Από τη μαζική παραίτηση της επιτροπής Σαντέρ, τον Μάρτιο του 1999, για σκάνδαλα διαφθοράς μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, όμως το μοτίβο παραμένει πάντα το ίδιο: διαφθορά, νεποτισμός, αδιαφάνεια και μαύρο χρήμα, με πρωταγωνιστές πρόσωπα υπεράνω υποψίας, από επιτρόπους έως πρωθυπουργούς ή… δυνάμει προέδρους.
Για όσους δεν θυμούνται το πράγματι μακρινό 1999 που συντάραξε τις Βρυξέλλες, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Σαντέρ και όλα τα μέλη της Επιτροπής υπέβαλαν την παραίτησή τους μετά την έκθεση που παρουσίασε η επιτροπή των «σοφών» για απάτες, ευνοιοκρατία και κακοδιαχείριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Πέτρα του σκανδάλου ήταν η Γαλλίδα πρώην πρωθυπουργός Εντίτ Κρεσόν, αρμόδια για θέματα εκπαίδευσης και έρευνας, η οποία κατηγορήθηκε για μια περίπτωση ευνοιοκρατίας, καθώς και για απάτες που συνδέονταν με το πρόγραμμα «Λεονάρντο».
Εύφορο «χωράφι»
Η Γαλλία αποτελεί, όπως αποδείχτηκε τα χρόνια που ακολούθησαν, εύφορο έδαφος για σκάνδαλα διαφθοράς. Με μία διαφορά: Σε αντίθεση με άλλες χώρες, οι υποθέσεις πήραν τον δρόμο της Δικαιοσύνης και τελεσιδίκησαν όχι με φακέλους στα συρτάρια, αλλά με αθωώσεις ή ποινές.
Μια από αυτές τις περιπτώσεις αφορά τον πρώην πρωθυπουργό και παρ’ ολίγον πρόεδρο Φρανσουά Φιγιόν, τον πολιτικό που ευθύνεται όχι μόνο για την έλευση Μακρόν στο Ελιζέ, αλλά και για τον «λεκέ» στους Ρεπουμπλικάνους και την ολέθρια κατρακύλα ενός κόμματος εξουσίας.
Το γαλλικό δικαστήριο καταδίκασε αυτή την εβδομάδα τον Φιγιόν σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για εικονική πρόσληψη της συζύγου του στο βουλευτικό του γραφείο. Στη σύζυγό του Πενελόπ επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών καθώς και πρόστιμο 375.000 ευρώ στον καθένα.
Ο Φιγιόν κρίθηκε ένοχος για την κατηγορία ότι εκμεταλλεύθηκε τη θέση του για να «τακτοποιήσει» τη σύζυγο και τα παιδιά του. Ο ίδιος και η σύζυγός του δεν παρέστησαν στο δικαστήριο, επέμειναν μέσω του δικηγόρου τους ότι η πρόσληψη δεν ήταν εικονική, αλλά δεν έπεισαν τους δικαστές.
Αν το ζεύγος Φιγιόν δεν κάνει χρήση του δικαιώματος αναίρεσης της απόφασης, θα κληθεί ενώπιον δικαστή εκτέλεσης της ποινής, ο οποίος μπορεί να αποφασίσει, για παράδειγμα, αν θα φορέσουν ηλεκτρονικό βραχιόλι ή θα οδηγηθούν στις φυλακές.
Το ζεύγος Φιγιόν και ο συγκατηγορούμενός τους Μαρκ Ζουλό, πρώην αναπληρωματικός του Φρανσουά Φιγιόν στην περιφέρεια Σαρτ, καταδικάστηκαν να επιστρέψουν στο γαλλικό Κοινοβούλιο πάνω από 1.000.000 ευρώ.
