ΑΥΤΗΝ Την ΦΟΡΑ ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ειλικρινής. «Χάσαμε ύψος» παρεδέχθη, ενώ η καταμέτρησις των ψήφων των δημοτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Πράγματι το κόμμα του Ερντογάν «κόντυνε». Δεν είναι μόνον η απώλεια των τριών μεγάλων δήμων της Κωνσταντινουπόλεως, της Αγκύρας και της Σμύρνης, αλλά και ο περιορισμός των συνολικών ποσοστών του κόμματος του Τούρκου Προέδρου στο 35,5% έναντι του 37,7% του Ρεπουμπλικανικού (κεμαλικού) κόμματος, το οποίο πλέον είναι η πρώτη πολιτική δύναμις στην Τουρκία. Να σημειωθεί ως προς τα καθ’ ημάς η άνοδος των κεμαλιστών δεν είναι και η πλέον θετική εξέλιξις για την Ελλάδα, καθώς ανέκαθεν ήσαν σκληρώτεροι και εξ ίσου διεκδικητικοί έναντι των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.
Εν πάση περιπτώσει, το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής δεν σημαίνει ότι επέρχεται το πολιτικό τέλος του Προέδρου Ερντογάν, όπως έχουν σπεύσει να προαναγγείλουν κάποιοι πολιτικοί αναλυτές ανά τον κόσμο. Μια εκτίμησις που μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα προέρχεται, δεδομένου ότι μέχρι προ τινος ο Πρόεδρος της Τουρκίας ήταν το «μαύρο πρόβατο» για την Δύση. Δεν είναι πλέον, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που σημαντικές πολιτικές αλλαγές στο διεθνές σκηνικό γίνονται αντιληπτές με «διαφορά φάσεως». Ακόμη και από τους θεωρουμένους ως ειδικούς.
Εν προκειμένω, το… ύψος του Ταγίπ Ερντογάν ανέλαβαν να το αποκαταστήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ήδη προ των δημοτικών εκλογών της παρελθούσης Κυριακής είχε γίνει γνωστό ότι στις 9 Μαΐου ο Τούρκος Πρόεδρος θα μεταβεί στην Ουάσιγκτον, όπου θα γίνει δεκτός στον Λευκό Οίκο και θα έχει συνομιλίες με τον Τζο Μπάιντεν. Είναι η πρώτη –καί αρκετά σημαδιακή– επίσκεψις του Ερντογάν στις Ηπα μετά το 2019, οπότε είχε γίνει δεκτός από τον τότε Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Έκτοτε, η στάσις της Τουρκίας στο ουκρανικό και η αντίδρασίς της στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στην Ατλαντική Συμμαχία, επέφεραν ψυχρότητα στις σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Ψυχρότητα την οποία η αμερικανική διπλωματία, συνεπικουρουμένη από τον ΓΓ του ΝATO, Γένς Στόλτενμπεργκ, πάσχιζε να ξεπεράσει.
Εν τέλει, αφού διαπραγματεύθηκε σκληρά την θέση του, ο Τούρκος Πρόεδρος επανήλθε στην «σωστή πλευρά» παίρνοντας σαν αντάλλαγμα όχι μόνον τα οπλικά συστήματα που διεκδικούσε η χώρα του, αλλά και μια πρόσκληση για αναβαθμισμένη συνάντηση με τον Τζό Μπάιντεν. Η αμερικανική Κυβέρνησις επιδιώκει να διατηρήσει την επιρροή της, στην Άγκυρα, όχι μόνον για να την αξιοποιήσει ως προς την Ουκρανία, αλλά και για να εκμεταλλευθεί τις σχέσεις της με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπεχρεώθη να αναβάλει την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, καθώς, συμφώνως προς πληροφορίες, δεν θα είχε το πρόγραμμα το οποίο επιθυμούσε, αλλά μάλλον μια χλιαρή υποδοχή, όχι ανάλογη προς την πολιτική του να αποδέχεται άνευ όρων όλα τα αιτήματα των ΗΠΑ και του NATO.
Η σύγκρισις της στάσεως των ΗΠΑ απέναντι στην Ελλάδα και την Τουρκία δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη. Πόσω μάλλον που κάποιοι κύκλοι καλλιεργούσαν την εντύπωση, ότι ο Τραμπ ήταν ο φιλότουρκος στις ΗΠΑ, ο δε Μπάιντεν διέκειτο θετικά προς την Ελλάδα. Εν τέλει όμως ο σημερινός Αμερικανός Πρόεδρος είναι αυτός που κρατεί τον Ερντογάν όρθιο παρά την εκλογική μείωσή του.