Έστω κι αχνά φαίνεται ότι η ιδέα για Ευρωστρατό δεν είναι πια ταμπού. Από τα «θέλω», όμως, μέχρι την πράξη υπάρχει χαώδης απόσταση. Η αρνητική για την Ευρώπη εξέλιξη της στρατηγικής συμμαχίας ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας αναστάτωσε την Ε.Ε. και της υπενθύμισε την αργοπορία της.
Η υπουργός Αμυνας της Γερμανίας Καρενμπάουερ είχε χαρακτηρίσει τον περασμένο Νοέμβριο «ψευδαίσθηση την προοπτική στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης», προκαλώντας την οργή του Μακρόν. Πρόσφατα, όμως, η Γερμανίδα πολιτικός έκανε στροφή με μία δήλωση που αγγίζει και τα Ελληνοτουρκικά: «Υπάρχει ανάγκη να φτιάξουμε ευρωπαϊκό στρατό, κυρίως για περιπτώσεις όπου έχουμε αντικρουόμενα συμφέροντα εντός του ΝΑΤΟ. Τότε θα πρέπει να μπορούμε να δρούμε μόνοι μας».
Ωστόσο, η δήλωση Καρενμπάουερ αφενός έγινε σε νεκρό πολιτικό χρόνο, λόγω των γερμανικών εκλογών, και αφετέρου το υπουργείο της ήταν που ενέκρινε την πώληση των έξι υποβρυχίων στην Τουρκία.
Είναι δεδομένο ότι η Γαλλία πρωτοστατεί εδώ και δεκαετίες στη δημιουργία Ευρωστρατού. Η Γερμανία, όμως, αντιστέκεται σθεναρά αφού, και λόγω του βεβαρημένου παρελθόντος της, παρουσιάζει μια εικόνα ενίοτε και τραγελαφική στον στρατιωτικό τομέα. Ο «Economist» έγραψε πέρυσι ότι, κατά τη διάρκεια άσκησης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, το 2014, διοικητές αναγκάστηκαν να δέσουν σκουπόξυλα στα θωρακισμένα οχήματά τους αντί για τα πολυβόλα που δεν υπήρχαν.
Η δυσπιστία ότι η Ευρώπη απλά συζητά και δεν έχει τη βούληση, τη συνοχή και την ικανότητα να συγκροτήσει Ευρωστρατό έχει πολλές πηγές. Όταν, για παράδειγμα, δεν μπορεί να δημιουργήσει μια αξιόπιστη δύναμη για τις μεταναστευτικές ροές, με τη Frontex να κάνει επίδειξη αδυναμιών, δεν μπορεί να πείσει για ένα πολύ μεγαλύτερο εγχείρημα.
Ενας κίνδυνος είναι ότι στην επιθυμία τους να δείξουν γρήγορα αποτελέσματα οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα τρέξουν να υιοθετήσουν τα σύμβολα της στρατιωτικής ολοκλήρωσης, αλλά όχι την ουσία. Οι πρώτες ανακοινώσεις, άλλωστε, κάνουν λόγο για μια αρχική «δύναμη ταχείας αντίδρασης» 5.000 στρατιωτών, αριθμός μηδαμινός.
Ακόμα μία σημαντική παράμετρος είναι η επιλογή… στρατοπέδου. Πώς μπορεί να πείσει η Ε.Ε. ότι θα προστατεύσει τα ευρωπαϊκά σύνορα, όταν δεν κατάφερε να συμφωνήσει σε μια σκληρή γραμμή απέναντι στον Ερντογάν και να επιβάλει κυρώσεις στην κορύφωση της ελληνοτουρκικής κρίσης; Για την Ελλάδα, που είναι το σύνορο της Ευρώπης, θα ήταν ανάσα να μην υποχρεώνεται να δαπανά το 2% του ΑΕΠ της κάθε χρόνο σε αμυντικές δαπάνες, το δεύτερο υψηλότερο σε όλη την Ε.Ε. το 2019. Όταν, όμως, μια χώρα βλέπει, υποτίθεται, συμμάχους της στην Ένωση να εξοπλίζουν την Τουρκία, τότε είναι υποχρεωμένη να φροντίσει για την προστασία της.
Το «πάρε δώσε»
Την Τετάρτη έγινε γνωστό ότι ο Μακρόν προτίθεται να παραχωρήσει στις Βρυξέλλες την έδρα της Γαλλίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αν σε αντάλλαγμα οι Βρυξέλλες στηρίξουν το σχέδιο για δημιουργία Ευρωστρατού. Η Γαλλία είναι το μόνο κράτος-μέλος της Ε.Ε. που έχει μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα και Ρωσία έχουν τις άλλες τέσσερις μόνιμες έδρες, ενώ η Ε.Ε. τελεί υπό το καθεστώς παρατηρητή.
