Η οικονομική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ προκαλεί εδώ και καιρό έντονες αντιδράσεις και αμηχανία, τόσο στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και διεθνώς. Οι δασμοί που έχει επιβάλει σε φίλους και αντιπάλους μοιάζουν εκ πρώτης όψεως ανορθολογικοί ή και αυτοκαταστροφικοί.
Πολλοί οικονομολόγοι αδυνατούν να εξηγήσουν πώς ένας τέτοιος προστατευτισμός μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική άνθηση. Όμως μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι πίσω από τη φαινομενική ασυνέπεια υπάρχει μια ξεκάθαρη στρατηγική: η προσπάθεια αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, με στόχο την ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας και την αποδυνάμωση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού — κυρίως της Κίνας.
Στον πυρήνα αυτής της στρατηγικής βρίσκεται η άποψη ότι η ισχύς του δολαρίου έχει γίνει τροχοπέδη για την αμερικανική μεταποίηση. Από τη δεκαετία του 1980, όταν η επιθετική νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας προσέλκυσε τεράστιες εισροές ξένου κεφαλαίου, το δολάριο διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Η ισχυρή ισοτιμία καθιστά τα αμερικανικά προϊόντα ακριβότερα στις διεθνείς αγορές, ενισχύοντας τα εμπορικά ελλείμματα και επιταχύνοντας τη μεταφορά της παραγωγής στο εξωτερικό. Ο Τραμπ αντιλαμβάνεται αυτή την πραγματικότητα όχι μόνο ως οικονομική πρόκληση αλλά και ως γεωπολιτικό πρόβλημα. Η Αμερική, κατά την οπτική του, έχει θυσιάσει την παραγωγική της βάση για να διατηρήσει μια παγκόσμια ηγεμονία που πλέον υπονομεύεται από ανταγωνιστές όπως η Κίνα, χωρίς να απολαμβάνει πλέον τα γεωστρατηγικά οφέλη του Ψυχρού Πολέμου.
Η προσέγγισή του, που έχει χαρακτηριστεί από ορισμένους ως «Συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο», επιδιώκει μια ανατροπή των κανόνων του διεθνούς εμπορίου με σκοπό τη δημιουργία πολιτικής πίεσης. Οι δασμοί λειτουργούν ως εργαλείο διαπραγμάτευσης — ή καλύτερα, εξαναγκασμού. Αντί να στοχεύουν σε άμεσα οικονομικά οφέλη, αποσκοπούν στη μετατόπιση του παγκόσμιου πλαισίου: στη διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξάγουν περισσότερο, θα επαναφέρουν εργοστάσια στο εσωτερικό και θα μοιράζονται λιγότερο το βάρος της ασφάλειας με συμμάχους που — κατά τον Τραμπ — ωφελούνται δυσανάλογα από την αμερικανική αμυντική ομπρέλα.
Η λογική αυτή βασίζεται εν μέρει σε ιστορικό προηγούμενο. Το 1985, οι ΗΠΑ, μαζί με τις άλλες χώρες της G5, συμφώνησαν στην «Συμφωνία της Πλάζα», που προέβλεπε τη συντονισμένη υποτίμηση του δολαρίου. Το αποτέλεσμα ήταν προσωρινή μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων. Σήμερα, ο Τραμπ επιχειρεί μια πιο μονομερή εκδοχή αυτής της στρατηγικής, καθώς η πολυμερής συνεργασία έχει καταστεί δυσκολότερη σε ένα κόσμο κατακερματισμένων συμφερόντων. Ο στόχος παραμένει ίδιος: η αποδυνάμωση του δολαρίου μέσω επιλεκτικών διαπραγματεύσεων και η ανατροπή της ισορροπίας που επιτρέπει σε ανταγωνιστές να πλουτίζουν από τις εμπορικές ανισορροπίες.
Μια ιδιαίτερη διάσταση του σχεδίου είναι η σύνδεση εμπορίου και ασφάλειας. Ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του θεωρούν πως οι εμπορικές σχέσεις δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις στρατιωτικές συμμαχίες. Χώρες που θέλουν να απολαμβάνουν την αμερικανική προστασία — είτε στο ΝΑΤΟ είτε στον Ινδο-Ειρηνικό — οφείλουν να ανταποκρίνονται και σε όρους «δίκαιου εμπορίου». Σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβαση σε στρατηγικά πλεονεκτήματα ή να υποχρεωθούν να αυξήσουν δραστικά τις δικές τους αμυντικές δαπάνες.
Η πιο τολμηρή πτυχή της πολιτικής Τραμπ είναι η σκόπιμη πρόκληση «οικονομικού πολέμου» με την Κίνα. Η χώρα αυτή, που κατέχει τεράστια αποθέματα αμερικανικού χρέους και έχει καταφέρει να ενισχυθεί τεχνολογικά και στρατιωτικά εντός του παγκόσμιου εμπορικού πλαισίου, αντιμετωπίζεται πλέον όχι ως εταίρος αλλά ως απειλή. Η στρατηγική Τραμπ επιδιώκει να αποσυνδέσει σταδιακά τις δύο οικονομίες, περιορίζοντας την εξάρτηση της Αμερικής από κινεζικά αγαθά και σπάνιες πρώτες ύλες, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται υψηλότερο κόστος στο εσωτερικό. Το μακροπρόθεσμο κέρδος θεωρείται υπέρτερο του βραχυπρόθεσμου πόνου.
Για αυτό και ο Πρόεδρος Τραμπ ανέστειλε προσωρινά τους δασμούς για δεκάδες χώρες αλλά επέλεξε να τους αυξήσει για την Κίνα.
Είναι σαφές ότι το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει ρίσκο. Η υποτίμηση του δολαρίου μπορεί να πλήξει την εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία των ΗΠΑ. Η επιθετική εμπορική πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε αντίποινα, σε απώλεια συμμάχων και σε οικονομική αστάθεια. Όμως για τον Τραμπ, αυτά είναι αποδεκτά ρίσκα σε έναν κόσμο όπου η παγκοσμιοποίηση δεν λειτουργεί πια υπέρ της Αμερικής. Το κεντρικό επιχείρημα δεν είναι ότι οι δασμοί φέρνουν άμεσα ανάπτυξη, αλλά ότι η οικονομία των ΗΠΑ χρειάζεται μια δομική επανεκκίνηση. Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται πρώτα να διαταραχθεί το status quo.
Η οπτική αυτή δεν είναι χωρίς προηγούμενο. Από τον Μεσοπόλεμο μέχρι το Νιου Ντιλ και τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χρησιμοποιήσει την κρίση ως ευκαιρία για ανασχεδιασμό. Το σχέδιο Τραμπ — παρά την επιθετικότητα και τον ανορθόδοξο χαρακτήρα του — εντάσσεται σε μια παράδοση ριζοσπαστικής αναθεώρησης, που αντιμετωπίζει την οικονομία όχι ως αφηρημένο τεχνοκρατικό πεδίο, αλλά ως εργαλείο εξουσίας και εθνικής στρατηγικής.
Σε τελική ανάλυση, η ερώτηση δεν είναι αν οι δασμοί είναι «σωστοί» ή «λάθος» με βάση τα εγχειρίδια οικονομικών. Είναι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως τις αντιλαμβάνεται ο Τραμπ, μπορούν να συνεχίσουν να είναι παγκόσμια υπερδύναμη χωρίς να αλλάξουν ριζικά τους όρους συμμετοχής τους στο διεθνές σύστημα. Αν η απάντηση είναι όχι, τότε το «χάος» που προκαλεί ίσως είναι το πρώτο βήμα προς μια νέα ισορροπία — μια ισορροπία πιο σκληρή, αλλά ίσως και πιο βιώσιμη για την Αμερική.
Δείτε Επίσης: