρα, επι 20 χρόνια διεξήγαγαν επιχειρήσεις «εκκαθαρίσεων» «καθαρίζοντας» τη χώρα από την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, «φυτεύοντας» το σπόρο της «δημοκρατίας» τους.
Ως προς την κατάληψη λοιπόν των εδαφών του και την διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων έναντι αυτοκρατοριών, σίγουρα δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι το Αφγανιστάν είναι το νεκροταφείο των αυτοκρατοριών, και να παραμένει πιστός στα ιστορικά γεγονότα. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις όμως υπάρχει ένα εκπληκτικά πανομοιότυπο μοτίβο, και ίσως εκεί πρέπει να αναζητηθεί το αιτιατό του τίτλου το «νεκροταφείο των αυτοκρατοριών».
Μετά το θάνατο του μεγάλου Μ. Αλεξάνδρου, η απέραντη αυτοκρατορία που δημιούργησε ο τελευταίος, άρχισε να διασπάται σε μικρότερα και πιο ανίσχυρα βασίλεια. Όπως έγινε και αλλού, η ελληνιστική παρουσία στην περιοχή του σημερινού Αφγανιστάν άρχισε να υποχωρεί, έως ότου χάθηκε τελείως αναμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη να την επαναφέρει στο φως. Εξωγενής λοιπόν ο κύριος παράγοντας εξαφάνισης της ελληνιστικής κληρονομιάς από την περιοχή την περίοδο αυτή, παρέμειναν μόνον τα αγάλματα να τη θυμίζουν.
Επίσης τα διάφορα μουσουλμανικά εμιράτα (κυρίως Περσικά), που κατακτούσαν κατά διαστήματα την περιοχή αποχωρούσαν από αυτήν όταν δέχονταν επίθεση και κάποια άλλη δύναμη τους κατακτούσε ή όταν διαλύονταν και κατέρρεαν. Ύστερα από διακόσια χρόνια συνεχών αλληλοκατακτήσεων παρέμεινε ως σημάδι της επιβολής τους η πλειοψηφική θρησκεία των κατοίκων, το Ισλάμ. Ενώ η θρησκεία θα μπορούσε να παίξει έναν ενοποιητικό παράγοντα για τις διάφορες φυλές και εθνότητες της περιοχής, οι διαφορές μεταξύ των τελευταίων υπερέβαιναν τις δυνατότητες που θα μπορούσε να παράσχει η τελευταία. Έτσι ακόμα και σήμερα οι εθνοτικά Παστούν είναι σουνίτες, και οι Τατζίκοι, Χάζαροι, κ.τ.λ σιϊτες.
Τον έντονο εθνοτικό διχασμό των φυλών της περιοχής αντιλήφθηκαν οι Μογγόλοι και για αυτό οδηγήθηκαν στη λύση διακυβέρνησης με τον τρόπο που αναφέραμε παραπάνω. Δε είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η Αυτοκρατορία των Μογγόλων είχε την πιο επιτυχημένη και για αυτό το λόγο και μακροβιότερη επικυριαρχική κατάληψη της περιοχής. Το μοντέλο των αυτονομιών που δημιούργησαν όχι μόνο βοήθησε τους ίδιους τους Μογγόλους να παραμείνουν ως εξουσιαστές στην περιοχή, αλλά ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την αντιπαλότητα μεταξύ των διάφορων φυλών δημιουργώντας μάλιστα και μια ιδιαίτερη δομή που θα δυσκόλευε στο μέλλον τον οποιοδήποτε θα ήθελε να επιβάλλει ένα είδος κεντρικής εξουσίας.
Η ρίζα του αφγανικού προβλήματος και των πολέμων του είναι πρωτίστως εθνοτική, δευτερευόντως πολιτική, και τέλος θρησκευτική. Οι Μογγόλοι εξαφανίστηκαν από το Αφγανιστάν αστραπιαία, ακριβώς όπως εμφανίστηκαν, με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρθηκαν και αλλού. Η αποχώρησή τους είχε να κάνει με δικές τους δομικές αδυναμίες και όχι με παράγοντες της περιοχής. Σημειολογικά πάντως άλλη μια αυτοκρατορία την περίοδο κατά την οποία αποχωρεί από το Αφγανιστάν, εξαφανίζεται από την Ιστορία.
Στη συνέχεια η Αγγλική Αυτοκρατορία, ενώ καταφέρνει να απωθήσει την διαφαινόμενη κάθοδο των Ρώσων προς την Ινδία, ύστερα από την διευθέτηση των συνόρων του Αφγανιστάν με τους δεύτερους, αρχίζει την «απεμπλοκή» από την περιοχή, έχει διεξάγει και τρείς αφγανοαγγλικούς πολέμους (1839-1842, 1878–1880, 1919), και χρονικά συμπίπτει με το «κύκνειο άσμα» της ως Αυτοκρατορία. Η Αγγλική Αυτοκρατορία απομάκρυνε τα στρατεύματά της και από άλλες περιοχές του πλανήτη, και πιο πριν και αργότερα, στην αποχώρηση από το Αφγανιστάν εντοπίζεται όμως το plot point της παρακμής της.
Αργότερα οι Σοβιετικοί εισβάλουν στη χώρα το 1979 ύστερα από την επανάσταση του Saur το 1978. Από το 1985 ακόμα το Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ.Σ.Ε παίρνει απόφαση για αποχώρηση των στρατευμάτων, το 1987 δηλώνει το ίδιο πράγμα σε ομιλία του επίσημα ο Γκορμπατσώφ ως επικεφαλής της Ε.Σ.Σ.Δ πλέον. Τελικά η αποχώρηση λαμβάνει χώρα μεταξύ 15/5/88 και 15/2/89. Από τις ημερομηνίες και μόνο γίνεται σαφές ότι η αποχώρηση αυτή δεν είχε καμία σχέση με την «αντίσταση» που ενδεχομένως να αντιμετώπιζαν στην χώρα από τους Μουτζαχεντίν.
Το ΄89 γκρεμίζεται το τείχος του Βερολίνου, σε δυο χρόνια (1991) δεν θα υπάρχει καν η Σοβιετική Ένωση, η φιλοσοβιετική κυβέρνηση του Αφγανιστάν θα αντέξει ως το 1992. Ακόμα και το πολυδιαφημιζόμενο stinger effect που αφορά το κατά πόσο βοήθησε η μεταφορά του εν λόγω οπλικού συστήματος από τους Αμερικάνους στους Μουτζαχεντίν τίθεται εν αμφιβόλω. Η Σοβιετική ηγεσία είχε λάβει την απόφαση αποχώρησης από τη χώρα πριν λάβουν την δική τους οι Αμερικάνοι για την μεταφορά των Stinger. Η Σοβιετική Ένωση είχε και πριν από αυτό αποσύρει στρατεύματα της από άλλες περιοχές, π.χ από την Αυστρία και το Πόρτ Άρθουρ το ΄56, από τη Μογγολία το ΄87, η αποχώρηση από το Αφγανιστάν είναι όμως που συνδέεται με την διάλυση της.
Στις 11/9/2001 δέχεται επίθεση το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη, από ισλαμιστές. Σαν έτοιμη από καιρό η Αμερική ξεκινάει στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στο Αφγανιστάν στις 7/10/2001. Οι Αμερικάνοι καταλαμβάνουν το Αφγανιστάν με πρόσχημα να εξουδετερώσουν την Αλ Κάιντα που έχει αναλάβει την ευθύνη της επίθεσης, και τα εκκολαπτήρια ισλαμοτρομοκρατών που ανθούσαν στη χώρα.
Η πρώτη φάση των επιχειρήσεων διαρκεί μέχρι τις 28/12/2014, ενώ η δεύτερη λαμβάνει χώρα από τις 28/12/2014 εως τις 15/8/2021 που αποχωρούν οι αμερικάνικες δυνάμεις. Οι Αμερικάνοι διεξήγαγαν τον μακροβιότερο πόλεμο στην ιστορία τους, με κόστος 241.000 νεκρούς, εκ των οποίων 2420 Αμερικάνοι, και 2,26 τρις $ (Ινστιτούτο Watson). Καταλαμβάνουν τη χώρα αμαχητί, για να εξουδετερώσουν την εξουσία των Ταλιμπάν. Ταλιμπάν οι οποίοι μόλις τέσσερις μήνες μετά την απόφαση που πήραν για να αποχωρήσουν οι Αμερικάνοι, και ενώ οι τελευταίοι είναι παρόντες στρατιωτικά στη χώρα, ανακαταλαμβάνουν την εξουσία.
Ο 21ος αιώνας, ο αμερικανικός αιώνας όπως τον αποκαλούσαν κάποιοι, δείχνει να φτάνει στο τέλος του πριν συμπληρώσει καλά καλά το πρώτο του τέταρτο. Με αφορμή την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν οι Η.Π.Α κάνουν σαφές πλέον και στον πιο φιλοαμερικανό ότι βρίσκονται σε μια επικίνδυνη φάση αποδρομής και γενικής οπισθοχώρησης. Είναι η ίδια η απόφαση αποχώρησης που πάρθηκε αλλά και ο τρόπος που αυτή εκτελείται ο οποίος φανερώνει την αδυναμία της πάλαι ποτέ ισχυρής δύναμης. Ιδιαίτερο προβληματισμό, ιδίως στην παγκόσμια κοινότητα των ειδικών ασφαλείας, δημιουργούν οι φήμες για την επονομαζόμενη επιχείρηση Pineapple Express1, εάν έχει όντως πραγματοποιηθεί και με πιο τρόπο.
