Με αφορμή την αυριανή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, μελέτες κρούουν για ακόμη μία φορά τον κώδωνα του κινδύνου, αναφορικά με τις συνθήκες ζωής των γυναικών, οι οποίες έχουν εμφανώς επιδεινωθεί τα δύο τελευταία χρόνια της πανδημίας. Αύξηση της έμφυλης βίας, δύσκολη επιστροφή στην εργασία και πλήγμα στην ψυχική υγεία συνθέτουν το σκηνικό της καθημερινότητας για τις περισσότερες γυναίκες πλέον.
Ο ΟΗΕ Γυναίκες δημοσίευσε τον Νοέμβριο του 2021 έρευνα που πραγματοποίησε μεταξύ 16.154 γυναικών σε 13 χώρες με μέσο εισόδημα (Κολομβία, Ουκρανία, Μαρόκο, Μπανγκλαντές κ.ά.). Περίπου το 45% αυτών των γυναικών δήλωσε ότι έχει πέσει θύμα ή γνωρίζει μία γυναίκα θύμα βίας από την αρχή της πανδημίας. «Η οικονομική ανασφάλεια, το κλείσιμο των σχολείων ή ακόμη και το ψυχολογικό φορτίο λόγω των οικιακών εργασιών δημιούργησαν ένα περιβάλλον που ευνοούσε την ενδοοικογενειακή βία», εξήγησαν η ΛινΜαρί Σαρντίνχα και η Άβνι Αμίν ερευνήτριες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Και όπως και πριν την πανδημία οι γυναίκες είναι περισσότερο θύματα σε σχέση με τους άνδρες της διαδικτυακής βίας. «Η ‘εκδικητική πορνογραφία’ και οι κίνδυνοι από τα εγκλήματα των παιδεραστών αυξήθηκαν με ανησυχητικό τρόπο», συμπλήρωσε η Μούριελ Σαλμόνα ψυχίατρος.
Φορτισμένη ψυχική υγεία
Δύο στις πέντε γυναίκες δήλωσαν στην έρευνα του ΟΗΕ ότι η πανδημία επηρέασε αρνητικά την ψυχική τους υγεία. Αιτία κυρίως το ψυχολογικό φορτίο από τη διαχείριση των οικιακών εργασιών «το οποίο συνδέεται με πιο υψηλό κίνδυνο εμφάνισης στρες και κατάθλιψης στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες», επεσήμαναν οι Σαρντίνχα και Αμίν.
Το ψυχολογικό φορτίο των γυναικών αυξήθηκε από την τηλεργασία, τη συνεχή παρουσία των παιδιών στο σπίτι και τον περιορισμό των εξόδων.
Άλλος δείκτης, οι έρευνες για τις μετακινήσεις των γυναικών στη διάρκεια και μετά την πανδημία, οι οποίες δείχνουν επίσης την επιδείνωση της ψυχικής υγείας των γυναικών. Στη διάρκεια των lockdown οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες, όπως και οι άνδρες, να λογοδοτούν στο κράτος για τις εξόδους τους, όμως συχνά αυτές αναγκάζονταν να το κάνουν και απέναντι στους συζύγους τους, υπενθύμισε η Μαριόν Τιλούς, καθηγήτρια σπουδών Φύλου στο πανεπιστήμιο Paris VIII. Αυτό το ιδιαίτερο πλαίσιο ενδέχεται να έπληξε «την εμπιστοσύνη των γυναικών, οι οποίες πλέον δεν τολμούν να απομακρύνονται τόσο πολύ» από το σπίτι τους και κλείνονται στον εαυτό τους, σύμφωνα με την Τιλούς.
Η δυσκολία της τηλεργασίας και το διπλό στρες
Η Σανρίνχα και η Αμίν επεσήμαναν εξάλλου τη δυσκολία να συνδυαστούν η τηλεργασία και οι οικιακές εργασίες, λόγω της αυστηρότητας των εργοδοτών. «Ένας μεγαλύτερος αριθμός γυναικών αναγκάστηκε να παραιτηθεί διότι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το διπλό στρες της εργασίας τους και του ψυχολογικού φόρτου του σπιτιού τους», εξήγησαν οι ερευνήτριες.
Άλλωστε, έρευνα στη διάρκεια της πανδημίας κατέδειξε ότι οι γυναίκες αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο στις οικιακές εργασίες απ’ ό,τι στην εργασία τους σε σχέση με τους άνδρες αλλά και σε σχέση με πριν την πανδημία. Οι έρευνες αυτές αποκαλύπτουν ότι «οι ανισότητες αυξήθηκαν και μας πήγαν είκοσι χρόνια πίσω», κατήγγειλε η Τιλούς.
«Ακούμε περισσότερες γυναίκες θύματα βίας, αλλά μιλούν στο κενό»
«Μπορούμε να μιλήσουμε για μια πραγματική προσπάθεια (των ενώσεων και των κρατικών μηχανισμών) να αντιδρούν περισσότερο και να αντιμετωπίζουν την ενδοοικογενειακή βία μετά την πανδημία», επεσήμανε η δρ. Σαλμόνα.
Όμως η Τιλούς εξέφρασε την απογοήτευσή της που τα μέσα παροχής βοήθειας στα θύματα έμφυλης ή ενδοοικογενειακής βίας παραμένουν ίδια από την αρχή της πανδημίας. «Ακούμε περισσότερες γυναίκες θύματα βίας, αλλά μιλούν στο κενό», κατήγγειλε.
Για τις Σαρντίχνα και Αμίν η υγειονομική κρίση κατέδειξε τις επιπτώσεις του άνισου καταμερισμού των οικιακών εργασιών, κάτι που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των γυναικών. «Η πανδημία μάς έδωσε την ευκαιρία να φανταστούμε ένα διαφορετικό και πιο ίσο μέλλον για τις γυναίκες, κυρίως για αυτές που είναι περισσότερο αντιμέτωπες με τον αποκλεισμό ή την περιθωριοποίηση», πρότειναν.