Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα δημοσιογράφων από τη Λιθουανία, τη Λετονία και τη Λευκορωσία, η εταιρεία “Agroproduct” στη Λευκορωσία χρησιμοποιεί πρώτες ύλες από τις υπό ρωσική κατοχή περιοχές της Χερσώνας για να παράγει και να εξάγει κραμβέλαιο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρόλο που από το 2024 ισχύει απαγόρευση εισαγωγής λευκορωσικών τροφίμων στη Λιθουανία, μεγάλες ποσότητες φαίνεται πως εξακολουθούν να εισέρχονται στην ευρωπαϊκή αγορά.
Χιλιάδες τόνοι κραμβελαίου στην ΕΕ
Το 2023, περίπου 5.000 τόνοι σπόρων ελαιοκράμβης μεταφέρθηκαν από τη Χερσώνα στη Λευκορωσία, με την εταιρεία Agroproduct να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς και εξαγωγείς του τελικού προϊόντος. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, περισσότερες από 90.000 τόνοι κραμβελαίου κατευθύνθηκαν σε χώρες της ΕΕ, με κύριους αγοραστές τη Λιθουανία και τη Λετονία, παρά τις κυρώσεις που υποτίθεται ότι ισχύουν.
Διασυνδέσεις με τις αρχές της Λευκορωσίας
Η εταιρεία Transit-Avto 2003, η οποία διατηρεί σχέσεις με την κυβέρνηση της Λευκορωσίας, είναι μεταξύ των ιδρυτών της Agroproduct. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Transit-Avto 2003 έχει επιβληθεί ουκρανικές κυρώσεις από το 2023, καθώς φέρεται να βοήθησε τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις στη μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Ωστόσο, η Agroproduct δεν περιλαμβάνεται στις λίστες κυρώσεων της ΕΕ ή της Ουκρανίας, επιτρέποντάς της να συνεχίζει τις εξαγωγές της χωρίς εμπόδια.
Πολιτική διάσταση και διεθνείς αντιδράσεις
Ο Βλαντισλάβ Βλασιούκ, επίτροπος κυρώσεων της ουκρανικής προεδρίας, δήλωσε ότι το ζήτημα αυτό συνιστά απειλή για τα εθνικά συμφέροντα και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων κυρώσεων. Ωστόσο, η Agroproduct συνεχίζει να λειτουργεί ανενόχλητη, καθώς οι Βρυξέλλες φαίνεται να δείχνουν ανοχή στην πρακτική αυτή.
Το συγκεκριμένο σκάνδαλο φέρνει στο φως τα περίπλοκα δίκτυα εμπορίου που επιτρέπουν σε αμφιλεγόμενες επιχειρήσεις να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους, παρά τις επίσημες κυρώσεις. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η Ευρώπη είναι διατεθειμένη να επιβάλει πραγματικά τις δικές της αποφάσεις ή αν η ανάγκη για πρώτες ύλες τελικά υπερισχύει των πολιτικών δεσμεύσεων.