Από τη στιγμή που άνοιξε ο ασκός του Αιόλου ολοένα και περισσότεροι ηθοποιοί βρήκαν τη δύναμη και το θάρρος να μιλήσουν για τη δική τους πραγματική εμπειρία.
Μία από τις ιστορίες που συγκλόνισε το πανελλήνιο ήταν αυτή του Δημήτρη Μοθωναίου, ο οποίος αποκάλυψε στη Φαίη Σκορδά ότι στην τρυφερή ηλικία των 6 ετών κακοποιήθηκε σεξουαλικά από άνθρωπο του στενού οικογενειακού του κύκλου.
Ο ίδιος ο ίδιος μάλιστα αποκάλυψε σε πρόσφατη συνέντευξη του πώς ο άνθρωπος από τον κακοποίησε του ζήτησε να συναντηθούν από κοντά.
Μετά από αυτήν την αποκάλυψη ο γνωστός ηθοποιός έλαβε την αμέριστη αγάπη του κόσμου και πλέον είναι σε θέση να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά, βοηθώντας μάλιστα και άλλους ανθρώπους που έχουν υποστεί παρόμοια ή αντίστοιχα περιστατικά.
Έτσι λοιπόν ο ταλαντούχος ηθοποιός αποφάσισε να γίνει μέλος του Μη Κερδοσκοπικού Σωματείου «Ελίζα», το οποίο μάχεται κατά της κακοποίησης ανηλίκων.
Μέσα από την επίσημη ιστοσελίδα της ΜΚΟ, ο Δημήτρης Μοθωναίος εκμυστηρεύτηκε ακόμη ένα περιστατικό που του συνέβη από τον ίδιο άνθρωπο, όταν εκείνος ήταν πλέον ενήλικας και πέρασε το δικό του μήνυμα, παροτρύνοντάς όλο τον κόσμο να βοηθήσει.
Διαβάστε στο σχετικό απόσπασμα:
«Το 2009 σε ηλικία 26 ετών, μετά από ένα τροχαίο δυστύχημα που με περιόρισε κινητικά για διάστημα έξι τουλάχιστον μηνών, επέστρεψα ξανά, μετά από απουσία χρόνων στο πατρικό μου σπίτι. Αυτή η προσωρινή αναπηρία, που τη συνόδευε η πλήρης έλλειψη ανεξαρτησίας και αυτοεξυπηρέτησης ακόμη και των πλέον βασικών αναγκών, με επέστρεψε και μεταφορικά πίσω στην παιδικότητα, σε αυτή την ξεχασμένη ευαλωτότητα του μικρού παιδιού, τότε που η εξωτερική φροντίδα ήταν μονόδρομος και ανάγκη, πέρα από επιθυμία.
Μια τέτοια μέρα ήρθα ξανά σε επαφή με έναν άνθρωπο των παιδικών μου χρόνων, έναν από τους πιο στενούς φίλους του πατέρα μου, έναν άνδρα που είχα πάντοτε την αίσθηση πως μ’ αγαπούσε και με φρόντιζε. Ήταν συνεχώς παρών μέσα στο σπίτι, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, σε όλες τις εκδρομές και τα ταξίδια. Για μένα ήταν ο ήρωας των παιδικών μου χρόνων- μεγαλώνοντας με ένα πατέρα απόμακρο και αποστασιοποιημένο- λόγω των δικών του παιδικών τραυμάτων, όπως θα ανακάλυπτα αργότερα- καθιστούσε στο μυαλό μου το alter ego του, τον καλύτερό του φίλο, τον ιδανικό πατέρα που έδινε απλόχερα αγάπη και τρυφερότητα.