Στην περίπτωση που αληθεύουν οι φήμες για το Pineapple Express, είναι αρκετές οι φωνές (ίσως αυξηθούν στο μέλλον), που ισχυρίζονται ότι δεν είναι ασφαλές πλέον οι Η.Π.Α (αναφερόμενοι στην πολιτική αλλά και στην στρατιωτική ηγεσία) να διαχειρίζονται κωδικούς πυρηνικών όπλων. Είναι σαφώς ένα σημείο καμπής. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτες ούτε στη Μέση Ανατολή ούτε στην Κεντρική Ασία, σε δύο βασικές περιοχές στις οποίες κάποτε επιδίωκαν να κυριαρχήσουν. Αμφισβητείται η ικανότητα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Αμερικής, η προθυμία της να εμπλακεί σε περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις καθώς και η αξιοπιστία και η δέσμευσή της ως συμμάχου.
Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Σαϊγκόν, στην οποία πολλοί αναφέρονται τις τελευταίες μέρες, για να την παρομοιάσουν με την αντίστοιχη του Αφγανιστάν, να σημειώσουμε ότι δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Τους Βιετναμέζους τότε ενίσχυε η Κίνα και η Σοβιετική Ένωση. Τώρα δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο ότι ισχύει και για τους Ταλιμπάν, δεν τους συνδράμει κάποια μεγάλη ανταγωνιστική των Η.Π.Α δύναμη.
Αντιθέτως, στον δυστοπικό σημερινό κόσμο, την μεγαλύτερη ενίσχυση οι Ταλιμπάν την έχουν δεχτεί από τις ίδιες τις Η.Π.Α. Ακόμα και αυτές τις μέρες οι Η.Π.Α έχουν αφήσει «προίκα» αξίας 83 δις $ σε πολεμικό υλικό στα χέρια των «εχθρών» τους. Μετά τη Σαϊγκόν έγινε σαφές ότι οι Η.Π.Α δεν μπορούσαν να διεξάγουν νικηφόρα πολεμική εκστρατεία. Μπορούσαν να κάνουν μόνο νικηφόρες επιχειρήσεις περιορισμένης έκτασης και μόνο απέναντι σε διαλυμένα-αποτυχημένα και διεθνώς απομονωμένα κράτη. Ένας αήττητος στρατός που δεν έχει κερδίσει πόλεμο. Παρόλο αυτά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι κατάφεραν να υπερισχύσουν έναντι των τότε αντιπάλων τους (Ε.Σ.Σ.Δ).
Πέρασαν λοιπόν λόγω της ισχύος τους από το στάδιο να ζητάνε ψηφίσματα από τον Ο.Η.Ε για να επιτεθούν σε μια χώρα, στην ωμή στρατιωτική επέμβαση, χωρίς να αισθάνονται ότι πρέπει να λογοδοτήσουν σε κανέναν. Ήταν το αποκορύφωμα της μονοπολικής τους στιγμής και παντοδυναμίας. Με τον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα όμως αυτές τις μέρες στο Αφγανιστάν, οι Η.Π.Α τείνουν στο σημείο να χρειάζονται πλέον «αδειοδότηση» ακόμα και για την αποχώρηση των στρατευμάτων τους. Δεν μπορούν να διεξάγουν πλέον ούτε περιορισμένης έκτασης επιχειρήσεις;;; Αυτό ακριβώς το κενό ήρθε προφανώς να καλύψει το Pineapple Express. Όπως όλα δείχνουν θα είναι άλλη μια σημειολογική αποχώρηση από το Αφγανιστάν.
Συμπερασματικά λοιπόν το Αφγανιστάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως νεκροταφείο αυτοκρατοριών, όχι όμως ως προς την κατάληψη αλλά ως προς την διοίκηση του από κατοχικές δυνάμεις και εισβολείς.
