Βρισκόμαστε σε μια εποχή διαιρέσεων και υψηλής πόλωσης παγκόσμιας κλίμακας. Δύο Ψυχροί Πόλεμοι μετατράπηκαν σε θερμούς. Η Δύση απαγορεύει την πρόσβαση σε «ανεπιθύμητα» ΜΜΕ όπως αυτά της Ρωσίας. Οι χώρες και οι λαοί υποχρεώνονται να διαλέγουν στρατόπεδα. Η λογοκρισία εντοπίζεται όλο πιο συχνά, ακόμα και στις πιο φιλελεύθερες Δημοκρατίες.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Κι όμως, ο παλιός καλός παραδοσιακός Τύπος μπορεί ακόμη να κρατάει ψηλά μία από τις βασικές κολόνες των Δημοκρατιών, αυτόν της ενημέρωσης. Οι «New York Times» έλαβαν πέρυσι τρία βραβεία Πούλιτζερ. Συνολικά έχουν συλλέξει 133. Χορτασμένοι από δόξα κι αναγνώριση, τολμούν σε μια σκληρή προεκλογική περίοδο μεταξύ Μπάιντεν – Τραμπ να στηρίζουν ανοιχτά τον δημοκρατικό υποψήφιο. Ομως, όχι αλά… ελληνικά, όπου το μαύρο γίνεται άσπρο και η επικαιρότητα αποκρύπτεται από τους πολίτες.
Οι «New York Times», και επί ηγεσίας του 44χρονου Αρθουρ Γκρεγκ Σούλτσμπεργκερ, έχουν αποφασίσει να μη θυσιάσουν τη δημοσιογραφική δεοντολογία για κανέναν. Χθες έφεραν στο φως έναν συγκλονιστικό ρεπορτάζ 6.500 λέξεων για τα εγκλήματα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, με τίτλο «Το τέρας της Αμερικής – Πώς υποστήριξαν οι ΗΠΑ απαγωγές, βασανιστήρια και δολοφονίες στο Αφγανιστάν».
The New York Times identified hundreds of civilians abducted in the largest campaign of forced disappearances of the war in Afghanistan.
It all led back to Abdul Raziq, one of America’s most important partners in the war against the Taliban. https://t.co/i7Y4W7JPs9 pic.twitter.com/uNRQ5LLkVo
— The New York Times (@nytimes) May 22, 2024
Η «μπάλα» των ευθυνών παίρνει τόσο τους Δημοκρατικούς όσο και τους Ρεπουμπλικάνους, που κυβερνούσαν όλα αυτά τα χρόνια. Το αποκαλυπτικό δημοσίευμα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και «έρευνα της χρονιάς», σοκάρει την αμερικανική και παγκόσμια κοινή γνώμη. Αναμφισβήτητα υπάρχουν και Αμερικανοί που δεν είδαν με καλό μάτι αυτά τα ντοκουμέντα.
Οι «Times» απέκτησαν πρόσβαση σε εκατοντάδες σελίδες εγγράφων της πρώην αφγανικής κυβέρνησης που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ. Εντοπίστηκαν κρυφά βιβλία αξίας πάνω από μία δεκαετία για τη μετατροπή της αστυνομίας σε μια τρομακτική δύναμη μάχης χωρίς περιορισμούς.
Αποκαλύπτεται τώρα ότι Αφγανοί συνεργάτες της Αμερικής απήγαγαν εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, ανθρώπους για να δολοφονηθούν, να βασανιστούν ή να απαχθούν σε μυστικές φυλακές στη διάρκεια του 20ετούς πολέμου των ΗΠΑ στη χώρα. Η κουλτούρα της ανομίας και της ατιμωρησίας που δημιουργήθηκε, σύμφωνα με την εφημερίδα, είχε ως αιτία τις ατελείωτες υποσχέσεις των Αμερικανών προέδρων, στρατηγών και πρεσβευτών για την προάσπιση των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
Για σχεδόν δύο δεκαετίες το κοινό είδε μόνο ένα μέρος όσων συνέβησαν στο Αφγανιστάν, συμπεραίνουν οι «New York Times». Οι δημοσιογράφοι τους έμειναν για περισσότερο από έναν χρόνο σε διάφορα μέρη του Αφγανιστάν που κάποτε ήταν ενεργά πεδία μάχης, προσπαθώντας να καταλάβουν τι πραγματικά συνέβη κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου πολέμου της Αμερικής: «Πήραμε συνεντεύξεις από πολλές εκατοντάδες άτομα που είπαν ότι οι πατέρες, οι σύζυγοι, οι γιοι και τα αδέρφια τους είχαν εξαφανιστεί υπό τον Ραζίκ, τον αρχηγό της αστυνομίας που ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια σε όλη την επαρχία Κανταχάρ, τη γενέτειρα των Ταλιμπάν. Εβλεπαν τη διακυβέρνησή του ως κάτι περισσότερο από μια βάναυση εκστρατεία κατά των αμάχων, την οποία είχαν αναλάβει οι ΗΠΑ».
