H καταξιωμένη δημοσιογράφος Έλλη Στάη, ξεκίνησε τη δημοσιογραφική της καριέρα στην εφημερίδα «Η Αυγή» και η τηλεοπτική της καριέρα ξεκίνησε στην ΕΡΤ στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Την περίοδο εκείνη παρουσίαζε το κεντρικό δελτίο ειδήσεων δίπλα στον Τέρενς Κουίκ. Το 1993 ήταν η κεντρική παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του ΣΚΑΪ, εγκαινιάζοντας τα «τηλεοπτικά παράθυρα», τα οποία ανέβασαν κατά πολύ την τηλεθέαση του δελτίου κάνοντάς το πρώτο σε τηλεθέαση. Από το 1999 έως το 2006 συνεργάστηκε με τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1. Αυτά τα χρόνια θεωρούνται το καλύτερο διάστημα στην καριέρα της καθώς είχε αναλάβει κεντρικό δελτίο ειδήσεων του σταθμού, ενώ παράλληλα παρουσίαζε και μία από τις πιο διάσημες εκπομπές στην ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης, «Με τα μάτια της Έλλης», στην οποία φιλοξενούνται πολιτικοί, καλλιτέχνες και άλλες γνωστές προσωπικότητες.
Σε μία συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πριν τρία χρόνια στον Αντώνη Σρόιτερ και την εκπομπή «Αυτοψία», η Έλλη Στάη είχε αναφερθεί στην σεξουαλική παρενόχληση που είχε δεχτεί στο ξεκίνημα της καριέρας της από ανώτερο της, ο οποίος μάλιστα της είχε επιτεθεί και σωματικά.
Με αφορμή την σεξουαλική κακοποίηση της Ολυμπιονίκη Ιστιοπλοΐας, Σοφία Μπεκατώρου, το κίνημα #Metoo η γνωστή δημοσιογράφος μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα» αναφέρθηκε στη δική της τραυματική εμπειρία.
«Όταν πριν από περίπου δύο χρόνια σε μια εκπομπή του Αντώνη Σρόιτερ στον ALPHA, μιλώντας για τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η γυναίκα στον επαγγελματικό της χώρο, είχα πει αυθόρμητα για την παρενόχληση που είχα δεχτεί από τον εκδοτικό μεγαλοπαράγοντα της εποχής, είχαν περάσει ήδη 35 χρόνια. Παρόλο που ο δικός μου χαρακτήρας με έκανε να ανοίξω την πόρτα και να φύγω τρέχοντας, να παραιτηθώ κάτω από την απειλή πως δεν θα βρω αλλού δουλειά, δεν είχα ούτε τη δύναμη ούτε την αίσθηση πως μπορώ να το καταγγείλω, να το πω οπουδήποτε. Τότε το έθαψα στο πέρασμα του χρόνου, προσπαθώντας να πραγματοποιήσω αυτά που ήθελα στη ζωή μου.
Ούτε όμως, 35 χρόνια μετά, είχα την αίσθηση πως η ελληνική δημόσια σφαίρα (τα μέσα ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα, τα επαγγελματικά σωματεία) ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα με την προσοχή και τη σοβαρότητα που του αξίζουν.
Γι’ αυτό και μόνο το ότι τώρα δεν υπάρχει απλώς η κουτσομπολίστικη διάσταση, όπως μόλις δύο χρόνια πριν υπήρχε, πρέπει να μας κάνει να ελπίζουμε πως έρχεται η ώρα της ωριμότητας και για την ελληνική κοινωνία να ανοίξει διάπλατα τη δημόσια συζήτηση για τέτοιου είδους θέματα, που αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για την ποιότητα της ζωής μας προς το μέλλον».