Περίπου επτά μήνες μετά την επιστολή των πρωθυπουργών Ελλάδας και Πολωνίας Κυριάκου Μητσοτάκη και Ντόναλντ Τουσκ για την ανάπτυξη και την εγκατάσταση, με κοινή χρηματοδότηση, αρχιτεκτονικής αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας που θα καλύπτει όλη την Ευρώπη, η συζήτηση για τη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοδότησης των αμυντικών δυνατοτήτων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και το επόμενο χρονικό διάστημα αναμένονται εξελίξεις.
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Για τη χώρα μας αποτελεί θετική εξέλιξη η δημιουργία του μηχανισμού, αλλά για σειρά λόγων που θα αναλυθούν δεν αποτελεί λύση πανάκεια για την εθνική άμυνα ούτε θα είναι αυτόματη η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που θα παρέχει.
Υπενθυμίζεται ότι τόσο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νίκος Δένδιας έχουν ήδη εκφραστεί θετικά για πιθανές κοινές πρωτοβουλίες, όπως η έκδοση ευρωομολόγων για αμυντικές δαπάνες ή η σύσταση κοινοτικού ταμείου χρηματοδότησης των προμηθειών αμυντικού υλικού. Μάλιστα, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας έχει επανειλημμένα αναφερθεί στο ασφυκτικό πλαίσιο των δημοσιονομικών περιορισμών που αντιμετωπίζει η χώρα ως συνέπεια της χρεοκοπίας της προηγούμενης δεκαετίας, και στις δυσχέρειες που προκαλεί στην απόκτηση των δυνατοτήτων που επιβάλλει το περιβάλλον ασφαλείας.
Προς το παρόν η συνέχιση για 35ο μήνα του πολέμου στην Ουκρανία, στα ανατολικά σύνορα της Ε.Ε., και οι ήδη διατυπωθείσες απαιτήσεις του Ντόναλντ Τραμπ, που θα αναλάβει τα καθήκοντα του προέδρου των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου 2025, για αυξημένη συμμετοχή των Ευρωπαίων στην άμυνα της Ευρώπης λειτουργούν ως καταλύτης των διαδικασιών. Ως εκ τούτου, ως ύψος των δαπανών για την προμήθεια αμυντικού, υλικού αλλά και τη χρηματοδότηση κοινών προγραμμάτων αναφέρονται τα 500 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας.
Για σύγκριση αναφέρεται ότι το ποσό αυτό είναι τρεις φορές υψηλότερο των 172 δισ. δολαρίων που διατίθεται για προμήθειες αμυντικού υλικού και 3,5 φορές υψηλότερο των 148,3 δισ. δολαρίων που διατίθενται για έρευνα, ανάπτυξη, δοκιμές και αξιολόγηση στον προϋπολογισμό των ΗΠΑ για το οικονομικό έτος 2024. Είναι επίσης ποσό σημαντικά μικρότερο από τα 800 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης από την πανδημία της Covid-19 και κατά τον επίτροπο Αμυνας και Διαστήματος Αντριους Κουμπίλιους, τον πρώην πρωθυπουργό της Λιθουανίας, αντιστοιχεί στο εκτιμώμενο κόστος της κοινής αρχιτεκτονικής αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας που θα καλύπτει όλη την Ευρώπη.
Ελληνικές ιδιαιτερότητες
Εν αναμονή της κατάληξης των διαδικασιών για τη δημιουργία του ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού μηχανισμού, του ύψους των πιστώσεων που θα διατεθούν, του τρόπου με τον οποίο θα υλοποιηθεί και θα λειτουργεί, είναι χρήσιμη η αναφορά σε μοναδικές για τη χώρα μας συνθήκες και χαρακτηριστικά.
- Η ταυτότητα της απειλής
Σε πλήρη αντίθεση με τις υπόλοιπες 25 χώρες-μέλη της Ε.Ε., για τις Ελλάδα και Κύπρο η κύρια, άμεση και υπαρκτή απειλή προέρχεται από την Τουρκία, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, και όχι από τη Ρωσία. Το δεδομένο αυτό στην περίπτωση που ο ευρωπαϊκός χρηματοδοτικός μηχανισμός συμπεριλάβει και χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ ή αποτελέσει πεδίο συνεργασίας με το ΝΑΤΟ αναμένεται να δημιουργήσει περιπλοκές, ιδιαίτερα στην Κύπρο, που δεν αποτελεί μέλος της Συμμαχίας.
Επίσης, ο Ελληνισμός δεν θα πρέπει να αγνοήσει τις εμπειρίες και τα διδάγματα του Ψυχρού Πολέμου σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά. Οπως και στο παρελθόν, η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ Δύσης και άλλων δρώντων, όπως η Κίνα και η Ρωσία, θα καταστήσει τα Ελληνοτουρκικά ελάσσονα εσωτερική διαφορά, η οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διακινδυνεύσει την ενότητα και τη σταθερότητα του στρατοπέδου.
