Ιστορίες πόνου και ασύλληπτης οδύνης στην εμπόλεμη ζώνη της Γάζας, όπου καθημερινά χάνουν τη ζωή τους δεκάδες αθώοι άνθρωποι, και πολλά παιδιά ακρωτηριάζονται.
«Πού είναι το πόδι μου;»
«Ξαναβάλτε μου τα πόδια μου», ουρλιάζει η Λαγιάν αλ Μπαζ, 13 ετών, κάθε φορά που την ξυπνάνε οι πόνοι στο κρεβάτι του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται μετά τον ακρωτηριασμό της. Το παιδί, το οποίο συνάντησε ομάδα του Γαλλικού Πρακτορείου στο νοσοκομείο Νάσερ της Χαν Γιούνις, στο νότιο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας, δεν θέλει ούτε να ακούσει για τεχνητά άκρα, κάτι ούτως ή άλλως πάρα πολύ δύσκολο στον παλαιστινιακό θύλακα όπου λείπουν ακόμα και τα πιο στοιχειώδη για την επιβίωση.
«Δεν θέλω τεχνητά πόδια, θέλω να μου ξαναβάλουν τα πόδια μου, μπορούν να το κάνουν», διαμαρτύρεται η Λαγιάν πάνω στο κρεβάτι της, στην παιδιατρική πτέρυγα. Κάθε φορά που ανοίγει τα μάτια, όταν ατονεί η επίδραση των ηρεμιστικών, βλέπει τα κολοβωμένα κάτω άκρα της καλυμμένα από επιδέσμους. Η μητέρα της, η Λάμια αλ Μπαζ, εξηγεί πως η Λαγιάν τραυματίστηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν βομβαρδίστηκε η συνοικία αλ Καράρα της Χαν Γιούνις. «Πώς θα επιστρέψω στο σχολείο όταν οι φίλες μου θα περπατάνε κι εγώ όχι;» απελπίζεται η Λαγιάν, γεμάτη πληγές στο πρόσωπο και στα χέρια. «Θα είμαι εγώ πλάι σου. Όλα θα πάνε καλά, το μέλλον είναι όλο μπροστά σου», προσπαθεί να την καθησυχάσει η μητέρα της. Η 47χρονη λέει πως ο βομβαρδισμός σκότωσε δυο κόρες της, την Ιχλάς και τη Χιτάμ, και δυο εγγόνια της, ανάμεσά τους βρέφος μερικών ημερών. Βρίσκονταν όλοι στο σπίτι της Ιχλάς, που είχε μόλις γεννήσει. Χρειάστηκε να τις αναγνωρίσει στο νεκροτομείο. «Τα σώματά τους είχαν γίνει κομματάκια. Αναγνώρισα τη Χιτάμ από τις μπούκλες της και την Ιχλάς από τα δαχτυλάκια των ποδιών της», αφηγείται.
«Θα παραμείνω δυνατή»
Στη μονάδα εγκαυμάτων, η Λάμα αλ Αγά, 14 ετών, και η αδελφή της, η Σάρα, 15 ετών, που νοσηλεύονται έπειτα από βομβαρδισμό την 12η Οκτωβρίου, βρίσκονται σε διπλανά κρεβάτια. Η μητέρα τους, που δυσκολεύεται να συγκρατήσει τα δάκρυά της, είναι καθισμένη ανάμεσά τους. Ο βομβαρδισμός σκότωσε τη δίδυμη αδελφή της Σάρας, τη Σάμα, και τον μικρό αδελφό τους, τον Γιαχία, εξηγεί η μητέρα. Σημάδια από ράμματα και ουλές από εγκαύματα διακρίνονται στο εν μέρει ξυρισμένο κρανίο και στο μέτωπο της Λάμας. «Όταν με μετέφεραν εδώ, ζήτησα από τις νοσοκόμες να με βοηθήσουν να καθίσω και τότε συνειδητοποίησα πως μου είχαν ακρωτηριάσει το πόδι», λέει. «Πόνεσα πολύ αλλά ευχαριστώ τον Θεό που είμαι ακόμα ζωντανή. Θέλω να βάλω τεχνητό μέλος και να συνεχίσω τις σπουδές μου για να κάνω πραγματικότητα το όνειρό μου, να γίνω γιατρός. Θα είμαι δυνατή, για μένα και για την οικογένειά μου», προσθέτει η Λάμα αλ Αγά, με θάρρος και αποφασιστικότητα που σε αφήνουν άναυδο. Ο Δρ. Ναχίντ Αμπού Ταέμα, διευθυντής του νοσοκομείου Νάσερ, εξηγεί πως μπροστά στον μεγάλο αριθμό τραυματιών και την έλλειψη μέσων και φαρμάκων, οι γιατροί συχνά δεν έχουν καμιά άλλη επιλογή παρά να ακρωτηριάσουν τραυματίες για να προλάβουν επιπλοκές. «Υποχρεωνόμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στο να σώσουμε τη ζωή ασθενών ή να διακινδυνεύσουμε τη ζωή τους προσπαθώντας να σώσουμε τραυματισμένα πόδια».