Η κίνηση Μακρόν μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Τον Νοέμβριο του 2018 ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και το τωρινό φαβορί για την Καγκελαρία Ολαφ Σολτς είχε ζητήσει από το Παρίσι να εγκαταλείψει τη μόνιμη έδρα του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να τη μετατρέψει σε έδρα της Ε.Ε. Η πρόταση Σολτς προκάλεσε τότε την τσουχτερή αντίδραση των Γάλλων, που την απέρριψαν άμεσα, προβάλλοντας νομικά εμπόδια.
Ομως τα πράγματα αλλάζουν πιο γρήγορα απ’ όσο κινείται η Ε.Ε. Τη σκληρή εξέλιξη για την Ευρώπη με τη στρατηγική συμμαχία ΗΠΑ, Αυστραλίας, Βρετανίας (AUCUS) και το φιάσκο του Αφγανιστάν διαδέχονται οι γερμανικές εκλογές, τις οποίες ο Μακρόν βλέπει σαν ευκαιρία. Ετσι ο Γάλλος πρόεδρος κλείνει το μάτι στον Σολτς, προσφέροντας τη θέση της χώρας του στον ΟΗΕ στη διάθεση των Βρυξελλών, αρκεί να καταφέρει να εξασφαλίσει τη συμφωνία της υπόλοιπης Ε.Ε. για τη δημιουργία ενός κανονικού στρατού.
Η ιδέα ενός ευρωπαϊκού στρατού είναι τόσο παλιά όσο και αυτή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μετά τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα, του εμβρύου της σημερινής Ε.Ε., τα έξι ιδρυτικά μέλη, έπειτα από πρόταση της Γαλλίας, συμφώνησαν το 1952 να σχηματίσουν μια υπερεθνική ευρωπαϊκή δύναμη. Αλλά το σχέδιο καταψηφίστηκε τότε. Η φιλοδοξία για τον Ευρωστρατό παραπέμφθηκε στις καλένδες για δεκαετίες, μέχρι που σχεδόν ξεχάστηκε, για να ανακινηθεί από το 2016 λόγω της δυσπιστίας του Τραμπ για την αναγκαιότητα του ΝΑΤΟ και τη δυναμική της Ε.Ε.
Υπό το βάρος της AUCUS, όμως, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε πριν από λίγες ημέρες πως «η Ε.Ε. πρέπει να δημιουργήσει τη δική της στρατιωτική δύναμη για να επεκταθεί σε μελλοντικές κρίσεις». Ο πρώτος Ευρωπαίος ηγέτης που είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ ήταν ο Μακρόν, όταν στις 6 Νοεμβρίου 2018 ζήτησε να δημιουργηθεί «ένας πραγματικός ευρωπαϊκός στρατός».
Γιατί τώρα
Η ευρωπαϊκή άμυνα επανήλθε στο προσκήνιο για τρεις λόγους:
- Το Brexit έχει απομακρύνει την Αγγλία, που αντιτασσόταν εξαρχής στην ιδέα του Ευρωστρατού. Η Βρετανία διέθετε τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνατότητες. αλλά και πολύτιμες ικανότητες στον τομέα της ασφάλειας και της συλλογής πληροφοριών. Ολα αυτά δεν είναι πια στη διάθεση της Ενωσης, κάτι που επέδειξε με τον πιο τρανταχτό τρόπο η δημιουργία της AUCUS, που αφήνει την Ευρώπη απέξω, κάτι που προκάλεσε την οργή της Γαλλίας.
- Η Αμερική, και στη μετά Τραμπ εποχή, επικεντρώνεται στην Κίνα και αποτραβιέται από περιοχές της διεθνούς σκηνής που θεωρεί χαμηλού ενδιαφέροντος πλέον, όπως η Μέση Ανατολή, αφήνοντας την Ευρώπη εκτεθειμένη. Μετά και τη χαοτική αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, η Ε.Ε. συνειδητοποίησε ότι διαθέτει ελάχιστη ικανότητα να ελέγχει τη δική της μοίρα και ότι στρατιωτικά υστερεί κατά πολύ από ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα.
- Το γεωπολιτικό ανάστημα της Ευρώπης είναι, δυστυχώς, αμελητέο. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού θα έδινε τη λύση σε μια Ευρώπη που εξαρτάται από την ισχύ της αμερικανικής ασφάλειας μέσω ΝΑΤΟ. Επιπλέον, αν η επόμενη μεγάλη κρίση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. δεν είναι οικονομική, όπως το 2010, αλλά κρίση στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, κανείς δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει. Ουσιαστικά, η Ενωση δεν διαθέτει καν τα πραγματικά εργαλεία μιας εξωτερικής πολιτικής.