Εκείνη την ημέρα, Οκτώβριο του 2009, όταν άνοιξε την πόρτα για να με βρει στο παιδικό μου δωμάτιο, η καθιερωμένη αγκαλιά έγινε για κάποιο ανεξήγητο λόγο βίαιη και ξεκάθαρα ερωτική. Δεν ξέρω αν οι λέξεις είναι ικανές να αποτυπώσουν όσα συνέβησαν στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Ο χρόνος είναι αναμφισβήτητα κάτι το απολύτως σχετικό, αλλά τα συγκεκριμένα δευτερόλεπτα είχε πραγματικά διασταλεί απόλυτα.
Το ενήλικο πλέον σώμα μου μπορούσε φυσικά να αντιληφθεί την εισβολή, η αναπηρία μου σίγουρα περιόριζε τα αντανακλαστικά μου, όμως αυτό δεν ήταν η κυρίαρχη σκέψη. Το σώμα και το μυαλό μου είχαν παγώσει απόλυτα σε μια μόνο στιγμή, λες κι ήταν προγραμματισμένα από πάντα να λειτουργούν έτσι σε παρόμοιες στιγμές, σαν εκπαιδευμένα από παλιά. Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ξαναξύπνησαν εικόνες που δεν τις είχα ξαναδεί ποτέ, θραύσματα από την παιδική μου ηλικία βαθιά θαμμένα, σαν κομμένα καρέ από ταινία και πάνω απ’ όλα η αμφιβολία αν όλα αυτά ήταν αποκύημα της φαντασίας μου ή μνήμες που είχα απωθήσει.
Προφανώς μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα κάποια ασυναίσθητη δική μου κίνηση- αυτό το “πάγωμα” του ενήλικου πλέον σώματός μου ίσως;- τον επανέφερε στην πραγματικότητα κι απομακρύνθηκε άγαρμπα απευθύνοντάς μου μόνο πριν αποχωρήσει την ερώτηση: “Πόσα χρόνια πριν, θυμάσαι;”. Έμεινα μόνος στο δωμάτιο ανήμπορος να κινηθώ, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Είχαν ξυπνήσει όλα μονομιάς. Και πρώτα απ’ όλα η αδηφάγος ντροπή, αυτή η απόλυτη βεβαιότητα πως όλο αυτό το είχα προκαλέσει εγώ.
Ακολούθησε ένας κύκλος δέκα χρόνων ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας- μια σκληρή καθημερινή μάχη, προκειμένου να περάσω από την άρνηση και την απώθηση, στην παραδοχή και την απενοχοποίηση- και μια δημόσια εξομολόγηση, για να πάρω επιτέλους αυτό που δεν κατάφεραν ποτέ λόγω των δικών τους φόβων να μου δώσουν τα δικά μου πρόσωπα: αποδοχή, αναγνώριση και αγάπη. Είμαι 37 ετών σήμερα και μόνο τώρα θα μπορούσα πλέον να πω ότι θα είχα το σθένος να κινηθώ νομικά εναντίον αυτού του προσώπου, αν φυσικά μου το επέτρεπε ο νόμος- πράγμα που δυστυχώς δε συμβαίνει. Τους τελευταίους δυο μήνες έχω μοιραστεί απίστευτη αγάπη με κυριολεκτικά χιλιάδες επιζήσαντες παιδικής κακοποίησης στη χώρα μας και αυτό πέρα από ανησυχητικό για την κοινωνία μας είναι και μια σημαντική παρηγοριά για μας. Δεν είμαστε πλέον μόνοι.
Απευθύνω μια έκκληση και μια ευχή για το μέλλον.
Όταν ένα κακοποιημένο παιδί σας πλησιάσει ζητώντας αγάπη, βοήθεια και στήριξη- Μην κοιτάτε αλλού.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως κάποιος θα επινοούσε μια τέτοια ιστορία, αν δεν του είχε πραγματικά συμβεί.
Το αντίθετο μάλιστα.
Οι πιο πολλοί από μας καθυστερούν να θυμηθούν, ακριβώς από αυτή την ανυπέρβλητη ανάγκη να ξεχάσουν.
Γιατί- Πιστέψτε με, Πρώτοι εμείς θα θέλαμε να μην είχε συμβεί!»