Η OpenAI, η αμερικανική εταιρεία πίσω από το δημοφιλές σύστημα τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT, έχει εκφράσει έντονες ανησυχίες ότι αντίπαλες εταιρείες, περιλαμβανομένη της κινέζικης DeepSeek, χρησιμοποιούν τα έργα της για να επιταχύνουν την ανάπτυξη των δικών τους τεχνητών νοημοσυνών εργαλείων.
Ιδιαίτερη αναφορά έχει γίνει στην κινεζική εφαρμογή DeepSeek, η οποία έχει καταφέρει να μιμηθεί τις δυνατότητες του ChatGPT με πολύ χαμηλότερο κόστος, προκαλώντας ανησυχία και για τις μεθόδους που ακολούθησε.
Η εξέλιξη αυτή έχει αναδείξει την ένταση στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, με τις ΗΠΑ να ανησυχούν ότι η κινεζική εταιρεία πιθανώς χρησιμοποίησε τα μοντέλα της OpenAI για να δημιουργήσει το δικό της σύστημα, μέσω μιας διαδικασίας γνωστής ως “knowledge distillation” (εκχύλιση γνώσης). Σύμφωνα με αναφορές, η DeepSeek φέρεται να έχει αποκομίσει σημαντική γνώση από τα μοντέλα της OpenAI, βελτιώνοντας τη λειτουργία της με τρόπους που μπορεί να παρακάμπτουν τα κανονιστικά πλαίσια προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων.
Η Microsoft, η οποία είναι μεγαλομέτοχος της OpenAI, έχει ξεκινήσει έρευνα για το αν τα δεδομένα της OpenAI χρησιμοποιήθηκαν παράνομα από την DeepSeek. Η εταιρεία εξετάζει επίσης τις συνέπειες αυτών των ενεργειών, δεδομένου ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν τη σημασία της προστασίας των δεδομένων και των τεχνολογιών τους, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη θεωρείται στρατηγική προτεραιότητα για την εθνική ασφάλεια.
Ο David Sacks, ο νέος “τσάρος” της τεχνητής νοημοσύνης και των κρυπτονομισμάτων στον Λευκό Οίκο, επανέλαβε τις ανησυχίες αυτές, υποστηρίζοντας ότι η DeepSeek χρησιμοποίησε τις τεχνικές εκχύλισης γνώσης για να ενισχύσει τα μοντέλα της, αναφερόμενος σε αυτό το φαινόμενο ως μία μορφή αντιγραφής. Ο Sacks προειδοποίησε ότι η δημιουργία “αντίγραφων” τέτοιων μοντέλων μπορεί να περιορίσει την πρόοδο των αμερικανικών εταιρειών στον τομέα, κάνοντάς τις να λάβουν μέτρα για να προστατευθούν από τέτοιες πρακτικές.
Η εμφάνιση της DeepSeek και η δυνατότητά της να ανταγωνίζεται εταιρείες όπως η OpenAI με πολύ χαμηλότερο κόστος έχει δημιουργήσει αναταραχή στην τεχνολογική κοινότητα, με ειδικούς να αμφισβητούν τις πρακτικές ανάπτυξης της. Ορισμένοι, όπως η Naomi Haefner, καθηγήτρια τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σεν Γκάλεν στην Ελβετία, τονίζουν ότι η πραγματική διαδικασία εκπαίδευσης του μοντέλου της DeepSeek παραμένει ασαφής και ενδέχεται να έχει βασιστεί σε δεδομένα και τεχνολογίες που δεν της ανήκουν, κάνοντάς τις ισχυρισμούς για “χαμηλού κόστους” εκπαίδευση αμφισβητήσιμους.
Η κατάσταση αυτή έρχεται σε μια εποχή που οι ΗΠΑ εντείνουν τις προσπάθειες να περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας σε προηγμένες τεχνολογίες, όπως οι επεξεργαστές υψηλών επιδόσεων, οι οποίοι είναι κρίσιμοι για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Οι αμερικανικές αρχές έχουν λάβει μέτρα για να αποτρέψουν την εξαγωγή αυτών των τεχνολογιών στην Κίνα, επικαλούμενες λόγους εθνικής ασφάλειας.
Το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, συγκεκριμένα το Ναυτικό, έχει ήδη απαγορεύσει στους στρατιώτες του να χρησιμοποιούν τις εφαρμογές της DeepSeek, προειδοποιώντας τους για τους πιθανούς κινδύνους ασφαλείας και ηθικής φύσης που συνδέονται με τη χρήση του μοντέλου. Οι ανησυχίες επικεντρώνονται στο γεγονός ότι η DeepSeek συλλέγει μεγάλες ποσότητες προσωπικών δεδομένων, τα οποία αποθηκεύονται σε διακομιστές στην Κίνα, γεγονός που εντείνει τις ανησυχίες για τη διαχείριση και ασφάλεια αυτών των δεδομένων.
Επιπλέον, η DeepSeek αντέτεινε ότι αντιμετωπίζει επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, κάτι που την οδήγησε να περιορίσει προσωρινά τις εγγραφές χρηστών στην πλατφόρμα της λόγω “εκτεταμένων κακόβουλων επιθέσεων”. Οι επιθέσεις αυτές επισημαίνουν τα τεχνικά και πολιτικά ζητήματα που προκύπτουν όταν μια κινεζική εταιρεία δραστηριοποιείται σε έναν τομέα υψηλής στρατηγικής αξίας όπως η τεχνητή νοημοσύνη.
Το ζήτημα αυτό εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη διαχείριση της πνευματικής ιδιοκτησίας, την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την ευθύνη των εταιρειών στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς ο ανταγωνισμός γίνεται όλο και πιο έντονος και η αγορά εξαιρετικά δυναμική.