Ποιοί χαράσσουν την αμερικανική υψηλή στρατηγική στην νέα εποχή που σημαδεύεται από την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο; Ενδεχομένως οι αείμνηστοι Ρίτσαρντ Νίξον και Χένρι Κίσσινγκερ από… το υπερπέραν.
- Κώστας Ράπτης
Η μυστική επίσκεψη του Κίσσσινγκερ ως υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1971 στο Πεκίνο και κατόπιν η επίσημη μετάβαση του προέδρου Νίξον στην χώρα του Μάο Τσετούνγκ τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους αποτέλεσαν έναν από τους μεγαλύτερους αιφνιδιασμούς στα διπλωματικά χρονικά του 20ού αιώνα και θεωρείται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην τελική έκβαση του Ψυχρού Πολέμου.
Παρεμβαλλόμενη στο ρήγμα που είχε δημιουργηθεί στο κομμουνιστικό στρατόπεδο μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως και Κίνας, η Αμερική διευκόλυνε την διεθνή αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Μάο, δημιουργώντας έναν στενότερο κλοιό γύρω από τη Μόσχα. Επρόκειτο για θρίαμβο της realpolitik επί των ιδεολογικών διαφορών.
Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για την εικαζόμενη φιλοδοξία του Ντόναλντ Τραμπ να επιτύχει έναν ελιγμό αντίστοιχο αυτού του Κίσσινγκερ, αλλά με αντίστροφη φορά – ήτοι τον προσεταιρισμό της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν, προκειμένου να ανασχέσει την Κίνα που αντικρίζει ως τον κύριο ανταγωνιστή των ΗΠΑ.
Ήδη στη συνέντευξή του στον Τάκερ Κάρλσον ο αυριανός ένοικος του Λευκού Οίκου τόνισε με αρκετή σαφήνεια: “Πρέπει να αποσυνδέσουμε την Ρωσία από την Κίνα”. Ίσως όμως να είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο.
Πεκίνο και Μόσχα διακηρύσσουν με κάθε δυνατή ευκαιρία τον στρατηγικό χαρακτήρα της “φιλίας δίχως όρια” που τις συνδέει, κατά την φρασεολογία των Πούτιν και Σι Τζινπινγκ. Και δεν πρόκειται απλώς για μία διμερή σχέση, παρά για την οικοδόμηση ενός πλέγματος πολιτικο-οικοδομικών δομών (Ομάδα Brics, Σύμφωνο της Σαγκάης κ.ο.κ.) που εμπλέκουν και άλλες χώρες, με εμφανή την φιλοδοξία δημιουργίας ενός “πολυπολικού” και περισσότερο ισότιμου κόσμου, που θα εκθρονίσει την Δύση από την πρωτοκαθεδρία της. Η εμπνεύσεως Κρεμλίνου “Ευρασιατική Ένωση” διαπλέκεται ρητά με τους “Νέους Δρόμους του Μεταξιού” του Σι Τζινπίνγκ, ενώ η συνεργασία κλιμακώνεται στον τομέα της ασφάλειας, όπως υπογραμμίζουν οι συχνές κοινές στρατιωτικές ασκήσεις των δύο μερών.
Κατά την τετράωρη ομιλία του στο πλαίσιο του Valdai Club στο Σότσι του Ευξείνου Πόντου, ο Ρώσος πρόεδρος είχε την ευκαιρία να εξάρει για άλλη μία φορά τη σημασία της σινο-ρωσικής συμπράξεως. Όμως σε έναν ιδιόμορφο δημόσιο διάλογο μέσω υπονοουμένων με τον Τραμπ, ο ένοικος του Κρεμλίνου είχε πολύ περισσότερα να πει για την διεθνή αρχιτεκτονική των προσδοκιών του.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατηγόρησε τις ΗΠΑ για μυωπική θεώρηση των πραγμάτων, καθώς μια “τριαρχία” με τη Ρωσία και την Κίνα, που δεν είχαν στις προθέσεις τους έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, θα δημιουργούσε έναν περισσότερο σταθερό κόσμο.
