Η πώληση όπλων είναι ένα παραδοσιακό εργαλείο της διπλωματικής δεξιοτεχνίας. Για παράδειγμα, η ισραηλινή NSO, που κατασκευάζει τα λογισμικά υποκλοπών Pegasus και Predator, δεν είναι μια απλή εταιρία, αλλά το καμάρι του Ισραήλ στα λεγόμενα «κυβερνο-όπλα», για τον πόλεμο σε ίντερνετ και τηλεπικοινωνίες.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Τον Ιανουάριο, οι «New York Times» δημοσίευσαν μια έρευνα που στην Ελλάδα πέρασε τότε στα «ψιλά». Από την έρευνα προέκυψε ότι «το Ισραήλ χρησιμοποίησε διπλωματικά τη δυνατότητά του να εγκρίνει ή να αρνείται σε άλλα κράτη την πρόσβαση στα εργαλεία υποκλοπής της NSO».
Οταν κατάφεραν να εξασφαλίσουν το απαραίτητο πράσινο φως του Ισραήλ για την αγορά του Pegasus από την NSO το Μεξικό και ο Παναμάς μετατόπισαν αμέσως υπέρ του Ισραήλ τις θέσεις τους σε κρίσιμες ψηφοφορίες στον ΟΗΕ. Οι πωλήσεις του Pegasus φαίνεται ότι έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στο κλείσιμο των «Συμφωνιών του Αβραάμ» το 2020, για την επαναπροσέγγιση των μοναρχιών του Κόλπου με το Ισραήλ.
Παρά ταύτα, υπήρξαν κι εμπλοκές, όταν η ανάγκη επιρροής από το Ισραήλ συγκρούστηκε με την εμπορική αγωνία της NSO για περισσότερες πωλήσεις, άρα και για κέρδη. Το Ισραήλ δεν ήθελε να πωληθούν τα συγκεκριμένα εργαλεία κατασκοπίας σε ευρωπαϊκές χώρες που θα τα χρησιμοποιούσαν για καταστολή. Ωστόσο, το Pegasus βρέθηκε, όπως έχει αποδειχθεί, τόσο στην Πολωνία όσο και στην Ουγγαρία.
Pegasus και Predator αλλάζουν τις διεθνείς σχέσεις ίσως βαθύτερα από οποιοδήποτε άλλο όπλο μετά την ατομική βόμβα. Είναι φτηνά σε σχέση με μαχητικά ή τανκς, διανέμονται εύκολα «χέρι με χέρι», δίχως χρόνο αναμονής, είναι αποτελεσματικά άμεσα και όλα γίνονται κάτω από τη μύτη των πολιτών και των Κοινοβουλίων. Αρα είναι εύκολη η κατάχρησή τους από τις κυβερνήσεις. Ο μόνος κίνδυνος είναι να «πιαστούν στα πράσα».
Η διάδοση αυτών των σύγχρονων κατασκοπευτικών εργαλείων αλλάζει ριζικά τη φύση των κρατικών σχέσεων. Το Ισραήλ ανακάλυψε αυτό το πλεονέκτημα προ πολλού. Τώρα αρχίζει να το καταλαβαίνει και ο υπόλοιπος κόσμος.
Το εμπόριο όπλων κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης του Ισραήλ
Για το Ισραήλ, το εμπόριο όπλων ήταν πάντα η Νο1 προτεραιότητα στην ατζέντα εθνικής επιβίωσης της χώρας. Ομως, πέρα από το αίσθημα ασφάλειας για τον λαό, ήταν και μια σημαντική κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή η δυναμική με τη σειρά της χρηματοδότησε περαιτέρω τη στρατιωτική έρευνα, διατηρώντας το Ισραήλ σε θέση ισχύος. Ταυτόχρονα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία νέων συμμαχιών σε έναν επικίνδυνο κόσμο.
