Η Ελλάδα, η Μάλτα και η Κύπρος διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να χάσουν την επισιτιστική ασφάλεια ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, σύμφωνα με έκθεση του Πολωνικού Οικονομικού Ινστιτούτου.
Για να ερευνήσει το υπό εξέταση φαινόμενο, το ινστιτούτο κατέληξε σε έναν δείκτη ευαισθησίας (SI) που συνιστά την αυτοδυναμία μιας δεδομένης χώρας στην παραγωγή σίτου, το μερίδιο του ουκρανικού και του ρωσικού σίτου στα αποθέματα σίτου μιας δεδομένης χώρας και το μερίδιο των σιτηρών και ριζικές καλλιέργειες στο ενεργειακό ισοζύγιο μιας δεδομένης χώρας.
Η τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου «Ζήτηση κρίσης στην αγορά τροφίμων ως αποτέλεσμα της εισβολής στην Ουκρανία» έδειξε ότι το Μπενίν (SI = 97,6), η Βόρεια Κορέα (SI = 97,3), το Σουδάν (SI = 92,5), η Νικαράγουα (SI = 90,8) και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (SI = 89,8) διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο παγκοσμίως να χάσουν την επισιτιστική τους ασφάλεια λόγω της επιθετικότητας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.
Ακολούθησαν η Αρμενία, ο Λίβανος, η Γεωργία και η Ρουάντα. Ο πληθυσμός όλων αυτών των χωρών συνολικά ανέρχεται σε 300 εκατομμύρια κατοίκους.
Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα, η Μάλτα και η Κύπρος βρέθηκαν στην κορυφή του πίνακα στην Ευρώπη. Ωστόσο, κατατάχθηκαν στη δεύτερη εκατοντάδα παγκοσμίως. «Έτσι, δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επισιτιστικής κρίσης στις περιπτώσεις τους», διευκρινίζει η έκθεση.
W @PIE_NET_PL przygotowaliśmy wskaźnik wrażliwości obrazujący stopień narażenia krajów na utratę bezpieczeństwa żywnościowego.
Więcej w raporcie: https://t.co/t5QW8mmpXh pic.twitter.com/m5WgMVoZj1
— Polski Instytut Ekonomiczny (@PIE_NET_PL) June 22, 2022
Ωστόσο, ο Marek Wąsiński του Ινστιτούτου παρατήρησε ότι η ρωσική επιθετικότητα μπορεί να προκαλέσει μια σοβαρή παγκόσμια επισιτιστική κρίση που θα γίνει αισθητή κυρίως στις φτωχότερες χώρες που εξαρτώνται από σιτηρά και προϊόντα διατροφής που εισάγονται από τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Σύμφωνα με την έκθεση, πάνω από το 90% των εισαγωγών σίτου από το Μπενίν, τη Μογγολία, την Αρμενία, τη Βόρεια Κορέα, το Σουδάν, τον Λίβανο και τη Λευκορωσία προέρχονται από τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Ο κ. Wąsiński είπε ότι ο αντίκτυπος της εισβολής θα σαρώσει και την Ευρώπη: «Οι τιμές των τροφίμων μπορεί να αυξηθούν κατά 20% ετησίως μετά τις καλοκαιρινές διακοπές ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής και της ξηρασίας στην Ευρώπη και παγκοσμίως, η οποία, με τη σειρά της, θα αυξήσει τον πληθωρισμό στην Ευρώπη».
Τονίστηκε στην έκθεση ότι η Ρωσία είναι υπεύθυνη για τη συνεχιζόμενη επισιτιστική κρίση όχι μόνο λόγω της εισβολής της, αλλά και λόγω της σκόπιμης δράσης της που επηρεάζει τις αγορές αγροδιατροφής. Οι αναλυτές του Ινστιτούτου τόνισαν ότι η Ρωσία λεηλατεί το σιτάρι της Ουκρανίας, καταστρέφοντας τις αποθήκες τροφίμων της και κλείνοντας τα ουκρανικά λιμάνια που εξήγαγαν αγροδιατροφικά προϊόντα.
«Η εξάρτηση πολλών αφρικανικών και ασιατικών κρατών από τις εισαγωγές ρωσικού σιταριού ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτές που προέρχονται από την Ουκρανία», σημείωσε ο Jan Strzelecki του Ινστιτούτου.
Οι συντάκτες της έκθεσης τόνισαν ότι ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου, «οι τιμές των τροφίμων δεν θα πέσουν γρήγορα, αντίθετα θα παραμείνουν υψηλές».