Οπότε, ακόμα και στην περίπτωση που η τουρκική επιθετικότητα προκαλέσει κρίση, οι παρεμβάσεις θα είναι αποκλειστικά «πυροσβεστικές», με σκοπό να την αποκλιμακώσουν στον συντομότερο δυνατό χρόνο χωρίς να υπεισέρχονται σε θέματα ουσίας και δικαίου. Εξ ορισμού αυτή η πρακτική εξυπηρετεί την Τουρκία, η οποία κατά το δοκούν θα την εκμεταλλεύεται προκειμένου να προωθήσει την υλοποίηση των αναθεωρητικών στόχων της.
- Η εξοπλιστική σχέση με τις ΗΠΑ
Τα τελευταία 50 χρόνια η προμήθεια οπλικών συστημάτων και μέσων αμερικανικής προέλευσης αποτελεί τον έναν από τους δύο κύριους πυλώνες ανάπτυξης της εθνικής στρατιωτικής ισχύος. Στην Πολεμική Αεροπορία η κατά τη δεκαετία του 1970 ταυτόχρονη προμήθεια μαχητικών αμερικανικής (60 A-7H Corsair II και συνολικά 54 F-4E Phantom και έξι τακτικής αναγνώρισης RF-4E Phantom) και γαλλικής (40 Mirage F.1CG) προέλευσης εγκαινίασε την πρακτική του εφοδιασμού από δύο πηγές (ΗΠΑ – Γαλλία) που η εφαρμογή της συνεχίζεται μέχρι σήμερα (προμήθεια Rafale F3R και F-35A Lightning II).
Ας σημειωθεί ότι η μοναδική απόπειρα διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού καταγράφηκε το 2000 επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη (ΠΑΣΟΚ). Με απόφαση του τότε Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Αμυνας (ΚΥΣΕΑ, νυν Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας) για την προμήθεια 60, με δικαίωμα προαίρεσης για επιπλέον 30, μαχητικών Eurofighter παραγωγής της κοινοπραξίας τεσσάρων ευρωπαϊκών χωρών (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία), εκ των οποίων οι τρεις είναι μέλη της Ε.Ε. Ομως, παρά τη μονογραφή της σχετικής σύμβασης, η συγκεκριμένη προμήθεια ουδέποτε υλοποιήθηκε.
Στον Στρατό Ξηράς ο στόλος των αρμάτων μάχης σε ποσοστό περίπου 40% είναι αμερικανικής προέλευσης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού (ΤΟΜΠ) είναι 100%, στα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης (ΤΟΜΑ) είναι 0% και στα Τεθωρακισμένα Τροχοφόρα Οχήματα Αναγνώρισης (ΤΤΟΑ) ανέρχεται σε 85%. Επίσης, στα αυτοκινούμενα οβιδοβόλα το ποσοστό ανέρχεται σε περίπου 96%, ενώ στα εναέρια μέσα της Αεροπορίας Στρατού σε περίπου 80%.
Αντίθετα, το Πολεμικό Ναυτικό είναι ο Κλάδος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ) όπου τα κύρια οπλικά συστήματα και μέσα αμερικανικής προέλευσης αποτελούν μικρό ποσοστό, καθώς από τη δεκαετία του 1970 είχε στραφεί προς την ευρωπαϊκή βιομηχανία για την κάλυψη των αναγκών του σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες κύριων οπλικών συστημάτων και μέσων. Εξαιρέσεις αποτελούν η Ναυτική Αεροπορία (αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P-3B Orion και ελικόπτερα ναυτικών επιχειρήσεων S70B/-B6 Aegean Hawk και MH-60R Seahawk) και κάποιες κατηγορίες όπλων (όπως τα κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας – επιφανείας Harpoon, επιφανείας – αέρος RIM-7 Sea Sparrow και RIM-162 Evolved SeaSparrow Missile – ESSM).
Θεωρώντας αυτονόητη την παραδοχή ότι ο ευρωπαϊκός χρηματοδοτικός μηχανισμός θα αφορά αποκλειστικά την προμήθεια ευρωπαϊκής προέλευσης οπλικών συστημάτων και μέσων, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να υπολογιστεί το κόστος ιδιοκτησίας αμυντικού υλικού (που μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνει τα κόστη προμήθειας, λειτουργίας και συντήρησης – υποστήριξης) μη ευρωπαϊκής προέλευσης που είτε διαθέτουν σήμερα οι ΕΕΔ είτε προγραμματίζουν να προμηθευτούν για πολιτικούς – γεωπολιτικούς, τεχνολογικούς ή επιχειρησιακούς λόγους. Τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και ως ποσοστό επί του ετήσιου ελληνικού αμυντικού προϋπολογισμού.
