Στην αγκαλιά της μονάκριβης κόρης του Μανίτας Χατζηφωτίου άφησε την τελευταία του πνοή ο τελευταίος μπον βιβέρ της Αθήνας, το μεσημέρι της Παρασκευής 30 Σεπτεμβρίου. Οπως σε αποκλειστικότητα είχε γράψει η «Εspresso», για περίπου δύο εβδομάδες νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο NIMTΣ, όπου τελικά, παρά τη γενναία μάχη που έδωσε, δεν τα κατάφερε και ταξίδεψε στη γειτονιά των αγγέλων. Πρόλαβε όμως και έσβησε το κεράκι της τούρτας των 99ων γενεθλίων που του πήγε στο νοσοκομείο στις 28 Σεπτεμβρίου η πολυαγαπημένη του κόρη.
- Από τον Δημήτρη Λυμπερόπουλο
«Εφυγε» ήρεμος ευτυχισμένος και γεμάτος αγάπη, με μια ζωή γεμάτη έρωτα, πάθος, ταξίδια, περιπέτειες, επιτυχίες, δημιουργία, που άνετα θα μπορούσε να γίνει σενάριο ταινίας η συναρπαστική διαδρομή του στον μάταιο τούτο κόσμο. Ολοι όσοι τον αγάπησαν θα τον αποχαιρετήσουν την Τετάρτη 5 Οκτωβρίου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, αλλά ο Ζάχος με το καυστικό χιούμορ που τον χαρακτήριζε πάντα στις συνεντεύξεις του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Εχω φροντίσει τα πάντα όσον αφορά την αναχώρησή μου από αυτόν τον κόσμο, θέλω να μην τρέξει κανείς. Ο τάφος μου στο Α΄ Νεκροταφείο έχει ήδη την επιγραφή: Eζησα όπως ήθελα».
Οντως η ζωή του παραπέμπει σε μυθιστόρημα και ο Ζάχος, που υπήρξε από τολμηρός έως αυθάδης στον βίο του, όχι μόνο γνώρισε αλλά έγινε «κολλητός» με όλους τους διάσημους της εποχής του, μονοπωλώντας με τη γοητεία, το χιούμορ και τις γνώσεις του το jet-set. Αντρας παλιάς κοπής με μπέσα και φιλότιμο, καυστικός, γενναιόδωρος, μπον βιβέρ, γλεντζές, λάτρης του ωραίου φύλου, εραστής πολλών γυναικών και σύζυγος πέντε καλλονών, κοσμοπολίτης, κοσμογυρισμένος, ραλίστας, εφοπλιστής, πολιτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος, με τον θάνατό του κλείνει μια ολόκληρη εποχή. Κάθε λεπτομέρεια στο ντύσιμο, στο στιλ και το ανεπανάληπτο σνομπ ενίοτε ύφος του επιβεβαίωναν την εικόνα που όλοι είχαν για αυτόν – την εικόνα του απόλυτου άρχοντα. Ο Ζάχος άλλωστε υπήρξε η ενδυματολογική επιλογή του Ελληνα μποέμ, αφού για περισσότερα από τριάντα χρόνια ραβόταν αποκλειστικά στον Ελληνα θρύλο ράφτη Σάντη Παπαδάτο, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά και πιστή φιλία ως το τέλος της ζωής του και ο οποίος είχε αναφέρει στην «Εspresso»: «Ηταν τελειομανής και απαιτητικός, ήξερε τι ήθελε και τι του πήγαινε. Ο Ζάχος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Τάκης Χορν ήταν οι τελευταίοι που φόρεσαν μπονζούρ στην Ελλάδα». Ο Σάντης Παπαδάτος, ο Κώστας Τσιτσάνης και η Ερρικα Ηλιοπούλου ήταν από τα λίγα άτομα που είχε επιλέξει και συναντούσε ο Ζάχος μέχρι πρόσφατα σε ταβερνάκια αλλά και στο υπέροχο διαμέρισμά του στο Φάληρο, με τη μοναδική θέα.