Ο ευρωπαϊκός στρατός μπορεί να είναι ένα σχέδιο που δείχνει εντυπωσιακό στα χαρτιά, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται μέχρι τώρα ανέφικτο. Πρόκειται για ένα τιτάνιο εγχείρημα που προϋποθέτει κοινούς στρατηγικούς στόχους, δίκαιο διαμοιρασμό των οικονομικών βαρών στα κράτη-μέλη, αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών και μια συνειδητοποιημένη Ε.Ε. με γεωπολιτικό ανάστημα. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν καλό μόνο για εθιμοτυπικές παρελάσεις, όχι για πραγματικούς πολέμους.
Τα δύο αδύναμα ευρωπαϊκά αμυντικά σχήματα
Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν συμφωνούν καν για το τι εννοούν όταν μιλάνε για Ευρωστρατό. Θα είναι μια δύναμη που θα συμβολίζει την όλο και πιο στενή ένωση; Θα είναι μια δύναμη φύλαξης συνόρων, κάτι σαν πιο ενισχυμένη Frontex; Ή θα είναι, όπως υπονοεί ο Μακρόν από το 2018, ένας κανονικός ισχυρός στρατός που θα μπορούσε να ανταποκριθεί ακόμα και απέναντι σε μεγαλύτερες δυνάμεις, όπως π.χ. η Κίνα;
Προς το παρόν, αυτά που ήδη διαθέτει η Ε.Ε. ως κοινά αμυντικά πρότζεκτ είναι δύο. Η PESCO, η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας της Ε.Ε., που ιδρύθηκε με φανφάρες το 2018, έχοντας την υποστήριξη ακόμα και της πάντα διστακτικής Γερμανίας. Και το δημιούργημα Μακρόν, η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Παρέμβασης, ένα μικρότερο κλαμπ πιο φιλόδοξων χωρών, ανοιχτό και σε κράτη εκτός Ε.Ε., που μαζί θα σχεδιάζουν μελλοντικές εκστρατείες.
Η Γερμανία, όμως, είδε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία σαν μια προσπάθεια της Γαλλίας να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα. Εστω, όμως, και με μισή καρδιά, την υπέγραψε.
Κανένα, πάντως, από τα ήδη υπάρχοντα αμυντικά πρότζεκτ δεν παρέχει το κατάλληλο πλαίσιο στο οποίο μπορεί να συσταθεί ευρωπαϊκός στρατός.
Ουσιαστικά, υπάρχουν δύο κύριοι νομικοί τρόποι για να δημιουργηθεί Ευρωστρατός:
- Εντός του πλαισίου της Ε.Ε. μέσω του άρθρου 42 ή του άρθρου 20 της Συνθήκης για την Ε.Ε. Το άρθρο 42 παρ. 2 ορίζει ότι μία κοινή πολιτική άμυνας μπορεί να θεσπιστεί με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι για να ιδρυθεί Ευρωστρατός βάσει αυτών των θεσμικών ρυθμίσεων θα πρέπει όλα τα κράτη-μέλη, δηλαδή τα νομοθετικά τους όργανα αλλά ενδεχομένως και με δημοψηφίσματα, να εγκρίνουν τις αλλαγές. Εναλλακτικά, το άρθρο 20 της ΣΕΕ επιτρέπει σε έναν μίνιμουμ αριθμό 9 κρατών-μελών να ενισχύσουν τη μεταξύ τους συνεργασία «στο πλαίσιο των μη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Ενωσης». Αυτή η συνεργασία θα πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και χρειάζεται ομόφωνη έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
- Ο δεύτερος τρόπος είναι έξω από το πλαίσιο της Ε.Ε., μέσω της Συνθήκης του Ααχεν. Αυτή η Συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019 μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, με σκοπό την ενίσχυση του γαλλογερμανικού άξονα. Στο δεύτερο κεφάλαιο προβλέπεται η ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής αυτονομίας και συνεργασίας σε άμυνα, ασφάλεια και εξωτερική πολιτική. Αν και άλλες χώρες-μέλη αποφασίσουν να ενταχθούν στη Συνθήκη του Ααχεν, μπορεί να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο για έναν ευρωπαϊκό στρατό.
