Το 1972 εμφανίστηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το «Limits to Growth», ένα βιβλίο απόρροια της συνεργασίας του λεγόμενου «Κλαμπ της Ρώμης» και μιας ερευνητικής ομάδας του MIT.
Τα επιστημονικά στοιχεία και τα μοντέλα των υπολογιστών προέβλεπαν ότι ο βιομηχανικός πολιτισμός βρισκόταν σε τροχιά κατάρρευσης, που θα ερχόταν κάποια στιγμή μέσα στον 21ο αιώνα, εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσης των πόρων του πλανήτη.
Πενήντα χρόνια μετά, η φύση απειλείται όσο ποτέ άλλοτε. Αλλά τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα και γιατί η δράση στο CΟP15 είναι πιο κρίσιμη από ποτέ; Περισσότερες από 190 χώρες υιοθέτησαν αυτή την εβδομάδα μια ιστορική, όπως χαρακτηρίστηκε, συμφωνία στο Μόντρεαλ για να προσπαθήσουν να σταματήσει η καταστροφή της βιοποικιλότητας και των πόρων της φύσης που είναι απαραίτητοι για την ανθρωπότητα.
Η μείωση της βιοποικιλότητας είναι μια υπαρκτή απειλή. Τα είδη πεθαίνουν, εξαφανίζονται έως και 1.000 φορές πιο συχνά από ό,τι πριν από την εμφάνιση των ανθρώπων, πριν από 60.000.000 χρόνια.
«Η ανθρωπότητα θα πληρώσει τελικά πολύ υψηλό τίμημα για τον αποδεκατισμό του μοναδικού συνόλου ζωής που γνωρίζουμε στο σύμπαν» έγραψαν οι επιστήμονες Gerardo Ceballos, Paul R Ehrlich και Rodolfo Dirzo το 2017, προειδοποιώντας για την έκτη μαζική εξαφάνιση ζωής στη Γη. Η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει προκαλέσει, ειδικά από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μετά, τεράστιες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον και στα οικοσυστήματα του πλανήτη, οδηγώντας στην εξαφάνιση πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας. Οι αλλαγές στη χρήση της γης και της θάλασσας, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η υπερθέρμανση του πλανήτη, η ρύπανση και η εξάπλωση χωροκατακτητικών ειδών είναι οι πέντε κύριοι παράγοντες αυτής της απώλειας ζωής, σύμφωνα με κορυφαίους ειδικούς του ΟΗΕ.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια δύσκολων διαπραγματεύσεων, οι συμμετέχοντες κατέληξαν σε συμφωνία υπό την αιγίδα της Κίνας, της χώρας που προεδρεύει του COP15. Αυτό το «σύμφωνο ειρήνης με τη φύση», η λεγόμενη Συμφωνία του Κουνμίνγκ – Μόντρεαλ», αποσκοπεί στην προστασία των χερσαίων εκτάσεων, των ωκεανών και των ειδών της φύσης από τη μόλυνση, την υποβάθμιση και την κλιματική κρίση. Οι χώρες συμφώνησαν σε έναν οδικό χάρτη που έχει κυρίως στόχο την προστασία του 30% του πλανήτη ως το 2030 και την αποδέσμευση 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως ετήσια βοήθεια για τη διατήρηση της φύσης προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η δημιουργία προστατευόμενων περιοχών στο 30% του πλανήτη -το πιο γνωστό από τα 20 μέτρα που υιοθετήθηκαν- είχε παρουσιαστεί ως το αντίστοιχο για τη βιοποικιλότητα του στόχου του Παρισιού για τη μείωση της ανόδου της θερμοκρασίας στον πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου, στο πλαίσιο του αγώνα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Μέχρι σήμερα, το 17% των χερσαίων εκτάσεων και το 8% των θαλασσών προστατεύονται.
