Ντόναλντ Τραμπ, εν όψει της ορκωμοσίας του στις 20 Ιανουαρίου, προκάλεσε συζητήσεις διεθνώς με την απόφασή του να καλέσει ξένους ηγέτες στην τελετή, μια κίνηση που σπάει το πρωτόκολλο πολλών δεκαετιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντί για τους συνήθεις διπλωμάτες ή πρεσβευτές, ο Τραμπ κάλεσε πολιτικούς με τους οποίους έχει αναπτύξει στενές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών δεξιών ηγετών από όλο τον κόσμο.
Μεταξύ αυτών που επιβεβαίωσαν ότι έλαβαν πρόσκληση βρίσκονται η Ιταλίδα Πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, ο Ούγγρος Πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν και ο Αργεντίνος Πρόεδρος Χαβιέρ Μιλέι. Ο Βρετανός πολιτικός Νάιτζελ Φάρατζ και ο Γάλλος πολιτικός Ερίκ Ζεμούρ έχουν επίσης δηλώσει ότι θα παρευρεθούν, ενώ ο πρώην Βραζιλιάνος Πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρου δεν μπορεί να ταξιδέψει λόγω δικαστικών περιορισμών.
Αυτή η κίνηση έχει σχολιαστεί ποικιλοτρόπως. Οι υποστηρικτές του Τραμπ τη βλέπουν ως ένδειξη της επιρροής του και της ικανότητάς του να συγκεντρώνει ισχυρές προσωπικότητες από τον πολιτικό χώρο. Παράλληλα, πολλοί σημειώνουν ότι η επιλογή των καλεσμένων αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία του για την πολιτική ως μια προσωπική και απευθείας προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι απουσιάζουν παραδοσιακοί σύμμαχοι όπως ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος φέρεται να επιθυμούσε να παρευρεθεί, αλλά τελικά δεν έλαβε πρόσκληση. Αντίστοιχα, ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεν προσκλήθηκε, αν και ο Τραμπ δήλωσε ότι θα μπορούσε να συναντηθεί με τον Ρώσο ηγέτη μετά την τελετή.
Η απόφαση του Τραμπ να καλέσει ηγέτες που εκπροσωπούν τη δεξιά ιδεολογία φαίνεται να ενισχύει την εικόνα του ως ηγέτη που δεν φοβάται να σπάσει τα στερεότυπα και να χαράξει τη δική του πορεία στην πολιτική σκηνή. Αυτό αποτελεί μια σαφή απόδειξη της επιθυμίας του να ενισχύσει τις σχέσεις του με συμμάχους που μοιράζονται κοινές αξίες, αναδεικνύοντας παράλληλα την προσήλωσή του σε μια διαφορετική προσέγγιση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.