Τα εμπόδια και τα ερωτήματα για τη δύναμη πυρός
Βασικά ζητήματα, όμως, περιπλέκουν τη δημιουργία κανονικού Ευρωστρατού:
- Το ευαίσθητο θέμα της εθνικής κυριαρχίας: Ενας ευρωπαϊκός στρατός θα άγγιζε την «καρδιά» της εθνικής κυριαρχίας, κάτι που προκαλεί διστακτικότητα στα περισσότερα κράτη. Αυτό ίσως λυνόταν με την εγγύηση ότι όλα τα κράτη-μέλη θα διατηρήσουν την επιχειρησιακή αυτονομία των εθνικών τους στρατιωτικών δυνάμεων, ενώ θα έχουν δικαίωμα βέτο για κάθε απόφαση σχετικά με τον Ευρωστρατό και τις επιχειρήσεις του. Ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι όλα τα κράτη θα πρέπει να συμφωνούν ομόφωνα, τη στιγμή που η Ε.Ε. δεν διαθέτει καν μια κοινή εξωτερική πολιτική και ενώ τα πιο ισχυρά κράτη-μέλη κρίνουν αναλόγως των δικών τους συμφερόντων. Για παράδειγμα, η Τουρκία αποτελεί υπαρξιακή απειλή για την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά πιθανό σύμμαχο και εταίρο για μπίζνες για τη Γερμανία.
- Ο προϋπολογισμός: Οταν έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος, τα χρήματα για την άμυνα λιγόστεψαν. Οι στρατιωτικές δαπάνες στη δυτική Ευρώπη κατέρρευσαν από έναν μέσο όρο του 2,4% στο 1,6%, σύμφωνα με το SIPRI, με δραματικές επιπτώσεις στη στρατιωτική ισχύ της Ευρώπης. Ενδεικτικά, το 1990 η Δυτική Γερμανία διέθετε μόνη της 215 τάγματα μάχης, ενώ το 2015, ενωμένη πια, μόλις 34, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS). Ο αριθμός των ιταλικών ταγμάτων μειώθηκε κατά 67%. Η Ελλάδα, ωστόσο, παραμένει από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που δαπανά το 2% του ΑΕΠ της για την άμυνα. Οποιοδήποτε σοβαρό σχέδιο για Ευρωστρατό πρέπει να ξεκινήσει από το γεγονός ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να δαπανήσει περισσότερα. Κι όταν η κουβέντα φτάνει στο πορτοφόλι, η Γερμανία πάντα δυσκολεύεται.
- Τα εγχώρια συμφέροντα: Το «παζάρι» για το ποιος έχει να κερδίσει τα περισσότερα από τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής πολεμικής μηχανής θα μπορούσε να εκτροχιάσει τα σχέδια. Από την ίδρυση της Ε.Ε. η Γερμανία ανέλαβε το οικονομικό σκέλος και η Γαλλία το στρατιωτικό. Η Γαλλία, ως μοναδική πυρηνική δύναμη της Ευρώπης και με μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, είναι ό,τι πιο κοντινό σε παγκόσμια δύναμη διαθέτει η Ε.Ε., κάτι που κάνει τη Γερμανία να αισθάνεται άβολα. Η Γερμανία έχει παραδώσει τα ηνία στη Γαλλία λόγω του μαύρου γερμανικού παρελθόντος και κάποιες χώρες υπό την επιρροή του Βερολίνου γκρινιάζουν ήδη για μια γαλλοκεντρική Ευρώπη. Τον Ιανουάριο του 2022 η ευρωπαϊκή προεδρία περνάει στη Γαλλία και, σε συνδυασμό με την αποχώρηση της Μέρκελ, ο Μακρόν φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε ηγέτη της Ευρώπης.
- Το ΝΑΤΟ: Το ΝΑΤΟ είναι επικριτικό στην ιδέα, όπως έχει δηλώσει ο Γενς Στόλτενμπεργκ: «Η Ε.Ε. δεν μπορεί να υπερασπιστεί την Ευρώπη χωρίς τη βοήθεια της Συμμαχίας». Η μοναδική προοπτική Ευρωστρατού που δείχνει να συζητάει το ΝΑΤΟ είναι μιας «συμπληρωματικής δύναμης που θα λειτουργεί όχι αντίθετα αλλά εντός και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ». Προοπτική που δεν απορρίπτεται αλλά και δεν ενθουσιάζει όλους τους Ευρωπαίους ηγέτες. Να θυμίσουμε ότι το 2019 ο Εμανουέλ Μακρόν είχε κάνει λόγο για «εγκεφαλικό θάνατο του ΝΑΤΟ».
Οι υπέρ του εγχειρήματος και οι κατά
Δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου που έγινε από τη Statista το 2017 έδειξε ότι το 48% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα και το 59% στην Κύπρο τάσσονταν υπέρ ενός Ευρωστρατού. Στην Ολλανδία και το Βέλγιο υπέρ ήταν το 74%. Στη Γαλλία και τη Γερμανία η υποστήριξη έφτανε στο 65% και το 55%, αντίστοιχα.
Ωστόσο, η υποστήριξη έπεφτε σε παραδοσιακά πιο ουδέτερες χώρες της Ε.Ε., όπως Αυστρία (45%), Ιρλανδία (46%), Φινλανδία (42%) και Σουηδία (40%).