Ωστόσο το κείμενο αυτό που υιοθετήθηκε παρέχει επίσης εγγυήσεις για τις κοινότητες αυτοχθόνων, που είναι οι φύλακες του 80% της εναπομείνασας βιοποικιλότητας στη Γη, προτείνει την αποκατάσταση του 30% των υποβαθμισμένων εδαφών και τη μείωση κατά το ήμισυ του κινδύνου που συνδέεται με τα φυτοφάρμακα. Επίσης, στην προσπάθεια επίλυσης του χρηματοδοτικού ζητήματος, το οποίο είναι πάντα φλέγον ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, η Κίνα προτείνει να φτάσει «σε τουλάχιστον 20 δισεκατομμύρια δολάρια» η ετήσια διεθνής βοήθεια για τη βιοποικιλότητα ως το 2025 και σε «τουλάχιστον 30 δισεκατομμύρια ως το 2030».
Ο χρόνος πιέζει! Μειώνεται με δραματικούς ρυθμούς ο πληθυσμός της άγριας ζωής
Το 75% των παγκόσμιων οικοσυστημάτων αλλοιώνεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, περισσότερο από ένα εκατομμύριο είδη απειλούνται με εξαφάνιση και η ευημερία του κόσμου διακυβεύεται – περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου ΑΕΠ εξαρτάται από τη φύση και τις υπηρεσίες της. Μία από τις καλύτερες πηγές για τη μείωση της βιοποικιλότητας είναι ο Δείκτης Ζωντανού Πλανήτη, μια μέτρηση που αναπτύχθηκε από ερευνητές του WWF και της Ζωολογικής Εταιρίας του Λονδίνου για τη μέτρηση της αφθονίας του ζωικού βασιλείου.
Αποτελείται από σύνολα δεδομένων περίπου 32.000 πληθυσμών και 5.230 ειδών ζώων. Οταν οι πληθυσμοί θηλαστικών, πτηνών, ψαριών, αμφιβίων και ερπετών αυξάνονται αυξάνεται και ο δείκτης. Το αντίθετο συμβαίνει όταν μειώνονται οι πληθυσμοί. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, οι πληθυσμοί της άγριας ζωής μειώθηκαν κατά 69% μεταξύ 1970 και 2018. Η αφθονία θηλαστικών, πτηνών, ψαριών, αμφιβίων και ερπετών μειώνεται γρήγορα, καθώς οι πληθυσμοί θαλάσσιων λιονταριών, καρχαριών, βατράχων και σολομού καταρρέουν.
Στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική σημειώθηκε μείωση κατά 94% στο μέσο μέγεθος του πληθυσμού της άγριας ζωής. Η Αφρική είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη πτώση, με 66%, ακολουθούμενη από την Ασία και τον Ειρηνικό με 55% και τη Βόρεια Αμερική με 20%. Η Ευρώπη και η Κεντρική Ασία σημείωσαν πτώση 18%. Αυτές οι μειώσεις δεν σημαίνουν ότι σχεδόν το 70% των ζώων έχει αφανιστεί σε μόλις 48 χρόνια. Σημαίνει ότι οι πληθυσμοί έχουν μειωθεί δραματικά και ο κίνδυνος εξαφάνισης αυξάνεται, αν και δεν κατανέμεται εξίσου.
Σύμφωνα με την Κόκκινη Λίστα της IUCN, μια βασική πηγή για την κατάσταση της παγκόσμιας βιοποικιλότητας, περίπου 2.130.000 είδη έχουν εντοπιστεί από επιστήμονες – περίπου τα μισά από αυτά είναι έντομα. Μόλις 6.577 είναι θηλαστικά, 369.000 είναι ανθοφόρα φυτά και τέσσερα είναι πεταλοειδή καβούρια. Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν ανάλυση περισσότερων από 147.500 ειδών για την Κόκκινη Λίστα της IUCN, διαπιστώνοντας ότι πάνω από 41.000 απειλούνται με εξαφάνιση.