Ο Γιώργος Μαρίνος ήταν ένα showman και μάλιστα θεωρείται από τους πρωτοπόρους του ζωντανού σόου στην Ελλάδα.
Εργάσθηκε επί σειρά ετών σε διάφορες μουσικές πίστες και θεατρικές σκηνές παρουσιάζοντας τις δημιουργίες του, ενώ έλαβε μέρος σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές με πιο χαρακτηριστική την εκπομπή “Ciao ANT1”, στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Το τελευταίο διάστημα, φημολογείται ότι ζει απομονωμένος αλλά κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν γνωρίζει το που βρίσκεται.
Ο Κώστας Τουρνάς, σε πρόσφατη συνέντευξή του, είχε αναφέρει, πως είχε επικοινωνήσει μαζί του μετά την έξαρση της περιπέτειας με την υγεία του, αλλά δεν γνωρίζει που βρίσκεται, μάλιστα αποκάλυψε πως δεν μένει στο σπίτι του.
Επίσης, Μεγακλής Βιντιάδης, είχε αναφερθεί στην εκπομπή «Happy Day» για τον Γιώργο Μαρίνο, λέγοντας πως ενώ ξέρει που βρίσκεται, ο γνωστός παρουσιαστής δεν αφήνει κανέναν να τον πλησιάσει για κάποιους λόγους.
«Τα ίχνη του Γιώργου έχουν χαθεί, παρ’ όλο που εγώ σαν ντέντεκτιβ ξέρω που βρίσκεται αλλά δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει για κάποιους λόγους».
Ο Γιώργος Μαρίνος ήταν πολύ αγαπητός στον καλλιτεχνικό χώρο και πολλοί προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν χωρίς αποτέλεσμα.
Η Σεμίνα Διγενή προσπάθησε να το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο!
Του έγραψε γράμμα με τίτλο «Στον αποκωδικοποιητή της Σεμίνας Διγενή: Ένα γράμμα στον Γιώργο Μαρίνο» και το δημοσίευσε στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, εκμυστηρεύοντας του το πόσο της λείπει.
«Σε σκέφτομαι πολύ τελευταία. Όχι μέσα σε τηλεοπτικά σκηνικά ή στην πίστα της “Μέδουσας”. Σε σκέφτομαι πάντα µε φόντο τη γειτονιά που µμεγαλώσαμεµε -µμοναχικά παιδιά και οι δύο-, τον Βοτανικό.
Ήρθες, μέσα από την οθόνη της ΕΡΤ, σε εκείνη την εκπομπή µας, που ξαναπροβλήθηκε προχθές από την ΕΡΤ. Ήσουν όμορφος και χαρούμενος, γιατί ένιωθες πόσο πολύ σε αγαπούσαµε όλοι σε εκείνη τη μεγάλη παρέα. Λέγαμε αστεία και γελούσαµε πολύ. Μας τραγούδησες το “Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά”, και σε μια στιγμή πήγες και γονάτισες µμπροστά στην Κάτια και της αφιέρωσες το πιο σπαρακτικό “Χάρτινο το φεγγαράκι”. Πόσο µου έχει λείψει να σου µμιλάω και πιο πολύ να σε ακούω…
Δεν βρίσκει κανείς µας τρόπο να επικοινωνήσει μαζί σου, καθώς μια διάθεσή σου σε κρατάει ασφαλή στην άλλη όχθη της πόλης, κάπου που µόνο εσύ ξέρεις. Η πρώτη εικόνα που έχω από εσένα είναι η αφίσα σου, που έβλεπα στους τοίχους της Αδριανού, σχολώντας από το Α’ Γυμνάσιο της Πλάκας. Μετά οι δίσκοι σου, µμετά η σαρωτική παρουσία σου στην πίστα, µμετά στο θέατρο, µμετά στο σινεμά κι ύστερα επιτέλους από κοντά, στις εκπομπές µου. Τυφώνας και µμαϊστράλι μαζί. Είναι χρόνια τώρα που, από τη δράση, αυτοεξορίστηκες στη σιωπή… Κάποτε ο πατέρας σου στη Μακρόνησο, τώρα εσύ, σαν να ζεις την αντιστροφή. Αντέχεις άραγε; ∆εν χάνεσαι και δεν παραπατάς ποτέ;
Κάποιες φορές νομίζω πως ακούω τη φωνή σου από την άκρη του καλωδίου ενός παλιού τηλεφώνου, να σιγοτραγουδά σκόρπιους στίχους του Χατζιδάκι… Αναζητώντας την έννοια του Έλληνα σύγχρονου μύθου, μακριά από την παρέλαση των κοινοτοπιών, το µόνο πρόσωπο που σκέφτομαι είναι το δικό σου… Ευτυχώς το αρχείο της ΕΡΤ διέσωσε την εκπομπή του Γ. Παπαστεφάνου για σένα, του 1976. Είχε πέσει η χούντα. Η χώρα δεν έχει ακόμη καθαρίσει, αλλά εσύ είσαι ευτυχισμένος. Γεννοβολάς υπέροχη μουσική, λέξεις, βλέμματα, η ενέργεια, το χιούμορ και η λάμψη σου αιχμαλωτίζουν τον φακό. Καμία κρυμμένη “ιδεολογία”. Όλα στο φως.
Αγαπημένο μοναχικό παιδί. Συναντάς στα 12, πρώτη φορά, τον πατέρα σου, µετά την εξορία. Στα 16 κάνεις, για πρώτη φορά, την ομολογία ερωτικής πίστεως. Αγαπάς τα αγόρια. Αποφασίζεις πως δεν θα κρυφτείς ποτέ. Γίνεσαι ερωτευμένο υποκείμενο. Γίνεσαι καλλιτέχνης. Γίνεσαι πρώτος. Θα μπορούσε όλο αυτό να είναι ένα εξαίσιο εργαλείο παρανόησης. Όχι, αποφασίζεις όλα σου να είναι καθαρά και διάφανα. Με εκφραστικά στοιχεία απροσδόκητα και γοητευτικά, µε φραστικούς τύπους ολόδικούς σου, µε το µέγα πάθος σου, τις εξάρσεις και το θάρρος σου να µμιλάς για τον έρωτα, πάντα ανοιχτά, καθαρά και καταπρόσωπο… (Ξέρω πως ο μεγαλύτερος σου έρωτας υπήρξαν τα σκυλιά. Άραγε, εκεί στη σιωπή, σε συντροφεύουν ακόμη;)
Όλο το απόγευμαµα σήμερα ήμουν μαζί σου. Σε απολάμβανα στις εκπομπές που κάναµε για τον Χορν, σε μια άλλη µε τη Λιάνα, σε αυτήν µε την Κάτια και την Κατιάνα, σε εκείνη µε τη Λίνα και τον Σταµάτη και σε τόσες ακόμη… Ήσουν -και είμαι σίγουρη πως εξακολουθείς να είσαι- το φως και η χαρά, που δεν έχουν ανάγκη επιγόνους. Η τέχνη είναι ο θρίαμβος σου. Ο πυρετός, ο κορεσμός και το μεθύσι σου. Ο πόθος σου. Ίσως κάτι παραπάνω να ήξερες και τράβηξες τις κουρτίνες… Όλοι αναρωτιούνται γιατί σιωπάς. Από τι είναι η καρδιά σου πλανταγμένη; Κι εμείς εδώ, µη νομίζεις, παλεύουμε στα αδιέξοδα, µε τους πιο αδιανόητους παραλογισμούς.
Στην εποχή των γκρεμισμένων σκηνικών μιας άθλιας παράστασης. Πόσο θα ’θελα όµως πίσω τον τρόπο που έβλεπες εσύ τα πράγματα, ακόμη κι εκείνη την πονηρή σου παρασιώπηση. Κάποτε µου είχες πει: “Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε άγιοι ή τέρατα”… Κι ύστερα ξαφνικά σε έχασα. Απήλθες. Ούτε τέρας ούτε άγιος… Δεν µου φτάνει να σε βλέπω στα βίντεο.
Στο μυαλό µου ακούω τη φωνή σου, σε εκείνο το τραγούδι του Ακη Πάνου που µου σκίζει την καρδιά: “Ήπια τα χείλη σου και χάνομαι, ήπια την ίδια τη ζωή. Κάτι γεννιέται, το αισθάνομαι”. Κι ύστερα: “Μαρμάρωσε, Θεέ µου, το σύμπαν εδώ, μαρμάρωσε εµένα κι εκείνη. Εδώ που γιορτάζει ο έρωτας, µη, µη σβήσει αυτή η στιγμή».
Σε σκέφτομαι πολύ τελευταία. Όχι μέσα σε τηλεοπτικά σκηνικά ή στην πίστα της “Μέδουσας”. Σε σκέφτομαι πάντα µε φόντο τη γειτονιά που μεγαλώσαμε -μοναχικά παιδιά και οι δύο-, τον Βοτανικό. Αν γνωριζόμασταν τότε, θα σε καθησύχαζα πως όταν μεγαλώσεις η μαμά σου θα είναι πολύ περήφανη για σένα. Κακώς φοβόσουν πάντα για το αντίθετο. Κακώς το σκέφτεσαι ακόμη. Σαν να έγινε μόλις, 1975. Ηχογραφείς το “Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα”. Μα ναι, ακούω καθαρά: “Κουβέντες στην τύχη για κάποιον Μαρίνο, που κάνει τον κλόουν και τον θεατρίνο, και πάλι τραγούδια μαζί µε φιλιά, στους δρόμους, στα πάρκα, σε κάποια σκαλιά”.