Θα ασκήσει έφεση
Ο συνήγορος των Φιγιόν, ο Αντονέν Λεβί, δήλωσε πως θα καταθέσει έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης. Ο δικηγόρος υποστήριξε πως η καταδίκη είναι άδικη και πως υπήρξε μια συνωμοσία εναντίον του ζεύγους, ενώ υποσχέθηκε πως θα υπάρξει νέα δίκη.
Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε τον Ιανουάριο του 2017 και έπληξε ανεπανόρθωτα τη γαλλική Δεξιά, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο για την εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν.
O Φιγιόν, το μεγάλο φαβορί για τη γαλλική προεδρία, κατέρρευσε μέσα σε μια νύχτα, όταν αποκαλύφθηκε ότι η σύζυγός του έλαβε περίπου 900.000 ευρώ σε διάστημα οκτώ ετών, αρχικά ως κοινοβουλευτική βοηθός του και κατόπιν ως βοηθός του αναπληρωτή του στην Εθνοσυνέλευση, χωρίς όμως να έχει εργαστεί ούτε λεπτό!
Επιπρόσθετα, ο Φιγιόν φέρεται ότι είχε διορίσει και δύο παιδιά του στο δημόσιο ως δικηγόρους, ενώ δεν ήταν…
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την επιμονή στην καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς – υπονομεύουν τη δημοκρατία και κοστίζουν πολλά χρήματα: η ζημιά υπολογίζεται έως και 1 τρισ. ευρώ τον χρόνο στην Ε.Ε. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι τα σκάνδαλα και οι απάτες πλήττουν ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Οι ισχυροί και αποτελεσματικοί μηχανισμοί εποπτείας είναι το κύριο όπλο της κυβέρνησης κατά της απάτης, αλλά μερικές φορές, δυστυχώς, οι αδυναμίες σε αυτούς τους μηχανισμούς μπορεί επίσης να είναι η αιτία της απάτης.
Κάθε μέτρο που εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση και την πρόληψη δόλιων δραστηριοτήτων μπορεί να δημιουργήσει νέα κενά. Η απάτη δεν είναι ζήτημα μόνο των κυβερνήσεων και του δημόσιου τομέα. Επηρεάζει ένα ευρύ φάσμα και μπορεί να περιλαμβάνει πολλούς διαφορετικούς παράγοντες.
Η ευρωπαϊκή Ιστορία μετρά πολλά σκάνδαλα με πρωταγωνιστές πολιτικούς, τραπεζίτες, επιχειρηματίες, χρηματιστές.
Κουρτς: Ο Αυστριακός που ήθελε να γίνει… Μέρκελ
Με τη φιλοδοξία να γίνει παντοδύναμος σαν την Ανγκελα Μέρκελ, ο Σεμπάστιαν Κουρτς έκανε από νωρίς τα πάντα. Ως υπουργός Εξωτερικών το 2016 φέρεται ότι χρησιμοποίησε περίπου 1.300.000 ευρώ από το υπουργείο Οικονομικών (χρήματα των φορολογουμένων, δηλαδή) για να εξαγοράσει δημοσκόπους και δημοσκοπήσεις με σκοπό να καλλιεργήσει (με τη βοήθεια στενών του συνεργατών) ηγετικό προφίλ και να αναρριχηθεί αρχικά στην ηγεσία του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος (ÖVP) και στη συνέχεια στην Καγκελαρία το 2017.
Παραιτήθηκε από ομοσπονδιακός καγκελάριος ύστερα από καταγγελίες για διαφθορά. Τον Δεκέμβριο του 2021 παραιτήθηκε και από την ηγεσία του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος. Ο Κουρτς συνδεόταν και με το σκάνδαλο «Ιμπιζα», που ήρθε στο φως με τη δημοσιοποίηση από δύο γερμανικά μέσα ενημέρωσης, του «Spiegel» και της «Suddeutsche Zeitung», βίντεο το οποίο ελήφθη με κρυφή κάμερα και δείχνει τον Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, αντικαγκελάριο και επικεφαλής του ακροδεξιού Κόμματος των Ελευθέρων, να διαπραγματεύεται, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές που τον έφεραν στην εξουσία, με πρόσωπο που θεωρεί ότι συνδέεται με Ρώσο ολιγάρχη την πιθανότητα οικονομικής υποστήριξης με αντάλλαγμα την πρόσβαση της ρωσικής πλευράς σε δημόσιες συμβάσεις στην Αυστρία, αλλά και τη διείσδυσή της στον αυστριακό Τύπο.