Αμέτρητες κατακτήσεις
Η πρώτη γυναίκα που παντρεύτηκε ο Ζάχος ήταν μία Γαλλίδα, κόρη στρατηγού. Ο πατέρας της ήθελε να εντάξει τον Ζάχο Χατζηφωτίου στον γαλλικό στρατό, ενώ εκείνος δεν ήθελε. Προσπαθούσε να τον πείσει σε σημείο που ο Χατζηφωτίου δεν άντεξε άλλο και αποφάσισε να χωρίσει από την κόρη του στρατηγού. Μόλις τελείωσε η διαδικασία του διαζυγίου, σε ηλικία μόλις 27 ετών τέλεσε τον δεύτερο γάμο του, με τη Δανάη Σωσσίδη, γόνο της εκδοτικής οικογένειας Κύρου που ίδρυσε την εφημερίδα «Εστία». Με τη Δανάη Σωσσίδη απέκτησαν μία κόρη, τη Μανίτα -τη μοναχοκόρη του Ζάχου- και εκείνη του χάρισε τις δύο λατρεμένες του εγγονές, τη Δωροθέα Πασχαλίδου, κινηματογραφική παραγωγό στο Hollywood, και τη Χριστίνα Τριάρχου, η οποία τα τελευταία χρόνια τον συνόδευε στις κοσμικές του εξόδους. Μάλιστα, σε παλαιότερη συνέντευξή της η νεαρή εγγονή του είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Ο Ζάχος δεν υπήρξε ποτέ ο κλασικός παππούς, σύζυγος και πατέρας. Την ημέρα που γεννούσε η γιαγιά μου η Δανάη εκείνος έτρεχε σε ράλι. Ο παππούς μου είναι από τους λίγους ανθρώπους που κατάφεραν να ζήσουν καλά τη ζωή τους…» Ο μπον βιβέρ ταξίδευε αρκετά συχνά στη Γαλλία, όπου γνώρισε την τρίτη σύζυγό του, την Ιρέν, μία Γαλλίδα που δούλευε στον οίκο Dior, και αμέσως μετά από εκείνη παντρεύτηκε την Τζένη Καρέζη. Στην τελετή του γάμου του με την Καρέζη είχαν καλέσει 500 άτομα, ωστόσο πήγαν περισσότεροι από 5.000 χωρίς προσκλητήριο. Ο ίδιος μάλιστα σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε πετάξει βόμβες για αυτόν τον γάμο. «Δεν ήθελα καθόλου να παντρευτώ την Τζένη Καρέζη, γιατί δεν ήθελα να έχω σχέση με τις Ελληνίδες ηθοποιούς. Ούτε μ’ αυτήν ούτε με την άλλη (σ.σ.: Αλίκη Βουγιουκλάκη). Μόλις παντρεύτηκα την Καρέζη, έλεγε “θα της τον φάω, θα της τον φάω”. Γυναικείες δουλειές της συμφοράς. Η Καρέζη πηγαινοερχόταν στο Παρίσι, γιατί εγώ είχα τότε σοβαρές δουλειές εκεί. Με χώρισε από την πριγκίπισσα της Ρουμανίας! Με ήθελε και η Βουγιουκλάκη, αλλά εμένα δεν με ενδιέφερε» είχε πει χαρακτηριστικά! Ο πέμπτος και τελευταίος γάμος του τελέστηκε με τη Μις Ελλάς και top model της δεκαετίας του ’80 Κατερίνα Παπαδημητρίου στη Μύκονο. Αν και ποτέ ο ίδιος, ως γνήσιος gentleman, δεν εξέθετε τις κυρίες με τις οποίες έβγαινε μαζί τους και δεν αποκάλυπτε ονόματα, κυκλοφορούσε η φήμη ότι για δύο χρόνια έβγαινε με τη Μιμή Ντενίση…
Κάποτε στη Μύκονο