Πως θα μπορούσε να φαντάζει το μέλλον όμως σε μια χώρα στην οποία το φυσικό έδαφος ενισχύει τις φυλετικές τάσεις; Στην οποία τα άγονα και ψηλά βουνά ενισχύουν τον τραχύ χαρακτήρα των ανθρώπων, που στην διαχρονική τους προσπάθεια να προφυλαχθούν από τους εισβολής στρέφονται στον φυλετισμό δημιουργώντας σπίτια φρούρια όπως τα qalat; Στην χώρα η οποία αποτελεί την κύρια χερσαία αρτηρία μεταξύ Ιράν, Κεντρικής Ασίας, Ινδίας, μονοπωλεί σε ποσοστό 80% μια αγορά 65 δις $ (όπιο), η Αμερική διέθεσε για την ανασυγκρότηση της χώρας μόνο κατά την πρώτη περίοδο των επιχειρήσεων (δλδ μέχρι το 2014) 109 δις $. Ίσως να μη γίνεται κατανοητό το μέγεθος από την πρώτη ανάγνωση.
Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, στο σχέδιο Μάρσαλ οι Η.Π.Α διέθεσαν 103 δις $ συνολικά για όλες τις χώρες οι οποίες είχαν συνολικό Α.Ε.Π 2 τρις $. Το Αφγανιστάν έχει 13 με 15 δις $. (Special Inspector General for Afghanistan Reconstruction 30/7/2014 QAUARTERLY REPORT to the U.S CONGRESS).
Από τα παραπάνω στοιχεία εξάγεται ένα ακόμα συμπέρασμα για άλλον ένα «μύθο» του Αφγανιστάν. Αφορά τα έσοδα των Ταλιμπάν, κυρίως, από τα ναρκωτικά. Είναι αλήθεια ότι οι Ταλιμπάν, όπως όμως και άλλες ένοπλες ομάδες στο Αφγανιστάν, έχουν έσοδα από την καλλιέργεια παπαρούνας. Με ανάλογο τρόπο και μέθοδο έχουν επίσης όλοι, Ταλιμπάν και λοιποί, έσοδα και από μια άλλη καλλιέργεια, αυτή των φιστικιών. Μάλιστα τα έσοδα και από τις δυο δραστηριότητες είναι συγκρίσιμα και ανταγωνίσιμα ως μεγέθη. Οι Ταλιμπάν επίσης εκμεταλλεύονται οικονομικά παράνομα ορυχεία και το δίκτυο ηλεκτροδότησης.
Η «σταυροφορία» της «συμμαχίας» έθετε ως στόχο την δραστηριότητα αυτή (τις επιχειρήσεις ναρκωτικών), η οποία περιέργως αυξήθηκε μετά την παρουσία των ξένων δυνάμεων κατοχής. Από την ώρα που ξαναανέλαβαν την εξουσία οι Ταλιμπάν έχουν κάνει πολλές δηλώσεις σχετικά με τις ενέργειές τους για τον περιορισμό της καλλιέργειας της παπαρούνας. Υπάρχει ένα ρητό που με παραλλαγές του συναντιέται σε όλο τον κόσμο, στην χώρα μας είναι κάπως έτσι… «όταν τριγύρω σου χορεύουνε τα δις είσαι αφελής εάν είσαι θεατής». Είναι παραπάνω από σίγουρο πως μια οργάνωση – δίκτυο όπως οι Ταλιμπάν, με κυβερνητική εμπειρία και εν ενεργεία ένοπλα τμήματα, και φιλοδοξία να επανέλθει στην εξουσία, ήταν μέρος του «πάρτι» που είχε στηθεί στο Αφγανιστάν.
Συμπτωματικά το συνολικό κόστος αυτού του πολέμου (2,26 τρις $) ταιριάζει αριθμητικά με το συνολικό έλλειμα της αμερικάνικης οικονομίας. Το «σχέδιο Μάρσαλ του Αφγανιστάν», σε συνδυασμό με την διαφθορά των τοπικών αξιωματούχων και την ανικανότητα των «συμμάχων», κατάφερε οι απλοί πολίτες της χώρας να έχουν ως μοναδική ικανότητα βιοπορισμού την καλλιέργεια παπαρούνας…
Σαφώς βέβαια βελτίωσε την θέση της γυναίκας στην κοινωνία, αλλά μόνο συγκρινόμενο με τα δεδομένα της κοινωνίας της χώρας την δεκαετία του ΄90 -2000. Σε σχέση με τα δεδομένα στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 όπου η χώρα τελούσε υπό «σοβιετική» κατοχή και οι μισοί φοιτητές ήταν γυναίκες, καθώς και το 40% των γιατρών, το 70% των καθηγητών και το 30% των δημοσίων υπαλλήλων επίσης, ίσως η «Επιχείρηση Διαρκείς Ελευθερία» όπως ονομάστηκε το πρώτο στάδιο της επέμβασης των Αμερικανών, να χρειαζόταν 100 χρόνια ακόμα για να καταφέρει τέτοια ποσοστά.