Επιπλέον, φρόντισε να κολακεύσει προσωπικά τον Τραμπ, εκφράζοντας θαυμασμό για την αντίδραση του τελευταίου στην απόπειρα δολοφονίας του, ενώ εμφανίσθηκε πρόθυμος να συνομιλήσει με τον αυριανό Αμερικανό πρόεδρο. Προφανώς με τους δικούς του όρους – και αυτοί περιλαμβάνουν αφενός την “αναγνώριση των πραγματικοτήτων” (βλ. εδαφικών αλλαγών) που έχουν διαμορφωθεί στον ουκρανικό πόλεμο και αφετέρου την “κόκκινη γραμμή” της μη εισόδου της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Και βέβαια η Ρωσία διεκδικεί επίσης την άρση των εναντίον της κυρώσεων και σε βάθος χρόνου την δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής “συλλογικής ασφάλειας” στην Ευρασία, σύμφωνα και με τα δύο σχέδια συνθηκών (οιονεί τελεσίγραφα) που απέστειλε σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ λίγο πριν την εισβολή στην Ουκρανία.
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον ο Τραμπ είναι σε θέση, ακόμη και αν ξεπεράσει τις όποιες εσωτερικές αντιστάσεις, να συμβαδίσει σε μια τέτοια πορεία, όποια και αν είναι τα ευφάνταστα σχέδιά του για “πάγωμα” της ουκρανικής σύγκρουσης, κατά το κορεατικό προηγούμενο, με δημιουργία ευρείας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης και ανάπτυξη Ευρωπαίων στρατιωτών (!).
Στην Ουάσιγκτον πάντως, αρκετοί (και όχι μόνο ο Τραμπ) θεωρούν ότι η Ρωσία είναι “καταδικασμένη” να αντιμετωπίζει με καχυποψία την Κίνα για τον αντικειμενικό λόγο ότι η αχανής και πλούσια σε πόρους, πλην εξαιρετικά αραιοκατοικημένη Σιβηρία συνορεύει με έναν δημογραφικό γίγαντα. Αλλά το παρελθόν των σινορωσικών σχέσεων βαρύνεται από πολέμους, προσάρτηση απωανατολικών εδαφών της κινεζικής αυτοκρατορίας στην ρωσική, ακόμη και αιματηρά μεθοριακά επεισόδια όταν και οι δύο χώρες είχαν κομμουνιστικά καθεστώτα.
Ωστόσο, η “ρωσοφοβία” αποτελεί ισχυρό αντανακλαστικό στη Ουάσιγκτον – και μία από τις “παραδόσεις” των Δημοκρατικών. Αν ο Κίσσινγκερ ήταν ο ένας μέγας στρατηγιστής των ΗΠΑ τις προηγούμενες δεκαετίες, ο έτερος ήταν πολωνικής καταγωγής Ζίμπιγκνιου Μπρεζίνσκι, πνευματικός πατέρας της αξιοποίησης του ένοπλου Ισλάμ για την αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ενώσεως, αλλά και της ιδέας να αποχωρισθεί η Ουκρανία από τη Ρωσία, ώστε να μην ξαναϋπάρξει “ρωσική αυτοκρατορία”. Σε κάθε περίπτωση, η εγγύτητα της Ρωσίας προς την Ευρώπη, πυλώνα της αμερικανικής κυριαρχίας, η γεωγραφική της έκταση, η στρατιωτική/πυρηνική ισχύς της και η “ακτιβιστική” της διπλωματία (εφόσον πρόκειται για χώρα με συνείδηση μεγάλης διεθνούς δυνάμεως από τα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου, σε αντίθεση με την οριοθετημένη εντός του δικού της “εξωτικού” κόσμου Κίνα) εξηγούν το γιατί η χώρα του Πούτιν εξακολούθησε να αντιμετωπίζεται ως αντίπαλος των ΗΠΑ, ακόμη και μετά την προσχώρησή της στα δυτικά πρότυπα.
Στην πραγματικότητα, το ερώτημα αν θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ανάσχεση της Κίνας ή της Ρωσίας ταλάνισε βαθιά το αμερικανικό κατεστημένο κατά την προηγούμενη δεκαπενταετία, με αποτέλεσμα να προκύψει, ως ελάχιστος κοινός παρονομαστής, η ταυτόχρονη στοχοποίηση αμφοτέρων. Ωστόσο έτσι υποχρεώθηκαν οι δύο ευρασιατικές δυνάμεις να συνασπισθούν (πράγμα διόλου προδικασμένο), ανατρέποντας τον διεθνή συσχετισμό.
Πηγή: Εστία της Κυριακής