Τα άτομα που έχουν εμβολιαστεί κατά του Covid-19 είναι εξίσου πιθανό να μεταδώσουν την παραλλαγή Δέλτα του ιού στις επαφές τους με εκείνους που δεν έχουν κάνει κανένα εμβόλιο, σύμφωνα με νέα έρευνα που προκαλεί αναστάτωση στους επιστήμονες.
Σε μια ετήσια μελέτη 621 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο με ήπια συμπτώματα Covid-19, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι το μέγιστο ιικό τους φορτίο ήταν παρόμοιο ανεξάρτητα από την κατάσταση εμβολιασμού, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύτηκε εχθές ημέρα Πέμπτη, στο ιατρικό περιοδικό The Lancet Infectious Diseases. Η κλαδιά μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι το 25% των πλήρως εμβολιασμένων και το 38% όσων δεν είχαν κάνει εμβόλια μολύνθηκαν μετά την επαφή τους με τα συγκεκριμένα άτομα.
Τα αποτελέσματα εξηγούν κατά κάποιο τρόπο γιατί η παραλλαγή Δέλτα είναι τόσο μολυσματική ακόμη και σε κράτη με υψηλό ποσοστό εμβολιασμού και γιατί οι μη εμβολιασμένοι δεν μπορούν να υποθέσουν ότι προστατεύονται επειδή άλλοι έχουν κάνει εμβόλια. Όσοι πάντως είχαν εμβολιαστεί, καταπολέμησαν τον ιό πιο γρήγορα και είχαν ηπιότερα συμπτώματα, ενώ τα μη εμβολιασμένα άτομα είχαν περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από σοβαρή ασθένεια και νοσηλεία.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι ο εμβολιασμός από μόνος του δεν αρκεί για να αποτρέψει τους ανθρώπους από τη μόλυνση με την παραλλαγή Δέλτα και τη διάδοσή του στο οικιακό περιβάλλον», δήλωσε ο Ajit Lalvani, καθηγητής μολυσματικών ασθενειών στο Imperial College του Λονδίνου, ο οποίος ήταν συνεπικεφαλής της μελέτης.
«Η συνεχιζόμενη μετάδοση που βλέπουμε μεταξύ των εμβολιασμένων ατόμων καθιστά απαραίτητο για τα μη εμβολιασμένα άτομα να εμβολιαστούν για να προστατευτούν».
Ο εμβολιασμός διαπιστώθηκε ότι όντως μειώνει την μετάδοση της παραλλαγής Alpha – που ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του 2020 – μεταξύ 40% και 50%, και τα εμβολιασμένα άτομα που μολύνθηκαν είχαν χαμηλότερο ιικό φορτίο στην ανώτερη αναπνευστική οδό από εκείνα που είχαν εμβολιαστεί. Ωστόσο, η παραλλαγή Δέλτα είναι το κυρίαρχο στέλεχος παγκοσμίως εδώ και αρκετό καιρό.
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι η ανοσία από τον πλήρη εμβολιασμό μειώθηκε σε μόλις τρεις μήνες. Οι συντάκτες της έκθεσης είπαν ότι δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να πουν με σιγουριά εάν η πολιτική της τρίτης, αναμνηστικής δόσης στη Μεγάλη Βρετανία πρέπει να αλλάξει, όπου η τρίτη δόση επιβάλλεται επί του παρόντος σε ηλικιωμένους και πιο ευάλωτους ανθρώπους έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση.
Έξι μήνες ήταν μια αυθαίρετη χρονική περίοδος που επιλέχτηκε μετά από πρώιμα δεδομένα από το Ισραήλ σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ενισχυτικής δόσης, αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα ήταν λιγότερο αποτελεσματική εάν χορηγούνταν νωρίτερα, δήλωσε ο Neil Ferguson, επιδημιολόγος στο Imperial College του Λονδίνου και ερευνητής στη μελέτη σε επίσημη συνέντευξη τύπου.
Οι συγγραφείς δεν ανέλυσαν τις λοιμώξεις με βάση τον τύπο των εμβολίων που είχαν λάβει τα άτομα της μελέτης. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν επιμέρους αποτελέσματα ανάλογα με τον τύπο εμβολίου.
Η Maria Zambon, επικεφαλής του τμήματος αναπνευστικής ιολογίας στην Υπηρεσία Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, σημείωσε ότι υπάρχουν ακόμη περισσότερα από 300 εμβόλια υπό ανάπτυξη και θεώρησε εξαιρετικά πιθανό ότι οι μελλοντικές γενιές εμβολίων θα είναι καλύτερες και στην πρόληψη της μετάδοσης.