Σόκρατες: «Πρωθυπουργός της μίζας των 20.000.000 ευρώ»
Από το πρωθυπουργικό μέγαρο της Λισαβόνας μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα αξίας 3.000.000 ευρώ στην πιο αριστοκρατική συνοικία του Παρισιού. Ο σοσιαλιστής Ζοζέ Σόκρατες, που κυβέρνησε την Πορτογαλία έως το 2011, ήταν ο «πρωθυπουργός του Μνημονίου». Συνελήφθη το 2014 στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας και οδηγήθηκε στη φυλακή. Ο Σόκρατες έγινε γνωστός ως ο «πρωθυπουργός της μίζας των 20.000.000 ευρώ» και κατηγορήθηκε αρχικά για διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος και φοροδιαφυγή.
Για την ίδια υπόθεση κατηγορήθηκαν τρία ακόμη άτομα, μεταξύ των οποίων ο οδηγός του Σόκρατες, επειδή μετέφερε με το αυτοκίνητο παράνομο χρήμα από την Πορτογαλία στο Παρίσι, και ένας επιχειρηματίας φίλος του, του οποίου η κατασκευαστική εταιρία άνθησε στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του και στου οποίου το όνομα ήταν οι λογαριασμοί στην Ελβετία όπου διοχετεύονταν οι μίζες. Eμεινε στη φυλακή για 9 μήνες, πήγε σπίτι του με βραχιολάκι και τελικά αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Ακόμη εκκρεμεί η δίκη του.
Οι καταδίκες του… επτάψυχου Σαρκοζί
Ο Νικολά Σαρκοζί μετρά αρκετές δίκες και καταδικαστικές αποφάσεις. Εχει ήδη κριθεί ένοχος για παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του, το 2012, η οποία δεν στέφθηκε με επιτυχία. Το κόμμα του Σαρκοζί δαπάνησε διπλάσιο ποσό από το επιτρεπόμενο των 22.500.000 ευρώ για μεγαλειώδεις προεκλογικές συγκεντρώσεις, αλλά και για την πρόσληψη «φιλικής» εταιρίας δημοσίων σχέσεων, η οποία εξέδωσε πλαστά παραστατικά δαπανών.
Ο πρώην πρόεδρος αρνήθηκε ότι παραβίασε τον νόμο. Προηγουμένως είχε καταδικαστεί για απόπειρα δωροδοκίας δικαστικού, σε μια προσπάθεια να αποκομίσει πληροφορίες για εισαγγελική έρευνα εις βάρος του. Παρά τις δικαστικές του περιπέτειες, όμως, ο Σαρκοζί συνεχίζει να ασκεί μεγάλη επιρροή στη συντηρητική αξιωματική αντιπολίτευση της Γαλλίας.
Λαγκάρντ: 400.000.000 ευρώ στον Μπερνάρ Ταπί
Ως υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας η Κριστίν Λαγκάρντ κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας στην πολύκροτη υπόθεση «Ταπί» το 2007. Ο αμφιλεγόμενος επιχειρηματίας Μπερνάρ Ταπί είχε απαιτήσεις από την τράπεζα Credit Lyonnais για πρόσθετες οφειλές από την πώληση της εταιρίας Adidas, αλλά στο μεταξύ η τράπεζα είχε ρευστοποιηθεί και τις υποχρεώσεις της είχε αναλάβει κρατικός μηχανισμός. Η Λαγκάρντ όρισε ένα δικαστικό συμβούλιο να διαιτητεύσει την υπόθεση και ο στενός φίλος του Σαρκοζί, ο Μπερνάρ Ταπί, έλαβε από το κράτος μετά την «πρωτοβουλία» της Λαγκάρντ αποζημίωση ύψους 285.000.000 ευρώ, συν 115.000.000 ευρώ από τους τόκους, σύνολο 400.000.000 ευρώ.
