Πριν από μήνες, τα τρία μεγαλύτερα ρωσικά εργοστάσια σταμάτησαν την παραγωγή τους λόγω έλλειψης ηλεκτρονικών εξαρτημάτων. Ήταν η εποχή που γινόταν λόγος ακόμα και για χρήση μικροτσίπ από πλυντήρια, καθώς η ρωσική πολεμική βιομηχανία αντιμετώπισε πρόβλημα λόγω του εμπάργκο στα συστήματα τεχνολογίας.
Τώρα, η κατάσταση είναι ακριβώς αντίστροφη. Τα τρία μεγαλύτερα ρωσικά εργοστάσια, το Uralvagonzavod, το Omsktransmash και το Kurganmashzavod, παράγουν με μεγάλους ρυθμούς και δεν είναι μόνο αυτό. Το Uraltransmash και τα εργοστάσια επισκευής τεθωρακισμένων, που αποτελούνται από οκτώ μονάδες, εργάζονται τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα, αλλά όχι ακόμη σε «πολεμική λειτουργία».
Για παράδειγμα, η Kurganmashzavod είχε περίπου 1.700 εργαζόμενους, αλλά προσέλαβε άλλους 1.000 πέρυσι και άλλους 1.200 πρόσφατα.
Τους τελευταίους μήνες, η ρωσική βιομηχανία έχει παραδώσει δεκάδες ελικόπτερα και τζετ σε αφρικανικές χώρες όπως το Μάλι, η Ουγκάντα, το Τόγκο και η Ζιμπάμπουε. Αυτό υποδηλώνει ότι οποιαδήποτε έλλειψη ηλεκτρονικών έχει αντιμετωπιστεί και επιλυθεί.
Πρόσφατα, η Uralvagonzavod έφτασε το 100% της παραγωγής της αποκλειστικά για άρματα μάχης, ενώ η Omsktransmash δεν παράγει πλέον άρματα μάχης και αντ’ αυτού έχει στρέψει το ενδιαφέρον της στο Tos-1 και τον εκσυγχρονισμό των T80 και T62M, καθώς και ορισμένων πυροβόλων, συμπεριλαμβανομένου του D30. 2s4 και 2s5.
Η Kurganmashzavod εργάζεται εντατικά σε IFV όπως το BMP3M, και τουλάχιστον πέντε επισκευαστικά εργοστάσια τεθωρακισμένων ανακαινίζουν άλλα IFV και APC. Η Uraltransmash παράγει πυροβόλα Akatsiya, Malka και Msta S και έχει ήδη παραδώσει δύο παρτίδες Msta S φέτος.
Ο αριθμός των πυραύλων που εκτοξεύθηκαν εναντίον του Κιέβου είναι ένα άλλο παράδειγμα της ώθησης στην παραγωγή για τη ρωσική βιομηχανία.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το ρωσικό στρατιωτικό βιομηχανικό συγκρότημα μπορεί να παράγει και να ανακαινίζει πολλές εκατοντάδες άρματα μάχης και πιθανώς χιλιάδες IFV, APC και πυροβόλα ετησίως.
Ο πόλεμος είναι στην κρίσιμη φάση όπου οι ΗΠΑ είτε θα κρατήσουν το μέτωπο ή οι σύμμαχοι πρέπει να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία. Εάν η Ρωσία διατηρήσει αυτόν τον ρυθμό, θα ξεπεράσει εύκολα τις αποστολές όπλων της ΕΕ στην Ουκρανία και θα απειλήσει σοβαρά την ικανότητα της ΕΕ να συνεχίσει να προμηθεύει την Ουκρανία. Αυτή η κατάσταση απλώς εκθέτει μια παλιά κριτική, όπου οι σύμμαχοι δεν επένδυσαν σε εγκαταστάσεις στις ουκρανικές εταιρείες για να συνεχίσουν να παράγουν, να ανακαινίζουν και να επισκευάζουν εντός της χώρας. Η Ουκρανία είχε μία εξαιρετική στρατιωτική βιομηχανία που υπέστη τις συνέπειες του πολέμου και δεν έλαβε κονδύλια αναδιάρθρωσης από τους συμμάχους. Από την άλλη, το Κίεβο αποφάσισε να αγοράσει 800 εκατομμύρια δολάρια σε όπλα που δεν παραδόθηκαν ποτέ. Άλλο ένα λάθος.
Ο ουκρανικός στρατός βελτιώθηκε σημαντικά από την αρχή της επίθεσης, αλλά η έλλειψη όπλων μεγάλου βεληνεκούς και βαρέων τεθωρακισμένων οχημάτων είναι ένα σοβαρό ζήτημα για αυτό το είδος πολέμου, όπως και η έλλειψη υποστήριξης από την Αεροπορία.
Οι προοπτικές για την ουκρανική επίθεση είναι πλέον δυσοίωνες. Με τον τρέχοντα εξοπλισμό οι Ουκρανοί δεν έχουν μεγάλες ελπίδες, εκτός αν οι ΗΠΑ κάνουν ένα βήμα μπροστά και στείλουν πολλές εκατοντάδες Bradley και Abrams. Τότε θα μπορούσε να ισορροπήσει ξανά τους αντιμαχόμενους. Ο αριθμός δε των Storm Shadows είναι ανεπαρκής για να προκαλέσει ανησυχίες στο Ρώσικο επιτελείο.
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν, είναι με ποιον τρόπο η ρωσική πολεμική βιομηχανία κατάφερε να λύσει το τεράστιο πρόβλημα έλλειψης εξελιγμένων ηλεκτρονικών εξαρτημάτων.
Η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία. Η Κίνα.