Το Αφγανιστάν μοιάζει να είναι το έσχατο όριο επιρροής και ισχύς της εκάστοτε αυτοκρατορίας που το εξουσιάζει, γι΄ αυτό η κάθε αποχώρηση από εκεί σηματοδοτεί και την αρχή της παρακμής για την κάθε μία. Άλλες άντεξαν αρκετά μέχρι να καταρρεύσουν τελείως ενώ άλλες κατέρρευσαν σχεδόν αμέσως. Στο Αφγανιστάν την κάθε αποχώρηση μιας αυτοκρατορίας την ακολουθούσε ένας τοπικός εμφύλιος ανάμεσα στις διάφορες φυλές, μέχρι την στιγμή που ένας νέος εισβολέας σταθεροποιούσε την κατάσταση υπό την ηγεμονία του.
ΝΙΚ. ΓΚΛΕΖΑΚΟΣ
1. Το Pineapple Express δημιουργήθηκε από βετεράνους των ειδικών δυνάμεων των Η.Π.Α. για την διάσωση συνεργατών τους, κυρίως, τους οποίους δεν μπορούσαν να βοηθήσουν οι επίσημες Αμερικανικές δυνάμεις. Αποκαλύφθηκε όταν μέλη τους τραυματίστηκαν στην βομβιστική ενέργεια του ISIS στο αεροδρόμιο της Καμπούλ. Oι Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και δυνάμεις διενεργούσαν μια αντίστοιχη επιχείρηση την “Digital Dunkirk” με την “Task Force Dunkirk”. Για να είναι εφικτή οι επιχείρηση Pineapple Express είναι σαφές ότι κομμάτια του στρατού των Η.Π.Α δρούν «φραξιονιστικά» ως ξεχωριστό κομμάτι, με οριζόντια και κάθετη ενημέρωση, ιεραρχία και συγκεκριμένη στόχευση. Η εκπλήρωση μιας τέτοιας αποστολής απαιτούσε πόρους που κανένας ιδιώτης δεν μπορεί να διαθέσει. Τα μέλη της έπρεπε να είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα έγγραφα, οπλισμό, και κυρίως σε συνεχή επικοινωνία με θάλαμο επιχειρήσεων για να γνωρίζουν ανα πάσα στιγμή την κατάσταση στην περιοχή που επιχειρούσαν. Σε αυτή την σαφή ύπαρξη «παράλληλου» μηχανισμού εντός των ενόπλων δυνάμεων των Η.Π.Α στρέφονται και οι αμφιβολίες για την αξιοπιστία της ασφάλειας των πυρηνικών κωδικών. Παρόλο που τα δημοσιεύματα για την ύπαρξη της επιχείρησης ελέγχονται για την αξιοπιστία τους, υπάρχει έντονη και η επιχειρηματολογία ότι ήταν μια «επίσημη» επιχείρηση του στρατού των Η.Π.Α και των μυστικών τους υπηρεσιών. Απευθύνεται ως επιχειρηματολογία σε ανθρώπους χωρίς εμπειρία σε αυτό που στις επιχειρήσεις ασφαλείας αποκαλείται «πεδίο». Δεν υπήρχε κανένας λόγος να κρύψουν μια επιχείρηση, βομβάρδισαν στόχους μετά την τρομοκρατική ενέργεια στο αεροδρόμιο. Διενεργούσαν μια παρόμοια επιχείρηση, ποιός ο λόγος για μια με άλλη ονομασία; Το κυριότερο, ποιο ήταν ακριβώς αυτό το ανθρώπινο κεφάλαιο που θα διασωζόταν με μια επιχείρηση κατά την οποία θα καταστρεφόταν το κύρος των ενόπλων δυνάμεων για να αξίζει τον κόπο; Σίγουρα όχι τα μέλη των πρώην ειδικών δυνάμεων του Αφγανιστάν που συνεργάστηκαν με τις Η.Π.Α και οι οικογένειες τους, που διέσωσαν τελικά. Θα υπήρχε ένα νόημα, και θα δικαιολογούσε μια νέα επιχείρηση εάν αυτά ήταν «μακρά περίπολα» και περνούσαν κόσμο από τα χερσαία σύνορα σε γειτονικές χώρες, κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, οι διασώσεις αφορούσαν απεγκλωβισμό από τις γειτονίες της Καμπούλ προς το αεροδρόμιο της πόλης, μέσα στο οποίο παρελάμβανε τον κόσμο ο «επίσημος» στρατός των Η.Π.Α.