Μία μόλις εβδομάδα μετά τη «στενόχωρη» παρουσία του στη Νέα Υόρκη, ο Ταγίπ Ερντογάν επιχείρησε «επίδειξη δύναμης» κατά τη συνάντησή του για πολλές ώρες στο Σότσι με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν.
- Της Κύρας Αδάμ
Απέναντι στον σχεδόν αμίλητο, αλλά υπομειδιώντα Ρώσο πρόεδρο, ο Ερντογάν ανέπτυξε όλη την γκάμα της αμυντικής και ενεργειακής συνεργασίας που θεωρεί ότι έχει διασφαλίσει με τη Μόσχα.
Ο Ερντογάν δι’ αυτού του τρόπου θέλησε να δείξει ότι έχει περίπου «κόψει τον πίρο» με την αμυντική βιομηχανία και τους εξοπλισμούς από τη Δύση και δεν θέλει στον εξοπλιστικό τομέα να εξαρτάται από δυτικές κυβερνήσεις και τις εταιρίες των χωρών-μελών της Συμμαχίας. Το δήλωσε άλλωστε, χωρίς περιστροφές, στη συνέντευξή του στους «New York Times»: «Η Τουρκία μπορεί να ενισχύσει τις αμυντικές ικανότητές της με όποιον τρόπο αυτή νομίζει…»
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της συνάντησης Πούτιν – Ερντογάν στο Σότσι είναι η συμφωνία που έκαναν, χωρίς αυτή να έχει ακόμα ανακοινωθεί επισήμως στον Τύπο, για την πώληση της νέας «φουρνιάς» των αναβαθμισμένων ρωσικών πυραύλων S-500 στην Τουρκία και μάλιστα με πιθανότητες συμπαραγωγής τους.
Η συμφωνία αυτή, όταν αρχίσει να υλοποιείται, θα αποτελέσει μια ακόμα πλάγια «μαχαιριά» στην αμερικανική κυβέρνηση, η οποία ακόμα δεν μπορεί να κλείσει το ανοιχτό (για την Ουάσιγκτον) και κλειστό (για την Άγκυρα) θέμα των ρωσικών πυραύλων S-400 στην Τουρκία.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν -ακόμα- βρει τον τρόπο εξουδετέρωσης των S-400, παρότι πιέζονται από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Δεν είναι καθόλου αμελητέο το γεγονός ότι η διοίκηση του 6ου Στόλου, την περασμένη άνοιξη, έστειλε επτά επίσημα σημειώματα στο αμερικανικό Πεντάγωνο, απαιτώντας την ταχύτατη αντιμετώπιση του κινδύνου που παρουσιάζουν οι τουρκικοί S-400, απέναντι στους οποίους η δύναμη πυρός του 6ου Στόλου δεν μπορεί να ανταποκριθεί.
Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αμερικανικές κυβερνήσεις (Τραμπ και Μπάιντεν) επιβάλλουν κυρώσεις στην Τουρκία -και θα επιβάλουν και άλλες- κυρίως για την τουρκική κατοχή των S-400 και την άρνηση της Τουρκίας να τους αποσύρει από το έδαφός της. Ούτε είναι τυχαίο ότι η μία και μοναδική συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν στις Βρυξέλλες αναλώθηκε κατά κύριο λόγο στο θέμα των πυραύλων αυτών.
Ο ίδιος ο Ερντογάν στις δηλώσεις του μετά το Σότσι έσπευσε να αναγγείλει τη συμπαραγωγή με τη Μόσχα κινητήρων αεροσκαφών, μαχητικών αεροσκαφών και υποβρυχίων, προκαλώντας έτσι ρίγη ανησυχίας και δυσφορίας τουλάχιστον στο Βερολίνο, το οποίο μέχρι τώρα έχει στηρίξει την προκλητικά στενή συνεργασία της Γερμανίας με την Τουρκία στις πωλήσεις γερμανικού υλικού και, κυρίως, στην παράδοση εκσυγχρονισμένων και αναβαθμισμένων (σε σχέση με τα ελληνικά) γερμανικών υποβρυχίων στην Άγκυρα.
Το πλέον εξωφρενικό, σύμφωνα με απόλυτα αξιόπιστες πληροφορίες, είναι ότι ο Ερντογάν έχει αρχίσει κατ’ αρχάς διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους για τα κινεζικά… κλεμμένα από τους Αμερικανούς αεροσκάφη F-22, τα οποία αποτελούν το καλά φυλασσόμενο «κόσμημα» της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας, δεδομένου ότι δεν εντοπίζονται με τίποτα από τα ραντάρ της Δύσης, παρά μόνον από τα ραντάρ των S-400.
Στην περίπτωση που Άγκυρα και Μόσχα «δέσουν» τα συμφέροντά τους στον τομέα των εξοπλισμών, οι Ευρωπαίοι φίλοι της Άγκυρας θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα και σε περίοδο ισχνών αγελάδων. Ήδη, οι Ισπανοί έχουν ολοκληρώσει τη ναυπήγηση του ενός τουρκικού αεροπλανοφόρου, που αναμένεται να παραδοθεί στην Τουρκία αυτόν τον χρόνο, ενώ ο Ερντογάν βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την Ιταλία ώστε να αγοράσει από αυτήν μεταχειρισμένα πολεμικά αεροσκάφη Χάριερ, κάθετης προσγείωσης/ απογείωσης, βρετανικής κατασκευής, για τις πρώτες ανάγκες του τουρκικού αεροπλανοφόρου.