Οι πράξεις του Ραζίκ δυσφήμησαν την αμερικανική πολεμική προσπάθεια, προκαλώντας μια βαθιά δυσαρέσκεια που ώθησε τους ανθρώπους να υποστηρίξουν εν τέλει ξανά τους Ταλιμπάν. Σε ολόκληρο το Αφγανιστάν οι ΗΠΑ εξύψωσαν και ενίσχυσαν πολέμαρχους, διεφθαρμένους πολιτικούς και απροκάλυπτους εγκληματίες. Οι Ταλιμπάν έκαναν φριχτά εγκλήματα «αλλά ήταν λάθος να δώσουμε εξουσία στον Ραζίκ, έναν πολύ κακό εγκληματία, επειδή μας ήταν χρήσιμος στην καταπολέμηση χειρότερων εγκληματιών» είπε ο στρατηγός Τζον Αλεν.
«Tο τέρας της Αμερικής»
Η εφημερίδα αποκαλεί τον Αμπντούλ Ραζίκ «το τέρας της Αμερικής» και περιγράφει σκηνές τον χειμώνα του 2010 όπου δολοφονούνταν άμαχοι κατόπιν εντολών του, με τον ίδιο να λέει στους στρατιώτες του: «Θα μάθετε να με σέβεστε και να απορρίπτετε τους Ταλιμπάν. Θα το κάνω ξανά και ξανά (σ.σ.: να σκοτώνει) και κανείς δεν πρόκειται να με σταματήσει».
Για χρόνια οι Αμερικανοί στρατιωτικοί ηγέτες θεωρούσαν τον «τοπικό» επικεφαλής τους πρότυπο εταίρο στο Αφγανιστάν και τον «μόνο» σύμμαχό τους στη μάχη κατά των Ταλιμπάν: «Αν όλοι πολεμούσαν όπως ο Ραζίκ, θα μπορούσαμε πραγματικά να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο» έλεγαν συχνά.
«Μερικές φορές ρωτούσαμε τον Ραζίκ για περιστατικά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» δήλωσε ο Χένρι Ενσερ, υψηλόβαθμο στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με σημαντικές θέσεις επί πολέμου στο Αφγανιστάν: «Οταν λαμβάναμε τις απαντήσεις για όσα γίνονταν, λέγαμε “oυάου, ελπίζω να μην εμπλακούμε σε ένα έγκλημα πολέμου μόνο και μόνο ακούγοντας γι’ αυτό το συμβάν”. Ξέραμε τι κάναμε, αλλά δεν πιστεύαμε ότι είχαμε επιλογή». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Εσνερ ήταν σε θέση ευθύνης στο Αφγανιστάν επί παντοδυναμίας Ραζίκ.
Οι «Times» εξέτασαν περισσότερες από 50.000 χειρόγραφες καταγγελίες που βρέθηκαν στα βιβλία του κυβερνήτη της Κανταχάρ από το 2011 έως το τέλος του πολέμου το 2021. Σε αυτές υπήρχαν 2.200 περιπτώσεις ύποπτων εξαφανίσεων. Στη συνέχεια εντόπισαν 1.000 συγγενείς ανθρώπων που εξαφανίστηκαν, σκοτώθηκαν ή συνελήφθησαν από τις αμερικανοκίνητες κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας.
Η εφημερίδα συγκέντρωσε ατράνταχτες αποδείξεις για 368 περιπτώσεις εξαναγκαστικών εξαφανίσεων, όπως και για δεκάδες «εξωδικαστικές» δολοφονίες. «Ο Ραζίκ ήταν ανέγγιχτος, χάρη στη σιδερένια υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ» καταλήγει το δημοσίευμα.
Από το 2021, κι ενώ το Αφγανιστάν έχει παραδοθεί πάλι στα χέρια των τρομοκρατών Ταλιμπάν, ομαδικοί τάφοι εμφανίζονται συχνά στην Κανταχάρ, προκαλώντας νέες έρευνες από συγγενείς αγνοουμένων επί πολέμου. Ομως δεν υπάρχει οργανωμένη έρευνα. Επειτα από χρόνια πίεσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εισαγγελείς στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δήλωσαν ότι δεν δίνουν πλέον προτεραιότητα στις έρευνες για καταχρήσεις και εγκλήματα που διαπράχθηκαν από δυνάμεις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ.
Βιογραφικό
Δημοσιογράφος και πρόεδρος των «New York Times»
Γεννήθηκε το 1980 στην Ουάσινγκτον κι έχει γερμανική καταγωγή. Είναι απόγονος τέταρτης γενιάς του Αντολφ Οχς, ο οποίος αγόρασε τους «New York Times» το 1896. Σπούδασε Δημοσιογραφία και Πολιτικές Επιστήμες. Εκανε πρακτική το 2004-2006 στο Providence Journal και στη συνέχεια εργάστηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα «The Oregonian» του Πόρτλαντ, με σημαντικές έρευνες για την τοπική αυτοδιοίκηση και τη δημόσια ζωή. Από τον Φεβρουάριο του 2009 εντάχθηκε στο δυναμικό των «New York Times» ως δημοσιογράφος. Το 2013 επιλέχθηκε να ηγηθεί ομάδας για την «Εκθεση Καινοτομίας» της εφημερίδας και κατόπιν συνέταξε το σχέδιο για τον διπλασιασμό των ψηφιακών εσόδων του ομίλου. Τον Οκτώβριο του 2016 αναβαθμίστηκε σε αναπληρωτή διευθυντή έκδοσης και από το 2018 ανέλαβε την έκδοση της εφημερίδας.