Δεν έχουν τελειωμό οι βανδαλισμοί που κάνουν Τούρκοι στην Αγία Σοφία από τότε που μετατράπηκε από μουσείο σε τζαμί με απόφαση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ η τουρκική κυβέρνηση, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών και τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, παρακολουθεί αδιάφορη, αν δεν ενθαρρύνει, την καταστροφή της.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα τουρκικών ΜΜΕ, «ακόμη μια καταστροφή» διαπιστώθηκε στην Αγία Σοφία, καθώς η χρήση μηχανήματος καθαρισμού πολλών τόνων που χρησιμοποιήθηκε στο εσωτερικό του κτιρίου είχε ως αποτέλεσμα να σπάσουν τα μάρμαρα σε κάποια σημεία. Για το «Ατελείωτο μαρτύριο της Αγίας Σοφίας» γράφει η εφημερίδα «Cumhuriyet» στην πρώτη της σελίδα και με υπέρτιτλο «Και τη φορά αυτή έσπασαν τα μάρμαρά της». Επίσης φιλοξενεί δηλώσεις της ξεναγού Οζλέμ Καμπασακάλ, που υποστήριξε ότι τα ιστορικά μάρμαρα έσπασαν σε πολλά σημεία εξαιτίας της χρήσης βαριάς πλατφόρμας και επισήμανε: «Αυτή η ιστορική δομή καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό. Το ιστορικό αυτό κτίριο έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή. Οταν η Αγία Σοφία ήταν μουσείο, οι επισκέψεις πραγματοποιούνταν με μεγάλο σεβασμό. Αυτή τη στιγμή το εσωτερικό της μοιάζει με πανηγύρι».
Επίσης, πριν από έναν μήνα πάλι έγιναν βανδαλισμοί στην Αγία Σοφία, ενώ τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης και τα social media είχαν δημοσιεύσει φωτογραφίες να δείχνουν επισκέπτες να ξύνουν τους τοίχους του ναού και να τοποθετούν μικρά κομμάτια και σκόνη σε σακούλες, προκειμένου να τα πάρουν ως αναμνηστικά, τη στιγμή που παλαιότερα απαγορεύονταν ακόμα και οι φωτογραφίες με φλας γιατί υπήρχε κίνδυνος να καταστραφούν οι τοίχοι.
Ακόμα, την ίδια περίοδο είχαν γίνει φθορές και στην Αυτοκρατορική Πύλη. Τότε η Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων της Τουρκίας είχε αποδώσει την καταστροφή που προκλήθηκε στην πύλη σε «φυσιολογική φθορά» και είχε ανακοινώσει πως «το κυκλικό ξύλινο στοιχείο στη θύρα της Αγίας Σοφίας υπέστη φυσιολογική φθορά από τον χρόνο και καταστράφηκε από ένα απλό άγγιγμα. Η συντήρηση της Αυτοκρατορικής Πύλης ολοκληρώθηκε και υπήρξε αποκατάσταση. Επιπροσθέτως, πέρα από την εισαγγελική έρευνα, ανατέθηκε η εξέταση του θέματος σε δύο επιθεωρητές που θα ενεργήσουν σε διοικητικό και τεχνικό επίπεδο».