Δεν είναι τυχαίο που η πιο stylish παρέα των Αθηνών, αποτελούμενη από τον Ζάχο, την Ελένη Βλάχου, τον Τάκη Χορν, τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Διπλαράκου, τη Λόλα Τσουκάτου, στο τέλος της δεκαετίας του ’40 με αρχές της δεκαετίας του ’50 οργάνωσε την πρώτη της πασχαλινή εκδρομή στην ως τότε άγνωστη μακρινή Μύκονο, γράφοντας τις πρώτες greek-chic σελίδες στην ιστορία του νησιού. Ολόκληρο βιβλίο έγραψε ο πρώτος εξερευνητής του νησιού Ζάχος Χατζηφωτίου με τίτλο «Κάποτε στη Μύκονο» για το νησί που αγάπησε, για το καΐκι του καπεταν Γιάννη με το οποίο ταξίδευε τριάντα ώρες για να φτάσει, για τα κρεβάτια του ξενοδοχείου «Απόλλων» που κόστιζαν 5 δραχμές, για το εστιατόριο του Μαδύπα, για τη βαφτισιμιά του, τη θρυλική Βαγγελιώ, που για χρόνια ήταν η σκληρή πόρτα του Pierro’s Bar. Το νησί στο οποίο πέρασε περισσότερα από 40 χρόνια, στο σπίτι που έχτισε στη Φτελιά σε σχέδια του Γιάννη Τριανταφυλλίδη -το πρώτο με πισίνα- το οποίο αργότερα πούλησε και δεν ξαναπάτησε το πόδι του στη Μύκονο των νεόπλουτων.
Ζωή σαν παραμύθι
Ο Ζάχος Γ. Χατζηφωτίου καταγόταν από τα Ψαρά, απ’ όπου η οικογένειά του έφυγε το 1824, μετά την καταστροφή του από τους Τούρκους, και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Σύρο και τελικά στην Αθήνα, στην Πλάκα, όπου γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1923. Φοίτησε στην περίφημη Σχολή Μακρή, στην Αναργύρειο Σχολή Σπετσών και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο Αθηνών. Στην Κατοχή, σε ηλικία 17 ετών, απέδρασε στην Αίγυπτο, όπου έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις, πρώτα ως στρατιώτης στους Ποντικούς της Ερήμου, στην πολιορκία του Τομπρούκ, και μετά συμμετέχοντας στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία – Ρίμινι, η οποία μπήκε πρώτη στο Ρίμινι, όπου τιμήθηκε με μετάλλια ανδρείας, πολεμικούς σταυρούς εξαίρετων πράξεων και πολλά άλλα, καθώς και με το αγγλικό παράσημο της 8ης Στρατιάς της Ερήμου. Στα Δεκεμβριανά η ταξιαρχία υπό τις διαταγές του ανέλαβε την εκδίωξη μικρού θύλακα του ΕΑΜ που είχε καταφύγει κοντά στο ρεύμα του Αρδηττού χωρίς θύματα, όπως διηγούνταν ο ίδιος. Μετά το τέλος του πολέμου και την επιστροφή του εργάστηκε στις επιχειρήσεις της οικογένειάς του (βιομηχανία και εμπόριο υφασμάτων) μέχρι το 1956. Από το 1956 και μέχρι το 1962 διετέλεσε διευθυντής εκδοτικού οίκου στο Παρίσι. Την περίοδο 1962-1970 δραστηριοποιήθηκε στη ναυτιλία και από το 1970 εμφανίζεται πλέον ως συγγραφέας. Για 25 χρόνια δούλεψε στην τηλεόραση αλλά έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο, από την εκπομπή «Το πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου». Συγγραφέας των βιβλίων «Τα εν οίκω… εν Δήμω», «Πωλείται Συνείδησις», «Συννεφιάζει και στη Μύκονο», «Πάντα την Κυριακή», «Ο Ιακχος κι εγώ», «100 εκπομπές», «Χιούμορ και ζωγραφική», «Τα μονοπάτια του πολέμου» αλλά και τραγουδιών του Ξαρχάκου και του Ζαμπέτα και θεατρικών έργων, υπήρξε μέλος του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών και τέως μέλος του Δ.Σ. της ΕΛΠΑ. Εξελέγη πέντε φορές στον Δήμο Αθηναίων εκ των πρώτων συμβούλων σε ψήφους και για μία δεκαετία χρημάτισε αντιδήμαρχος.