Ο Τάκης Σαγιώρ αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς και πετυχημένους χορευτές και χορογράφους του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του μιλάει στην «Espresso» και τα λέει «έξω από τα δόντια», χωρίς φόβο και κόμπλεξ.
- Από τον
Βαγγέλη Καράλη
Εξάλλου από μικρό παιδί έχει μάθει να είναι μαχητής, καθώς σε ηλικία μόλις 14 ετών έφυγε από την Κέρκυρα για να γλιτώσει από τη βία και την κακοποίηση που δεχόταν από τον πατέρα του και ήρθε στην Αθήνα ως άστεγος, καταφέρνοντας να χτίσει μια καριέρα, αλλά κυρίως έναν χαρακτήρα και όνομα από τα πλέον αξιοσέβαστα και ηθικά στον χώρο του θεάματος.
Πώς θυμόσαστε τα παιδικά σας χρόνια και πώς αποφασίσατε να γίνεται χορευτής και χορογράφος;
Γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια στην Κέρκυρα. Ο πατέρας μου είχε ιχθυοπωλείο στο νησί. Δεν μας έλειψε τίποτα οικονομικά ως παιδιά. Ο πατέρας, όμως, αδιαφορούσε για τα θέλω μας, ήταν ο τύπος τού «αποφασίσω και διατάζω» και ήθελε να μας κάνει δικηγόρους, γιατρούς κ.λπ. Από μικρός είχα καλλιτεχνική τάση. Θυμάμαι είχε έρθει στο νησί ο Γιώργος Οικονομίδης μαζί με την Καλή Καλό και τον θίασό τους και ενθουσιάστηκα. Ετσι, άρχισα και έκανα μιμήσεις σε φίλους μου. Μια φορά με ρώτησε ο πατέρας μου τι θέλω να γίνω και του απάντησα ηθοποιός, μου έδωσε μια σφαλιάρα και ξεκίνησε το ξύλο. Γύρω στα 14 μου χρόνια η κατάσταση ξέφυγε και σε μια μας διαμάχη με κυνηγούσε με μαχαίρι να με σφάξει. Ετσι, λοιπόν, μέσα σε μια μέρα με 70 δραχμές στην τσέπη πήρα το πρώτο πλοίο της γραμμής και έφυγα για την Αθήνα. Οταν τα κατάφερα και το όνομά μου έγινε γνωστό, ο πατέρας μου δεν ήθελε να με δει ούτε στο θέατρο ούτε στην τηλεόραση. Μέχρι το τέλος της ζωής του, τον είδα προτού πεθάνει και μου έδωσε την ευχή του, λέγοντάς μου «τα κατάφερες μια χαρά στη ζωή σου», δεν είχαμε καμία επικοινωνία. Τον είχα συγχωρήσει για όλα αυτά που μου έκανε, αλλά πάντα είχα μια παγωμάρα μαζί του. Δεν συγχωρώ όμως την κοινωνία, διότι η κοινωνία δημιουργεί τέτοιους τύπους σαν τον πατέρα μου.
Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα;
Αυτό ήταν το μεγάλο δράμα για εμένα, καθώς όταν ήρθα, σε ηλικία 14 ετών, έζησα δύο τραγικά χρόνια. Δεν είχα πού να μείνω και κοιμόμουν για έξι μήνες έξω από το θέατρο του Ρεξ, άστεγος. Είχα πάει να βρω τη Ρένα Βλαχοπούλου, καθώς ήταν και αυτή από την Κέρκυρα, και της ζήτησα δουλειά. Τότε, με έβαλε σε έναν θίασο, πίσω πίσω στο μπαλέτο, και ξεκίνησα να παίρνω ένα μεροκάματο. Ετσι ξεκίνησα με τα πρώτα μου χρήματα και γράφτηκα στη σχολή χορού της Ελλης Ζουρούδη, που με βοήθησε πολύ στα πρώτα μου βήματα.
Πώς καταφέρατε να ξεχωρίσετε και να γίνετε ένας από τους κορυφαίους χορευτές και χορογράφους του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου;
Δεν νιώθω κορυφαίος. Ημουν απλώς επαγγελματίας και προσπαθούσα να κάνω σωστά τη δουλειά μου. Μέσα από την εμπειρία μου πλέον βλέπω ότι για να γίνεις «όνομα» χρειάζονται δυο τρία βασικά στοιχεία. Το πρώτο είναι να έχεις προσωπικότητα, να ξεχωρίζεις δηλαδή από τους άλλους. Να έχεις τύχη, είναι πολύ σημαντικό, και πολλή δουλειά κάθε μέρα. Αν τα έχεις αυτά τα τρία, μπορείς να προχωρήσεις.
