Ο Δρ Βασίλειος Μεϊχανετσίδης, μελετητής της γενοκτονίας των Ελλήνων και προσωρινός βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών γράφει για τις ιστορικές εκκλησίες που έχουν βεβηλώσει οι Οθωμανοί, οι οποίοι μετέτρεπαν τις κατακτήσεις τους σε τζαμιά για να κάνουν επίδειξη ανωτερότητας της ισλαμικής θρησκείας…
Στο άρθρο, που δημοσιεύθηκε στο jihadwatch.org αναφέρεται μεταξύ άλλων:
Καθώς εκατομμύρια χριστιανοί γιόρταζαν την παραμονή των Χριστουγέννων στις 24 Δεκεμβρίου 2021, ο Επικεφαλής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας (Diyanet) άνοιξε μια ιστορική εκκλησία, γνωστή και ως εκκλησία της Αγίας Σοφίας του Αίνου (Enez) στην Αδριανούπολη, ως τζαμί, μετά την αναστήλωσή της από τη Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων της Τουρκίας.
Αναφερόμενη στην πρώην ελληνική εκκλησία ως «ιστορικό τζαμί», η ιστοσελίδα της Diyanet έγραφε την παραμονή των Χριστουγέννων:
«Το ιστορικό τζαμί, το οποίο μετατράπηκε μετά την κατάκτηση του Ενέζ από τον [Οθωμανό σουλτάνο] Μωάμθε τον Πορθητή και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λόγω των σεισμών τα επόμενα χρόνια, ενώθηκε ξανά με τους πιστούς του μετά από 56 χρόνια μέσω της προσευχής της Παρασκευής υπό τον πρόεδρο της Diyanet, Ali Erbaş».
Η ιστορία και η πολιτιστική κληρονομιά των αυτόχθονων χριστιανών εξακολουθούν να διαγράφονται συστηματικά στην Τουρκία. Αμέτρητες εκκλησίες, μοναστήρια και άλλα μνημεία θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς που ανήκουν σε χριστιανούς έχουν παραβιαστεί, καταστραφεί ή ερειπωθεί σε ολόκληρη την Τουρκία.
Για παράδειγμα, έχει απομείνει μόνο ένας τοίχος από το αρμενικό μοναστήρι του Αγίου Βαρθολομαίου, το οποίο έχει γίνει χώρος ανασκαφών για κυνηγούς θησαυρών και χωρικούς στην πόλη Βαν, στην ανατολική Τουρκία.
Το 1914 λειτουργούσαν 2.538 αρμενικές εκκλησίες και μοναστήρια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων του 1915, ο αριθμός αυτός μειώθηκε δραστικά, τώρα υπάρχουν μόνο 34 αρμενικές εκκλησίες που λειτουργούν, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη.
Οι ασσυριακές (συριακές) εκκλησίες αντιμετωπίζουν το ίδιο μοτίβο βεβήλωσης. Η συριακή εκκλησία Mor Addai σε ένα χωριό στην περιοχή Idil του Σιρνάκ για παράδειγμα, ερήμωσε και οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να τη χρησιμοποιούν ως αχυρώνα. Η εκκλησία υπολογίζεται ότι χτίστηκε το 620 μ.Χ.
Σύμφωνα με περσινές αναφορές των ΜΜΕ, αν και οι τοίχοι της ιστορικής εκκλησίας είναι ως επί το πλείστον όρθιοι, η υπόλοιπη εκκλησία είναι σε μεγάλο βαθμό ερειπωμένη, γιατί δεν έχει διατηρηθεί ή αποκατασταθεί.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1299-1922), ο σουλτάνος είχε την εξουσία να αποφασίζει για την «μοίρα» των εκκλησιών στις πόλεις που είχαν κατακτηθεί. Παραδοσιακά, οι Οθωμανοί μετέτρεπαν τη μεγαλύτερη εκκλησία των πόλεων που κατακτούσαν σε τζαμί, για να δείξουν την ανωτερότητα και την κυριαρχία τους έναντι των άλλων θρησκειών.
Για το λόγο αυτό, η Αγία Σοφία, η μεγαλύτερη τότε εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, μετατράπηκε σε τζαμί και έγινε ιδιοκτησία του ιδρύματος του σουλτάνου Μωάμεθ μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς το 1453. Αλλά δεν ήταν η μόνη Αγία Σοφία που μετατράπηκε σε ένα τζαμί.
Σήμερα στην Τουρκία υπάρχουν τουλάχιστον εννέα ιστορικές (πρώην) εκκλησίες με το όνομα Αγία Σοφία. Τώρα είτε χρησιμοποιούνται ως τζαμιά, είτε είναι τα λεγόμενα «εγκαταλελειμμένα» κτήρια που αποκαθίστανται ως τζαμιά, σύμφωνα με το βιβλίο Türkiye’de Kilise ve Manastırlar (Εκκλησίες και μοναστήρια στην Τουρκία) του Δρ. Ersoy Soydan.
Αυτό συνέβη και στην οθωμανοκρατούμενη Κύπρο (1571–1878). Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου στην κυπριακή πόλη της Αμμοχώστου, για παράδειγμα, μετατράπηκε σε τζαμί με την προσθήκη ενός μιχράμπ και ενός μιναρέ μετά την οθωμανική εισβολή στην Κύπρο το 1571.
Το καθεστώς των εκκλησιών και των συναγωγών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ρυθμιζόταν σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο της σαρία. Ο Δρ Μεχμέτ Ακμάν, ο οποίος διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά, γράφει ότι σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, «τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μη μουσουλμανικών ναών στα εδάφη που καταλήφθηκαν μέσω πολέμου ανήκουν στο ισλαμικό κράτος… Στις πόλεις που κατέκτησαν, οι Οθωμανοί μετέτρεψαν τη μεγαλύτερη εκκλησία του τόπου σε τζαμί ως ένδειξη κυριαρχίας».