Τη δεκαετία του 1950, όταν το Ισραήλ ήταν ακόμα νέο και ουσιαστικά ανίσχυρο, ο πρώτος του πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν Γκουριόν δημιούργησε κρυφούς δεσμούς με χώρες που βρίσκονταν ακριβώς έξω από τον «κύκλο των εχθρικών αραβικών κρατών» που περιβάλλουν το Ισραήλ. Ονόμασε αυτή την προσέγγιση «δόγμα της περιφέρειας». Ετσι, η Μοσάντ, που μόλις είχε συσταθεί, το 1949, άρχισε να υφαίνει ένα δίκτυο μυστικών επαφών σε Μέση Ανατολή, Ασία και Αφρική. Η προσφορά προηγμένων όπλων εκ μέρους του Ισραήλ ήταν το κλειδί για τη δημιουργία αυτών των σχέσεων.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, το Ισραήλ είχε καθιερωθεί πια ως ένας από τους κορυφαίους εξαγωγείς όπλων στον κόσμο. Ενας στους 10 εργαζομένους της χώρας απασχολούταν με κάποιον τρόπο στην αμυντική βιομηχανία. Αυτή η εξοπλιστική ισχύς του Ισραήλ ήταν αρκετή για να «αγοράσει» την καλή θέληση ξένων ηγετών, που έβλεπαν τη στρατιωτική βοήθεια ως απαραίτητη για τη διατήρηση της δικής τους εξουσίας.
Με τη σειρά τους, αυτές οι χώρες «πελάτες» ψήφιζαν όλο και πιο συχνά υπέρ του Ισραήλ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στο Συμβούλιο Ασφαλείας και σε άλλα διεθνή φόρουμ, ενώ παραχωρούσαν το έδαφός τους για ισραηλινές βάσεις.
Σήμερα, όπλα όπως το Pegasus και το Predator είναι εξίσου απαραίτητα με τα μαχητικά. Το Ισραήλ βρέθηκε πρωτοπόρο και σε αυτό το νέο είδος αμυντικής βιομηχανίας. Start-ups άρχισαν να ξεφυτρώνουν στον ιδιωτικό τομέα, δημιουργώντας μια βιομηχανία κυβερνοασφάλειας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι πελάτες από το εξωτερικό άρχισαν να συρρέουν.
Οι κατασκευαστές κυβερνο-όπλων χρειάζονται την έγκριση του Υπουργείου Άμυνας για την εξαγωγή των προϊόντων τους
Όπως και με τους προμηθευτές συμβατικών όπλων, οι κατασκευαστές κυβερνο-όπλων πρέπει πρώτα να πάρουν έγκριση εξαγωγής από το υπουργείο Αμυνας του Ισραήλ για να διαθέσουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό. Αυτός είναι ένας κρίσιμος μοχλός ελέγχου από την κυβέρνηση τόσο προς τις εταιρίες όσο και προς τις χώρες «πελάτες», αφού το Pegasus και το Predator πωλούνται σε κρατικές οντότητες.
Η έρευνα των «New York Times» συμπέρανε εν τέλει πως «καμία από αυτές τις εταιρίες στη βιομηχανία κυβερνοπολέμου του Ισραήλ δεν είναι πιο επιτυχημένη και πιο χρήσιμη στρατηγικά για την ισραηλινή κυβέρνηση όσο η NSO». Κάτι που φάνηκε κι από το διπλωματικό επεισόδιο που προέκυψε πέρυσι, λόγω NSO, μεταξύ ΗΠΑ – Ισραήλ. Αιτία ήταν η αδυναμία του Pegasus να υποκλέψει αμερικανικά κινητά τηλέφωνα. Κάτι που κατάλαβε το FBI μετά την αγορά και είχε ως συνέπεια το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ να βάλει την ισραηλινή εταιρία στη «μαύρη λίστα προμηθευτών».
Οι επίσημες Αρχές του Ισραήλ αντέδρασαν σαν αυτή η τιμωρία να αποτελούσε επίθεση στο ίδιο το κράτος: «Οι άνθρωποι που στοχεύουν τα βέλη τους εναντίον της NSO χτυπούν τη σημαία που κρέμεται πίσω από την εταιρία», είπε ο Γιγκάλ Γιούνα, γενικός διευθυντής Κυβερνοασφάλειας του Ισραήλ.
Αυτός είναι και ο λόγος που πολύ δύσκολα θα μάθει η Ε.Ε. ποια κράτη έχουν προμηθευτεί Pegasus και Predator. Η Επιτροπή Ευρωβουλευτών που επισκέφθηκε την NSO στο Ισραήλ πληροφορήθηκε μεν ότι τα μισά κράτη της Ε.Ε έχουν αγοράσει τα όπλα υποκλοπής, αλλά όχι και ποιες χώρες συγκεκριμένα. Όμως, δεν είναι θέμα μιας εταιρίας, της NSO, να «κελαηδήσει». Διακυβεύονται πολύ περισσότερα…