Εχετε συνεργαστεί με τα κορυφαία ονόματα του χώρου. Ξεχωρίζετε κάποιους και γιατί;
Αρχικά θέλω να πω ότι όλοι οι πρωταγωνιστές του θεάτρου και του κινηματογράφου είχαν μεγάλο ταλέντο. Προσωπικά, θέλω να μείνω στους χαρακτήρες των ανθρώπων που τους ξεχώρισα. Κακοί χαρακτήρες αρχικά ήταν ο Σταύρος Παράβας και ο Γιώργος Πάντζας, ήταν κομπλεξικοί και πίστευαν ότι είναι καλύτεροι από αυτό που άξιζαν. Οπως επίσης και η Ρένα Βλαχοπούλου δεν ήταν καθόλου καλός χαρακτήρας, παρόλο που με βοήθησε, μου άνοιξε την πόρτα και μετά μου την έκλεισε. Οταν ξεκινήσαμε και γίναμε γνωστοί μαζί με τη Λουίζα Μελίντα, μας φώναξε ο Μπουρνέλης να παίξουμε σε παράστασή του. Ηθελε να μας βάλει κουαρτέτο μαζί με τον Φώτη Μεταξόπουλο και τη Νάντια Φοντάνα. Ξεκινήσαμε τις πρόβες, αλλά η Φοντάνα αντέδρασε και δεν μας ήθελε. Πήγε, τότε, ο Μεταξόπουλος και είπε στον Μπουρνέλη ότι δεν θέλει να συνεργαστούν μαζί μας. Ο Μπουρνέλης αντέδρασε και απάντησε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να διώξω τον Τάκη και τη Λουίζα. Τότε, πήγε ο Μεταξόπουλος στη Βλαχοπούλου, που ήταν η πρωταγωνίστρια της παράστασης, και της ζήτησε να φύγουμε. Πήρε η Βλαχοπούλου τον Μπουρνέλη και του είπε ή θα φύγουν αυτοί ή εγώ. Ετσι, λοιπόν, η Ρένα Βλαχοπούλου μεσολάβησε ώστε να μην είμαστε στην παράσταση. Υστερα από χρόνια, βέβαια, με τη Ρένα τα βρήκαμε και γίναμε καλοί φίλοι. Από τη στιγμή που έκανα καριέρα, δεν έμενα σε μικρότητες και τους συγχώρεσα όλους. Αυτούς που έχω μέσα στην καρδιά μου και αγαπώ πολύ είναι η Σμάρω Στεφανίδου, ο Αυλωνίτης, ο Χρόνης Ξαρχάκος, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Χρήστος Ευθυμίου, ο Ντίνος Ηλιόπουλος και ο Νίκος Σταυρίδης. Άνθρωποι ευγενικοί, σωστοί και καθόλου ψωνισμένοι.
Θα ήθελα να αναφερθούμε στην πολύ ενδιαφέρουσα προσωπική σας ζωή, καθώς έχετε κάνει τρεις γάμους, αλλά ποτέ δεν κρύψατε το γεγονός ότι σας άρεσαν και οι άνδρες. Πώς το αποδέχτηκαν αυτό η κοινωνία, τότε, αλλά και οι γυναίκες που είχατε στη ζωή σας;
Οταν έκανα έναν δεσμό με μια γυναίκα και φτάναμε και στον γάμο, ήθελα να ξέρει τα πάντα για εμένα και να μην έχω κρυφή ζωή. Το 90% στο θέατρο ζούνε διπλή ζωή, και ας με πούνε συκοφάντη. Σε όποιον δεσμό έκανα με γυναίκα, ήμουν ξεκάθαρος από την αρχή και γνώριζαν τα πάντα για εμένα. Δεν έχω το παραμικρό παράπονο από την κοινωνία και το κοινό, κανείς δεν μου άσκησε bullying για τις επιλογές μου.
Μεγάλος σταθμός στη ζωή σας ήταν ο γάμος σας και η συνεργασία σας με τη χορεύτρια Λουίζα Μελίντα. Τι σήμαινε για εσάς;
Μέσα από τη Λουίζα διαμορφώθηκε η προσωπικότητά μου. Ηταν τόσο ευγενικό και καλό παιδί και τόσο ηθική, που για εμένα ήταν τα πάντα. Σαν τη Λουίζα Μελίντα καμία άλλη στη ζωή μου!
Είχα δει μια ανάρτησή σας στο facebook που αναφερόσασταν στη βίλα σας στην Κέρκυρα, όταν είχατε επιστρέψει, και το bullying που δεχθήκατε από τους συμπατριώτες σας. Τι ακριβώς συνέβη;
Έπειτα από τόσα χρόνια στο θέατρο έκανα μια βίλα στην Κέρκυρα. Τότε έκανα παρέα με τον περιφερειάρχη και με τοπικούς άρχοντες και μου κήρυξαν πόλεμο, διότι με θεωρούσαν κομματοποιημένο. Δέχτηκα τόσο πολύ bullying, που έβαλαν μέχρι και φωτιά στο σπίτι μου και πετούσαν ακαθαρσίες στο κτήμα μου. Μέχρι που είπα «στον διάολο όλα», τα πούλησα και σηκώθηκα και έφυγα. Αυτό έγινε από το 1985 μέχρι το 1992.