Ψάχνει το πόδι του…
Φορώντας πράσινο ποδοσφαιρικό μπλουζάκι και ασορτί παντελονάκι, ο Άχμαντ Αμπού Σάμα, 14 ετών, πλαισιωμένος από ξαδέρφια του, βαδίζει με πατερίτσες στην αυλή του σπιτιού του, που έχει μετατραπεί πλέον σε συντρίμμια, στην ανατολική Χαν Γιούνις, όπου συνήθιζε να παίζει με την μπάλα του. Ακρωτηριάστηκε στο δεξί πόδι έπειτα από βομβαρδισμό που κατέστρεψε το οικογενειακό του σπίτι, σκοτώνοντας έξι ξαδέρφια του και θεία του. «Όταν ξύπνησα (σ.σ. μετά την εγχείρηση) ρώτησα τον αδερφό μου ‘πού είναι το πόδι μου;’ Μου είπε ψέματα, μου είπε πως ήταν καλά και δεν το ένιωθα εξαιτίας της αναισθησίας, προτού μου πει την αλήθεια ο εξάδελφός μου την επομένη», θυμάται. «Έκλαψα πολύ. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι πως δεν θα μπορώ πια να περπατάω ή να παίζω ποδόσφαιρο όπως κάθε μέρα. Είχα γραφτεί σε ακαδημία μια εβδομάδα πριν από τον πόλεμο», προσθέτει ο έφηβος. Υποστηρίζει την Μπαρτσελόνα, ενώ οι εξάδελφοί του είναι αφοσιωμένοι οπαδοί της Ρεάλ Μαδρίτης. «Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να ξαναδώσω στον Άχμαντ το πόδι του, θα την παράταγα τη Ρεάλ, θα γινόμουν Μπαρτσελόνα όπως αυτός», λέει ένας τους, ο Φαρίντ.
Κλαίνε οι νοσοκόμες
Τη φρίκη που έζησε στον πολιορκημένο θύλακα περιγράφει Αμερικανίδα νοσοκόμα που έφυγε από τη Γάζα. Αφού επέστρεψε σε ασφαλές μέρος στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Έμιλι Κάλαχαν, διευθύντρια της οργάνωσης αρωγής Γιατροί Χωρίς Σύνορα (MSF) μίλησε στο CNN για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν εκεί. Όπως περιέγραψε, η ομάδα της είδε «παιδιά με τεράστια εγκαύματα στο πρόσωπο, στο λαιμό και σε όλα τα άκρα τους». «Επειδή τα νοσοκομεία είναι τόσο υπερφορτωμένα, παίρνουν εξιτήριο αμέσως», είπε η Έμιλι Κάλαχαν, προσθέτοντας ότι τα παιδιά στη συνέχεια στέλνονται σε καταυλισμούς προσφύγων χωρίς πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό. «Τους δίνουν νερό κάθε 12 ώρες», είπε, προσθέτοντας ότι «υπήρχαν μόνο τέσσερις τουαλέτες» στο εκπαιδευτικό κέντρο Χαν Γιουνις της UNRWA στη νότια Γάζα. Η εγκατάσταση φιλοξενεί περισσότερους από 22.000 εσωτερικά εκτοπισμένους και ο χώρος ανά άτομο είναι μικρότερος από 2 τετραγωνικά μέτρα, σύμφωνα με την υπηρεσία αρωγής του ΟΗΕ. Η Κάλαχαν είπε ότι υπήρχαν παιδιά με «φρέσκα ανοιχτά εγκαύματα και πληγές και μερικούς ακρωτηριασμούς που απλώς κυκλοφορούν σε αυτές τις συνθήκες». «Οι γονείς φέρνουν τα παιδιά τους σε εμάς και λένε, “παρακαλώ μπορείτε να βοηθήσετε;” και δεν έχουμε προμήθειες».
«Θα πεθαίναμε από την πείνα»
Η Κάλαχαν δήλωσε ότι η ίδια και η ομάδα της έπρεπε να «ζητήσουν χάρες και να παρακαλέσουν φίλους» για τρόφιμα και νερό και πίστευε ότι κινδύνευαν να λιμοκτονήσουν εάν δεν είχαν πάρει βοήθεια. «Όταν λέω ότι θα είχαμε πεθάνει από την πείνα χωρίς αυτούς, δεν υπερβάλλω», είπε. «Και στις στιγμές της απόλυτης απελπισίας των πολιτών, ήταν σταθεροί και ήρεμοι και απλώς τους μιλούσαν και τους έλεγαν ότι και αυτοί βρίσκονταν στην ίδια «βάρκα», δεν είχαν προμήθειες, δεν είχαν επίσης φαγητό και νερό, κοιμούνταν επίσης έξω στο τσιμέντο».
Διαβάστε ακόμα: