Θεωρείται ένας από τους πλέον ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του και έχει αφήσει το καλλιτεχνικό αποτύπωμά του σε δημοφιλείς σειρές, κινηματογραφικές επιτυχίες και αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις. Αυτή την εποχή κάνει guest εμφανίσεις στα «Καλύτερά μας χρόνια» της ΕΡΤ, ενώ πρόσφατα ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου (ΔΗΠΕΘΕ) Ρούμελης.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Ο Νίκος Ορφανός μιλάει στην «Espresso» για τα παιδικά του χρόνια, για την επαγγελματική διαδρομή του και για το πέρασμα που έκανε από την πολιτική σκηνή του τόπου. Ακόμα, αναφέρεται στη γνωριμία και στον γάμο του με την Αντιγόνη Παφίλη και στον ερχομό του γιου τους Πάνου στον κόσμο, ενώ δεν παραλείπει να σχολιάσει τα τεκταινόμενα στον καλλιτεχνικό χώρο, εκφράζοντας την άποψη ότι δεν υπάρχει «ομερτά» στο θέατρο.
Γεννήθηκες στον Κορυδαλλό, μεγάλωσες στου Ρέντη. Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που έχεις από τα παιδικά σου χρόνια;
Θυμάμαι όλο τον παλιό Ρέντη. Τις φιστικιές, τα χωράφια πίσω από τις εργατικές πολυκατοικίες, δίπλα στις γραμμές του τρένου, το παλιό συγκρότημα της ΒΙΑΜΥΛ με τα εγκαταλειμμένα βιομηχανικά κτίρια, τον Κηφισό, που στις νεροποντές πλημμύριζε την πλατεία, τις αλάνες, τους παλιούς φίλους, το καφενείο του Μπούλη, το παλιό πέτρινο δημοτικό σχολείο μου, τον κ. Παπαδόπουλο, έναν υπέροχο διευθυντή, τους δασκάλους μου, όλα…
Σπούδασες στη Φιλοσοφική Αθηνών και στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Γιατί υπερίσχυσε η υποκριτική στον επαγγελματικό δρόμο σου;
Γιατί ήθελα να κάνω μια δουλειά που να με γεμίζει και να μην αισθάνομαι ότι δουλεύω. Ταυτόχρονα, είχα τόσο πολλά περίεργα πράγματα στο κεφάλι μου, που μόνο κάτι καλλιτεχνικό θα με βοηθούσε να τα εκφράσω και να τα χειριστώ. Το θέατρο ή, μάλλον, η τέχνη μού έσωσε τη ζωή. Είμαι γεννημένος καλλιτέχνης. Ετσι σκέφτομαι, ζω και χειρίζομαι την πραγματικότητα, όχι υπερβατικά αλλά με έναν αισθητικό τρόπο ερμηνείας, με ευγένεια, ενσυναίσθηση και σεβασμό. Η τέχνη με έκανε καλύτερο άνθρωπο και θα είμαι πάντα κομμάτι του κόσμου της, ακόμα κι αν τύχει να αλλάξω επάγγελμα.
Στα πρώτα σου τηλεοπτικά βήματα, στα 90s, έπαιξες σε μεγάλες επιτυχίες: «Αναστασία», «Απών», «Τζιβαέρι» κ.ά. Ηταν πολύ διαφορετική η τηλεόραση τότε;
Ηταν πολύ διαφορετική η κοινωνία και πλέον οι τότε σειρές είναι σειρές εποχής, γυρισμένες προ κινητών, προ διαδικτύου, προ πολλών εξελίξεων. Αλλά είχε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τώρα: Υπήρχαν πολύ περισσότερες πρωτότυπες ιστορίες και σενάρια. Δυστυχώς, ακόμα δεν έχουμε ξεφύγει από τις ξένες διασκευές. Ομως η σημερινή εποχή έχει κάτι που δεν υπήρχε τότε: τη δυνατότητα η σειρά να παίξει πολλαπλά, να την πάρεις μαζί σου, να τη δεις όπου θες και όπου βρίσκεσαι, και, φυσικά, να περάσει τα σύνορα αν φτιαχτεί σωστά.
Ας πάμε στο «Νησί», μία από τις καλύτερες σειρές στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Ο ήρωάς σου, ο γιατρός Λαπάκης, ήταν από τους πιο αγαπημένους των τηλεθεατών. Τι θυμάσαι από τις αντιδράσεις του κόσμου; Γινόταν χαμός τότε…
Για μένα ήταν η καλύτερη σειρά που έχει γυριστεί ποτέ, γιατί ακόμα παραμένει η μόνη που γυρίστηκε με απολύτως διεθνείς προδιαγραφές. Θυμάμαι την αγάπη των τηλεθεατών, οι οποίοι ήξεραν ότι, κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Λαπάκης μου, ήταν για να ενθαρρύνει και να ψιθυρίσει «κουράγιο» στους ασθενείς. Θυμάμαι να μου φωνάζουν στον δρόμο «γιατρέ, το φάρμακο!» και διάφορα τέτοια… Οπως, φυσικά, και τις αξέχαστες στιγμές των γυρισμάτων στο πανέμορφο Λασίθι. Δέκα χρόνια μετά το «Νησί», που πραγματευόταν, μεταξύ άλλων, την απομόνωση στη Σπιναλόγκα των ασθενών της νόσου Χάνσεν, έρχεται η πραγματικότητα της πανδημίας του Covid-19. Και οι άνθρωποι απομονώνονται ξανά, στα σπίτια τους αυτή τη φορά.
Πώς βίωσες την καραντίνα;
Με ψυχραιμία, υπομονή και πολύ διάβασμα. Και διαδικτυακές αναγνώσεις έκανα αγαπημένων μου βιβλίων για φίλους που με παρακολουθούσαν, και το μεταπτυχιακό μου προχώρησα, και εξετάσεις ξαναέδωσα στα αγγλικά – και όλα διαδικτυακά. Είναι απίστευτο πόσα πράγματα μπορείς να κάνεις χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθείς από το γραφείο ή το σπίτι σου. Και, φυσικά, παίξαμε πολύ με το γιο μου, κάναμε κατασκευές, περιπάτους. Είδα και αγαπημένες σειρές, ταινίες και ντοκιμαντέρ.
Το 2015 εκλέχθηκες βουλευτής με το Ποτάμι. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία για σένα; Πώς αντιμετωπίζουν γενικά οι επαγγελματίες πολιτικοί έναν ηθοποιό, όταν εμφανίζεται στα… λημέρια τους;
Ηταν δύσκολη εμπειρία, σκληρή, θα έλεγα, καθώς εκλέχθηκα σε μια περίοδο μεγάλου διχασμού, ο οποίος… ξανασηκώνει κεφάλι, από ό,τι βλέπω. Οι βουλευτές ήταν εντάξει. Αυτοί που ήταν «κάπως» ήταν οι τηλεδημοσιογράφοι, που νόμιζαν, όποτε με καλούσαν, ότι θα πάω να κάνω αστειάκια, ενώ εγώ μιλούσα με επιχειρήματα και με πολιτικές αναλύσεις, και γυρνούσαν και με κοιτούσαν ξαφνιασμένοι. Πολλοί θεωρούν, ακόμα, ότι ο ηθοποιός είναι κάτι σαν παλιάτσος – σε γενικές γραμμές, αστοιχείωτος και ημιμαθής. Εγώ τους χαλούσα αυτή την προκατάληψη. Οπως και αν έχει, δεν θα το ξανάκανα, αλλά το συνιστώ.
Το 2019 ωστόσο κατέβηκες ξανά υποψήφιος τόσο στις δημοτικές όσο και στις βουλευτικές εκλογές.
Υποστήριξα δύο ανθρώπους που εκτιμώ: τον Κώστα Μπακογιάννη για την Αθήνα, την οποία ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου -ζω και εργάζομαι σε αυτήν 35 χρόνια-, και τη Φώφη Γεννηματά, καθώς το Κίνημα Αλλαγής ήταν το μόνο κόμμα που είχε πρόγραμμα για τον πολιτισμό. Μπήκα για χάρη τους, γνωρίζοντας ότι δεν θα εκλεγώ. Δεν με απασχολούσε, άλλωστε.
Φέτος σε απολαμβάνουμε ως guest στα «Καλύτερά μας χρόνια», μια σειρά με την οποία η ΕΡΤ πέρασε στην… αντεπίθεση όσον αφορά τη μυθοπλασία. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σου, η επιτυχία της;
Εν αρχή ην ο λόγος. Το σενάριο του Νίκου Απειρανθίτη και της Κατερίνας Μπέη, αληθινό, νοσταλγικό, αγαπησιάρικο, αλλά και με υπέροχους διαλόγους και χαρακτήρες. Εκεί «κουμπώνει» η αισθητική της Ολγας Μαλέα, της μόνης σκηνοθέτριας αυτή τη στιγμή στην ελεύθερης μετάδοσης τηλεόραση που δίνει τόση σημασία στο art direction. Και πάνω στα θεμέλιά τους ακουμπήσαμε όλοι: ηθοποιοί, συντελεστές, τεχνικοί, παραγωγή.
Εσύ και η σύζυγός σου, η δημοσιογράφος Αντιγόνη Παφίλη, παντρευτήκατε αυθόρμητα τον Δεκαπενταύγουστο του 2013 σ’ ένα μοναστήρι στην Κρήτη. Πώς γνωριστήκατε;
Γνωριστήκαμε απρόσμενα και παντρευτήκαμε με τον ίδιο τρόπο. Απλά και χωρίς πολυκοσμία, στο αγαπημένο μου νησί, ανάμεσα στους δικούς μας και σε τρεις φίλους, του ιερέα συμπεριλαμβανομένου. Ολα έγιναν γρήγορα, ήταν σαν να ήμασταν μαζί όλη μας τη ζωή, σαν να γνωριζόμασταν από πάντα. Παντρευτήκαμε στους οκτώ μήνες γνωριμίας, γίναμε γονείς στα δύο χρόνια. Αμα ξέρεις ποιον θέλεις, θα τον βρεις.
Εχετε αποκτήσει έναν γιο, τον Πάνο, ο οποίος σήμερα είναι περίπου 6 ετών. Ησουν έτοιμος για τον ρόλο του πατέρα όταν ήρθε στον κόσμο;
Ημουν έτοιμος από καιρό. Η πατρότητα είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία σου να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Εκεί πρέπει να κάνεις ενδοσκόπηση μεγάλη. Και, κυρίως, να σταθείς κριτικά -και επικριτικά, αν χρειαστεί- στη δική σου ανατροφή, στους δικούς σου γονείς. Και να τραβήξεις έναν δρόμο αποδοχής, συνεχούς ενθάρρυνσης, αξιών και ορίων. Κάποιος σε χρειάζεται για να του γνωρίσεις τον κόσμο, πρέπει να σταθείς άξιος. Διάβασε, συζήτησε, άκουσε και μην κάνεις ό,τι έκαναν οι γονείς και οι παππούδες σου σε εσένα άκριτα. Και πάντα να εύχεσαι να τα πας καλά, καθώς όλοι είμαστε αρχάριοι σε αυτό.
Πρόσφατα ανέλαβες την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης. Πώς προέκυψε;
Η Λαμία είναι η γενέθλια πόλη της μητέρας μου. Το ΔΗΠΕΘΕ ήταν το πρώτο επαγγελματικό θέατρο στο οποίο εργάστηκα ως ηθοποιός, πριν από 29 χρόνια. Η διεύθυνση ενός θεατρικού οργανισμού είναι μια στόχευση που είχα, καθώς ολοκληρώνω το μεταπτυχιακό μου στην Πολιτιστική Διαχείριση. Εκανα αίτηση στη σχετική προκήρυξη, έγινε αποδεκτή και ανέλαβα. Δεν διορίστηκα, αξιολογήθηκα και προκρίθηκα ανάμεσα σε άλλους άξιους υποψηφίους.
Πώς σχολιάζεις τη στάση της Λίνας Μενδώνη στην υπόθεση του Λιγνάδη;
Δεν πιστεύω ότι γνώριζε όλα αυτά που του αποδίδονται. Κανείς δεν γνώριζε.
Σε σόκαραν οι αποκαλύψεις για τους συναδέλφους σου ή ήταν κοινό μυστικό ότι υπήρχαν παραβατικές συμπεριφορές από κάποιους ανθρώπους του χώρου;
Με σόκαραν, γιατί δεν τους ξέραμε. Γνώριζαν μόνο όσοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες. Οι υπόλοιποι γνωρίζαμε για κακότροπους χαρακτήρες, αλλά μέχρι εκεί. Δεν υπάρχει «ομερτά» στο θέατρο. Αλλά ότι οι συνάδελφοι φοβούνταν να μιλήσουν ισχύει. Από εδώ και πέρα να μη φοβάται κανείς.
Πώς πιστεύεις ότι θα είναι η επόμενη μέρα στο θέατρο, μετά την πανδημία και τις καταγγελίες;
Πιο καθαρή και υγιής. Αρκεί να είμαστε ψύχραιμοι. Κανείς δεν δικαιούται να αυτομετατραπεί σε τιμητή και δικαστή. Η Δικαιοσύνη θα κρίνει τα ποινικά αδικήματα και ο κλάδος, μαζί με τους θεατές, θα βάλει στο περιθώριο τα καθάρματα.