Γιατί, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα κυβερνητικές εξαγγελίες, πλην της προμήθειας των 35 ελικοπτέρων γενικής χρήσης UH-60M Black Hawk (1,2 δισ. ευρώ) και των 20 μαχητικών F-35A Lightning II (3,6 δισ. ευρώ), πρόκειται να υλοποιηθούν επίσης ο εκσυγχρονισμός των 38 μαχητικών F-16C/-D Block 50 στη διαμόρφωση Viper, εκτιμώμενου κόστους 1 δισ. ευρώ, η προμήθεια όπλων για τα μαχητικά F-35A Lightning II εκτιμώμενου κόστους 800 εκατ. ευρώ και η προμήθεια πέντε φρεγατών τύπου Constellation με την εξαιρετικά συντηρητική χρηματοδότηση των 5 δισ. ευρώ. Το συνολικό κόστος των ανωτέρω προγραμμάτων προμήθειας αμυντικού υλικού, μη ευρωπαϊκής προέλευσης, εκτιμάται σε περίπου 12 δισ. ευρώ και η χρηματοδότησή του θα πρέπει να γίνει αποκλειστικά από εθνικούς πόρους και προφανώς εντός του πλαισίου των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών.
- Η κορυφή του παγόβουνου
Είναι αυτονόητο ότι η χρηματοδότηση μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού της προμήθειας οπλικών συστημάτων θα βοηθήσει σημαντικά στην ανανέωση και την αναβάθμιση των ΕΕΔ, ώστε να ανταποκριθούν με επιτυχία στις προκλήσεις του περιβάλλοντος ασφαλείας και τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του σύγχρονου χώρου επιχειρήσεων, αλλά, με βάση όσα έχουν μέχρι σήμερα ανακοινωθεί, θα αφορά μόνο το κόστος προμήθειας (αγοράς) του αμυντικού υλικού.
Δηλαδή, την κορυφή, μικρό μόνο μέρος του παγόβουνου που αποτελεί το κόστος ιδιοκτησίας του αμυντικού υλικού, όπως πολύ παραστατικά απεικονίζεται στο συνημμένο γράφημα και στο οποίο επίσης περιλαμβάνονται τα κόστη λειτουργίας, εγκαταστάσεων, προσωπικού, συντήρησης, εξοπλισμού ανταλλακτικών, εκπαίδευσης, τεχνικής βιβλιογραφίας (εγχειριδίων), απόσυρσης, μεταφοράς και δασμών – ΦΠΑ. Αναλυτικά τα στοιχεία κόστους σε 1ο και 2ο επίπεδο των τριών κύριων φάσεων του κύκλου ζωής του αμυντικού υλικού (προμήθεια, λειτουργία και υποστήριξη, απόσυρση) απεικονίζονται στον συνημμένο πίνακα. Κατά συνέπεια, όλα τα υπόλοιπα κόστη που περιλαμβάνει το κόστος ιδιοκτησίας θα βαρύνουν τον Προϋπολογισμό, δηλαδή θα απαιτήσουν εθνικούς πόρους.
Οι δαπάνες για τα εξοπλιστικά της Ελλάδας
Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται η εκ βάθρων αναθεώρηση των πρακτικών που εφαρμόζονται στην κατανομή των πιστώσεων του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας, αλλά και την κατάταξη των δαπανών στις μείζονες κατηγορίες δαπάνης.
Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τη μείζονα κατηγορία δαπάνης «Αγορές αγαθών και υπηρεσιών», δηλαδή τα κόστη λειτουργίας και υποστήριξης των οπλικών συστημάτων και μέσων, τα στοιχεία των τελευταίων ετών από τους απολογισμούς και τους προϋπολογισμούς που έχουν κατατεθεί στη Βουλή είναι αποκαλυπτικά:
- To 2019, οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις ανερχόταν σε 444.391.000 ευρώ και οι πραγματοποιηθείσες πληρωμές σε 550.703.953,49 ευρώ (αύξηση 23,92%)
- Το 2020, οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις ανερχόταν σε 401.358.000 ευρώ και οι πραγματοποιηθείσες πληρωμές σε 717.836.071,41 ευρώ (αύξηση 78,85%).
- Το 2021, οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις ανερχόταν σε 401.023.000 ευρώ και οι πραγματοποιηθείσες πληρωμές σε 594.623.261,53 ευρώ (αύξηση 48,27%)
- Το 2022, οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις ανερχόταν σε 402.134.000 ευρώ και οι πραγματοποιηθείσες πληρωμές σε 819.392.314,54 ευρώ (αύξηση 103,7%)
- Το 2023, οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις ανερχόταν σε 497.248.000 ευρώ και οι πραγματοποιηθείσες πληρωμές σε 775.838.630,61 ευρώ (αύξηση 56%).
Για τα έτη 2024 και 2025 (για τα οποία δεν υπάρχουν απολογιστικά στοιχεία), οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις ανέρχονται αντίστοιχα σε 501.265.000 ευρώ και 530.721.000 ευρώ.
Εύκολα διαπιστώνεται ότι, ενώ οι πληρωμές αποδεικνύουν ότι απαιτείται η διάθεση επιπλέον πιστώσεων για την κάλυψη των αναγκών λειτουργίας και υποστήριξης, εντούτοις συνεχίζεται η πρακτική οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις να υπολείπονται σημαντικά των έμπρακτα αποδεδειγμένων.
Επιβάλλεται επίσης η μετακίνηση των δαπανών για τη σύναψη των συμβάσεων Εν-Συνεχεία-Υποστήριξης (Ε-Σ-Υ, FOS: Follow-On-Support) από τη μείζονα κατηγορία δαπάνης «Πάγια περιουσιακά στοιχεία» στη μείζονα κατηγορία «Αγορές αγαθών και υπηρεσιών», ώστε να είναι απολύτως διακριτά και ευκρινή τα κόστη λειτουργίας και υποστήριξης – συντήρησης των οπλικών συστημάτων και μέσων που διατίθενται σε υπηρεσία.
Ο ρόλος των βιομηχανιών της Ε.Ε. και η επιβεβλημένη συμμετοχή μας
Όμως η μεγαλύτερη αλλαγή που θα επιφέρει η πιθανή δημιουργία του ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοδότησης προγραμμάτων για την προμήθεια αμυντικού υλικού είναι η μεταφορά του κέντρου βάρους στην, ας την αποκαλέσουμε «καθιερωμένη» ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, τη βιομηχανία της «παραγωγής σειράς» (serial production). Δηλαδή, αυτό το πεδίο δραστηριότητας που στη χώρα μας, με βάση όσα έχουν ανακοινωθεί αλλά και όλα όσα έχουν λάβει χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια (η ανάθεση των συμβάσεων χωρίς προηγουμένως να έχει διασφαλιστεί έργο για την εγχώρια βιομηχανία), δεν τυγχάνει μέριμνας, καθώς εκτιμάται ότι το παράθυρο ευκαιρίας για την ανάπτυξη έχει απολεσθεί λόγω σφαλμάτων και παραλείψεων της προηγούμενης 25ετίας.
Εκ των πραγμάτων όμως η δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοδότησης επαναφέρει σε πρώτο πλάνο την υλοποίηση προγραμμάτων παραγωγής σειράς και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες, αφού για πολλές κατηγορίες οπλικών συστημάτων και μέσων δυνητικά θα αφορούν το σύνολο των 27 χωρών – μελών της Ενωσης. Και για αυτόν τον λόγο επαναφέρει στο επίκεντρο τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες, οι οποίες, για να μην τρέφουμε αυταπάτες, θα αποτελέσουν τον σχεδόν καθολικό αποδέκτη των πιστώσεων του ευρωπαϊκού μηχανισμού.
Και επειδή ακριβώς η παραγωγή σειράς θα υπερβαίνει τα όρια όποιας εθνικής προμήθειας και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα κατευθύνει τις χώρες – μέλη στη συμμετοχή σε κοινά προγράμματα προμήθειας, γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί η διασφάλιση της ουσιαστικής συμμετοχής της εγχώριας βιομηχανίας στις διάφορες κοινοπραξίες που θα συσταθούν είναι απόλυτα επιβεβλημένη. Με αυτόν τον τρόπο, εκτός του οφέλους που θα προκύψει για την εθνική άμυνα από την αξιοποίηση του ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού μηχανισμού, θα ωφεληθεί και η εθνική οικονομία μέσω της ανάληψης μεριδίου του βιομηχανικού έργου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημιουργία και τη διατήρηση εξειδικευμένων θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη παραγωγικών δυνατοτήτων.
Επιπρόσθετα, η συμμετοχή στην παραγωγή διευκολύνει τη συμμετοχή της εθνικής βιομηχανικής βάσης στα σχήματα που θα δημιουργηθούν για την υποστήριξη και τη συντήρηση των οπλικών συστημάτων σε υπηρεσία. Οπότε θα προκύψει πρόσθετο όφελος για τη χώρα μας, καθώς ποσοστό των εθνικών πόρων που θα διατίθενται για την υποστήριξη και τη συντήρηση των οπλικών συστημάτων και μέσων που βρίσκονται σε ελληνική υπηρεσία θα ανακυκλώνεται στην εθνική οικονομία, ενώ ταυτόχρονα η εγχώρια βιομηχανία θα δραστηριοποιείται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
*πηγή: εφημερίδα «κυριακάτικη δημοκρατία»