Η κυβέρνηση Μπάιντεν πιστεύει ότι μια πιθανή πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία «θα ήταν σύμφωνη με τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και θα εξυπηρετούσε επίσης τη μακροπρόθεσμη ενότητα του ΝΑΤΟ», ανέφερε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε επιστολή του προς το Κογκρέσο, το οποίο πάντως δεν υποστήριξε ρητά την συμφωνία.
Με νωπό ακόμα το σοκ από την αποκάλυψη του διμερούς στρατηγικού μηχανισμού ΗΠΑ – Τουρκίας, ένα ακόμα… πισώπλατο χτύπημα από τις ΗΠΑ έρχεται να προστεθεί στα πολλά κατά της Ελλάδας.
Η εύνοια που απολαμβάνει η Άγκυρα είναι πλέον σκανδαλώδης, αλλά η ελληνική εξωτερική πολιτική που υπαγορεύεται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη… είναι στον κόσμο της.
Και πως να μην είναι σκανδαλώδης, όταν η αναπληρώτρια Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, είναι μια Τουρκάλα, η Ναζ Ντουράκογλου, η οποία θυμίζουμε «ενορχήστρωσε» την αμερικανική ακύρωσης της στήριξης στον αγωγό EastMed.
Η Τουρκία είχε υποβάλει αίτημα τον Οκτώβριο για αγορά 40 μαχητικών F-16 της Lockheed Martin και σχεδόν 80 κιτ εκσυγχρονισμού για τα υπάρχοντα πολεμικά αεροσκάφη της.
Η Ουάσιγκτον έχει μέχρι στιγμής αποφύγει να εκφράσει οποιαδήποτε άποψη για την πώληση, λέγοντας ότι πρέπει να περάσει από την τυπική διαδικασία πώλησης όπλων.
Η πώληση αμερικανικών όπλων στην Τουρκία έγινε «αμφιλεγόμενη» κατά το Reuters, αφότου η Άγκυρα απέκτησε τα ρωσικής κατασκευής αμυντικά συστήματα πυραύλων S-400, προκαλώντας κυρώσεις από τις ΗΠΑ καθώς και την απομάκρυνση της Τουρκίας από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Η επιστολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει ημερομηνία 17 Μαρτίου και υπογράφεται από τον ανώτατο νομοθετικό στέλεχος Naz Durakoglu. Αναγνωρίζει τις τεταμένες σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει την υποστήριξη και τους αμυντικούς δεσμούς της Τουρκίας με την Ουκρανία ως «σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα για κακή επιρροή στην περιοχή».
Αν και η επιστολή δεν παρέχει καμία διαβεβαίωση ή χρονοδιάγραμμα για την πώληση, τονίζει ότι οι τιμωρητικές ενέργειες της Ουάσιγκτον μετά την αγορά των ρωσικών συστημάτων S-400 από την Άγκυρα αντιπροσωπεύουν «ένα σημαντικό τίμημα που πληρώθηκε».
«Η κυβέρνηση πιστεύει ότι υπάρχουν ωστόσο επιτακτικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα ενότητας και ικανότητας της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, καθώς και τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, οικονομικά και εμπορικά που υποστηρίζονται από τους κατάλληλους αμυντικούς εμπορικούς δεσμούς των ΗΠΑ με την Τουρκία», αναφέρεται ακόμα στο έγγραφο.
Και προστίθεται: «Η προτεινόμενη πώληση θα απαιτήσει ειδοποίηση του Κογκρέσου εάν το Υπουργείο Εξωτερικών την εγκρίνει».
Η επιστολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν απάντηση σε επιστολή της 4ης Φεβρουαρίου με επικεφαλής τον Δημοκρατικό γερουσιαστή Φρανκ Παλόνε και περισσότερους από 50 βουλευτές και από τα δύο κόμματα που καλούσαν την κυβέρνηση Μπάιντεν να απορρίψει την αγορά της Άγκυρας, αναφέροντας, όπως λένε, την έλλειψη δέσμευσης του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στο ΝΑΤΟ και τις «τεράστιες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».