Να αλλάξουμε κλίμα και να πάμε στο σήμερα. Πώς σχολιάζετε τις αποκαλύψεις για σεξουαλικές παρενοχλήσεις στο θέατρο που έχουν βγει στο «φως»;
Δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό που συμβαίνει. Πάντα υπήρχαν αυτά στο θέατρο, προωθούσαν γυναίκες και άνδρες που περνούσαν από κρεβάτια. Αλλά αυτό το πράγμα με τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις και τους βιασμούς που ακούμε δεν συνέβαιναν τότε. Είμαι έξω φρενών με όλους αυτούς. Ακόμη και με τη Βάνα Μπάρμπα, που βγαίνει και μιλάει υπέρ του Φιλιππίδη. Δεν είναι και καμιά σπουδαία στον χώρο, πού έπαιξε, τι σπουδαίο έχει κάνει; Και τώρα βγαίνει και μιλάει και υπερασπίζεται τον έναν και τον άλλον. Οι σημερινοί δεν είναι τόσο μεγάλα ταλέντα όσο νομίζουν, διότι έγιναν γνωστοί από την τηλεόραση, που σε κάνει μέσα σε μία νύχτα «όνομα». Εχουν κόμπλεξ και ξέρουν ότι δεν είναι μεγάλα ταλέντα και προσπαθούν να το καλύψουν μέσα από την αλαζονεία τους. Και ο Φιλιππίδης δεν είναι ούτε Αυλωνίτης ούτε Χατζηχρήστος, είναι καλός ηθοποιός, αλλά μέχρι εκεί. Οι παλιοί ήξεραν ποιοι είναι, οι σημερινοί φοβούνται και τη σκιά τους και προσπαθούν να επιβληθούν με την εξουσία τους για να αποδείξουν στους εαυτούς τους ότι κάποιοι είναι. Δεν νομίζω ότι θα λείψει σε κανέναν ο Φιλιππίδης, όλοι αυτοί είναι αναλώσιμοι.
Σήμερα, πώς κρίνετε τον χώρο του θεάματος και των media;
Υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι ηθοποιοί. Δεν υπάρχουν όμως θεατρικοί επιχειρηματίες δυνατοί, να κάνουν μεγάλες παραγωγές. Ο Φασούλης και όλοι αυτοί οι διάφοροι που βγήκαν, που «γκρέμισαν» την παλιά επιθεώρηση και προσπάθησαν να κάνουν μια καινούργια λόγω της τηλεόρασης και σήμερα ο κόσμος τους βρίζει και λέει τι παρουσίαζαν, όλοι αυτοί έχουν κάνει πολύ κακό στο θέατρο και δεν προώθησαν ταλαντούχους ανθρώπους. Διότι και οι ίδιοι δεν έχουν ταλέντο. Υπάρχουν ταλέντα, αλλά δεν υπάρχει βήμα για να το δείξουν. Αναφορικά με τα κανάλια, για εμένα όλοι οι καναλάρχες είναι άσχετοι. Ολοι αυτοί κοιτάνε το εύκολο κέρδος, παίρνουν άσχετους από τον δρόμο, τους βάζουν σε ριάλιτι και μετά τους δίνουν εκπομπές. Ετσι γίνεται κάποιος παρουσιαστής, χωρίς να έχει κάνει ρεπορτάζ, χωρίς να έχει περάσει από πάνελ, μέσα σε μια μέρα; Γι’ αυτά και ξεκινάνε εκπομπές και μέσα σε έναν χρόνο κόβονται, δεν τους θέλει το κοινό.
Πώς είναι η ζωή σας σήμερα και τι όνειρα έχετε για το μέλλον;
Είμαι 81 χρόνων, είμαι υγιέστατος και μέσα μου νιώθω σαν να είμαι 20 ετών. Δεν έχω το παραμικρό πρόβλημα, αλλά επειδή ακριβώς είμαι υγιής, έχω και υγιές μυαλό. Δεν μπορώ να σκέφτομαι το μέλλον σε αυτή την ηλικία, θέλω όσο ζήσω να είμαι καλά, όπως είμαι τώρα. Τα όνειρα και το μέλλον ανήκουν στους νέους ανθρώπους.
Κλείνοντας, τι τίτλο θα βάζατε στη ζωή σας;
Χα χα, μου βάζεις δύσκολα. Ηταν όλα ωραία και άσχημα. «Ευχαριστώ ζωή», αυτό θα έβαζα…