Κατά 49% αναμένεται να αυξηθούν σε ετήσια βάση τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο από τον Ιανουάριο έως το Σεπτέμβριο του 2024, φθάνοντας τα 8,3 τρισεκατομμύρια ρούβλια (89,4 δισεκατομμύρια δολάρια), κάτι που οφείλεται τόσο στις υψηλότερες τιμές των προϊόντων, όσο και στο ασθενέστερο ρούβλι.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έκανε και παρουσίασε το πρακτορείο Reuters, οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις προβλέπουν ότι τα έσοδα της Ρωσίας από πετρέλαιο και φυσικό αέριο τον Σεπτέμβριο θα ανέλθουν σε 779 δισεκατομμύρια ρούβλια, αυξημένα κατά 5% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2023 και αμετάβλητα σε σχέση με τον Αύγουστο του 2024. Το Υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας, πάντως, αναμένεται να δημοσιεύσει τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου στις 3 Οκτωβρίου.
Reuters: Russian Oil and Gas Revenues Surge 49% in Nine Months.#Russia https://t.co/IQ9I3trCNm pic.twitter.com/VWoj77uljU
— Mideast.discourse.News (@news_mideast) September 24, 2024
Τα ταμεία έχουν ενισχυθεί εξαιτίας της αύξησης της μέσης τιμής του ρωσικού πετρελαίου κατηγορίας Ural στα 69,88 δολάρια το βαρέλι, κατά μέσο όρο, τους πρώτους οκτώ μήνες του έτους, από τα 56,61 δολάρια το βαρέλι την ίδια περίοδο του 2023. Για το 2024 συνολικά, η ρωσική κυβέρνηση έχει υπολογίσει τα έσοδα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου στα 10,7 τρισεκατομμύρια ρούβλια, αυξημένα κατά 22% από το 2023, όταν οι ασθενέστερες τιμές πετρελαίου και η πτώση στις εξαγωγές φυσικού αερίου περιόρισαν τα έσοδα κατά 24%.
Αυτός ο στόχος του 2024 αναθεωρήθηκε προς τα κάτω από τα αρχικά σχέδια για έσοδα 11,5 τρισεκατομμυρίων ρουβλίων. Η Ρωσία έχει αυξήσει σημαντικά τις δαπάνες για την άμυνα και την ασφάλεια από την έναρξη της εισβολής της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε δύο διαδοχικά ετήσια ελλείμματα που ξεπέρασαν τα 3 τρισεκατομμύρια ρούβλια, δηλαδή περίπου το 2% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, παρά τις δυτικές κυρώσεις, τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν την πιο σημαντική πηγή εσόδων για το Κρεμλίνο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ένα τρίτο έως το ήμισυ των συνολικών εσόδων του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού την τελευταία δεκαετία.
*φωτό αρχείου