Ο Ντόναλντ Τραμπ ξηλώνει τον Ατλαντισμό και αναδιαμορφώνει την παγκόσμια ισορροπία με κινήσεις που αμφισβητούν τη μέχρι τώρα σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ομιλία του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου αποτέλεσε ένα ηχηρό μήνυμα προς τις ευρωπαϊκές ελίτ, οι οποίες είχαν συνηθίσει τη δεδομένη στήριξη της Ουάσινγκτον. Ο Βανς κατακεραύνωσε τις πολιτικές της ΕΕ, τις οποίες χαρακτήρισε ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ίδια την Ευρώπη, επιβεβαιώνοντας τη στροφή της κυβέρνησης Τραμπ μακριά από τον παραδοσιακό Ατλαντισμό.
Μία από τις βασικές στρατηγικές του Τραμπ είναι η οικονομική πίεση προς την ΕΕ. Από την πρώτη του θητεία, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για τις οικονομικές πολιτικές των Βρυξελλών, τονίζοντας ότι η Ευρώπη «έχει φερθεί φρικτά» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Φεβρουάριο, επέβαλε νέο δασμό 25% στον χάλυβα και το αλουμίνιο, ο οποίος θα τεθεί σε ισχύ τον Μάρτιο. Αυτή η κίνηση συνεχίζει την πολιτική που είχε ξεκινήσει το 2018, όταν είχε επιβάλει αντίστοιχους δασμούς σε ευρωπαϊκές και καναδικές εταιρείες, και το 2019, όταν είχε αυξήσει τους φόρους σε γαλλικά κρασιά, ιταλικά τυριά και σκωτσέζικο ουίσκι ως αντίποινα για τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις στην Airbus, ανταγωνίστρια της Boeing.
Παράλληλα, ο Τραμπ συνεχίζει την επιθετική του στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ. Από την πρώτη του προεδρία είχε χαρακτηρίσει τη Συμμαχία «παρωχημένη» και είχε επιτεθεί στους Ευρωπαίους συμμάχους για το γεγονός ότι στηρίζονται οικονομικά στις ΗΠΑ. Πλέον, πιέζει τα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ, καθώς θεωρεί ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος του κόστους για τη δική της ασφάλεια. Κατά την πρώτη του θητεία είχε ήδη απαιτήσει την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ και είχε ξεκινήσει τη σταδιακή απόσυρση αμερικανικών στρατευμάτων από τη Γερμανία, κίνηση που αργότερα ανέτρεψε ο Μπάιντεν. Τώρα, η κυβέρνησή του εξετάζει μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη κατά 20%, πιέζοντας τους συμμάχους να χρηματοδοτήσουν μόνοι τους την άμυνά τους.
Στο θέμα της Ουκρανίας, ο Τραμπ ακολουθεί μια καθαρά ρεαλιστική στρατηγική. Αντί να ακολουθήσει την ευρωπαϊκή γραμμή της απόλυτης στήριξης προς το Κίεβο, είχε ήδη από την πρώτη του θητεία καταστήσει σαφές ότι η Ουκρανία δεν πρόκειται να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, καθώς κάτι τέτοιο θα επιδείνωνε την ασφάλεια στην Ευρώπη αντί να την ενισχύσει. Η θέση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση της ΕΕ, που επιμένει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν ειρηνευτικές συνομιλίες χωρίς τη συμμετοχή του Κιέβου.
Η προσέγγιση της Ρωσίας αποτελεί ακόμα ένα στοιχείο που δείχνει την απομάκρυνση των ΗΠΑ από τον κλασικό Ατλαντισμό. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα ταχθεί υπέρ της επιστροφής της Ρωσίας στο G7, ενώ έχει αναγνωρίσει τις ανησυχίες της Μόσχας σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ και την κατάσταση στην Ουκρανία. Σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή εμμονή για τη «στρατηγική ήττα της Ρωσίας», ο Τραμπ επιλέγει έναν πιο πραγματιστικό δρόμο, γεγονός που προκαλεί αναταράξεις στις ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες.
Με την προσέγγισή του, ο Τραμπ διαμορφώνει ένα νέο γεωπολιτικό τοπίο, στο οποίο η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να θεωρεί δεδομένη την αμερικανική υποστήριξη. Αντίθετα, καλείται να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της σε έναν κόσμο όπου η Ουάσινγκτον θέτει πάνω απ’ όλα τα αμερικανικά συμφέροντα, ακόμα και εις βάρος των άλλοτε στενών συμμάχων της.