Παρά το οικονομικό σκάνδαλο, η Λαγκάρντ διαδέχθηκε τον Ντομινίκ Στρος Καν στο ΔΝΤ και κατόπιν βρέθηκε στο τιμόνι της ΕΚΤ.
«Wirecard»: Το σκάνδαλο που άγγιξε Μέρκελ και Σολτς
Τα μαύρα ταμεία της Siemens, το «Dieselgate» της Volkswagen, οι περιπέτειες και τα τσουχτερά πρόστιμα της Deutsche Bank είναι ίσως τα πιο γνωστά σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία, μια χώρα που έχει τον τρόπο να κρύβει βαθιά τη διαφθορά.
Τίποτα από αυτά όμως δεν άγγιξε την Ανγκελα Μέρκελ, σε αντίθεση με την υπόθεση «Wirecard». Ενα από τα διαμάντια του χρηματιστηριακού δείκτη Dax, μέχρι τη στιγμή που άρχισε να αποκαλύπτεται τι κρυβόταν πίσω από τη «βιτρίνα» – με τελική κατάληξη την κατάρρευσή της, το καλοκαίρι του 2020.
Το σκάνδαλο αυτό θεωρείται το μεγαλύτερο μεταπολεμικά στη Γερμανία σε επίπεδο διαφθοράς και έφερε τη Μέρκελ αλλά και τον Ολαφ Σολτς ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της Bundestag, καθώς υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι η τότε κυβέρνηση, εν γνώσει και των δύο, εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο διάσωσης της «Wirecard» μόλις τρεις ημέρες προτού υποβάλει αίτημα προστασίας από τους πιστωτές της και ενώ ήταν ήδη γνωστό ότι πρακτικά ήταν τόσο εκτεθειμένη διεθνώς ώστε δεν ήταν σε θέση να επιβιώσει.
Λίγες ώρες αφότου η διοίκηση της Wirecard είχε δημοσιοποιήσει την ύπαρξη «μαύρης τρύπας» ύψους 1,9 δισ. ευρώ στους ισολογισμούς της, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γεργκ Κούκις έστειλε υπόμνημα 9 σελίδων στον Σολτς, που ήταν υπουργός Οικονομικών, με το οποίο αφενός τον ενημέρωνε ότι η εταιρία βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού, αφετέρου του παρουσίαζε ένα σχέδιο για τη διάσωσή της με κεφάλαια της κρατικής τράπεζας KfW.
«Δεν αναμένεται αυτή τη στιγμή οι πιστωτές της Wirecard να τη ρίξουν στους λύκους» ανέφερε ανάμεσα στα άλλα το υπόμνημα που παρέλαβε ο Σολτς.
Βουλευτές της αντιπολίτευσης ισχυρίζονταν ότι ο λόγος που κανείς δεν είχε ενοχλήσει τη Wirecard για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ότι η εταιρία διέθετε άριστες επαφές στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Σύντομα η κυβέρνηση και ο Σολτς αποφάνθηκαν πως η διάσωση της Wirecard δεν αποτελούσε την ορθή τακτική, σε αντίθεση με τη Lufthansa, η οποία δέχθηκε «ενέσεις» ρευστότητας πολλών δισ. ευρώ την ίδια περίοδο. Ετσι, όπως ήταν λογικό, οδηγήθηκε στη χρεοκοπία. Την ίδια περίοδο, το 2021, ήρθαν και νέες διώξεις από τις γερμανικές εισαγγελικές Αρχές για το σκάνδαλο των μερισμάτων, γνωστό ως «Cum-Ex».