Η Δώρα Παντέλη, έκανε μια ομιλία στο 1st GWomen Sports Summit από το Gazzetta και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στις σπουδές της στην Αμερική με υποτροφία και στο γιατί στο μπάσκετ βρήκε το καταφύγιό της, καθώς στο σπίτι της ερχόταν αντιμέτωπη με περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
«Το 1999 έκανα μία απόπειρα να φύγω από το σπίτι, να βρω αλλού ένα καταφύγιο, γιατί στο δικό μου σπίτι συνέβαιναν πράγματα που εύχομαι σε κανένα άλλο παιδί να μην συμβούν και το λέω γιατί καθημερινά ακούμε για ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση σε ποσοστά που σοκάρουν. Στο δικό μου το σπίτι, λοιπόν, συνέβαιναν τέτοια πράγματα και έψαχνα να βρω μία διέξοδο. Η διέξοδός μου, τότε, ήταν το μπάσκετ. Τυχαία, λοιπόν, ένα Σάββατο πρωί βρέθηκα σε ένα γήπεδο μπάσκετ μαζί με τον ξάδερφό μου. Ήταν η δική μου δικαιολογία να φύγω από το σπίτι. Είδα μετά την προπόνηση του ξάδερφού μου να κάνουν προπόνηση γυναίκες (κορασίδες). Δεν είχα δει ξανά γυναίκες να παίζουν μπάσκετ. «Παίζουν οι γυναίκες μπάσκετ;» σκέφτηκα. Ήταν 1999, δεν το είχα ξαναδεί εγώ πουθενά. Και πηγαίνω δειλά δειλά στον προπονητή και του λέω «Γεια σας, θέλω να ξεκινήσω μπάσκετ». Ήμουν ψηλή από τότε οπότε με είδε και μου λέει «έλα αύριο, έλα Κυριακή». Και από τότε βρήκα το δικό μου καταφύγιο στο γήπεδο του μπάσκετ.
Σας μιλώ ειλικρινά, κάθε μέρα περίμενα πότε θα τελειώσει το σχολείο για να πάρω την τσάντα μου και να πάω στην προπόνηση. Υπήρχαν βράδια που το έσκαγα κυριολεκτικά από το σπίτι μου, για να πάω σε ένα γήπεδο μπάσκετ, στο ανοιχτό γήπεδο του Γ.Σ. Περιστερίου, και καθόμουν ώρες ατελείωτες εκεί. Απλά καθόμουν κάτω, στο τσιμέντο, και κοιτούσα τα αστέρια γιατί εκεί, ακόμη και τώρα, γαληνεύει η ψυχή μου. Και το λέω γιατί είναι πολύ σημαντικό να βρίσκουμε πράγματα που μας κάνουν χαρούμενους και γαληνεύουν την ψυχή μας.
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με το μπάσκετ, ήρθαν διακρίσεις σε ατομικό επίπεδο, ήμουν στις «μικρές» Εθνικές ομάδες, πήρα μεταγραφή τότε στον ΓΑΣ Άνω Λιοσίων όπου έμαθα τι σημαίνει επαγγελματισμός και πως να είμαι αθλήτρια 24 ώρες το 24ωρο. Είχα δίπλα μου συμπαίκτριες που ήταν και είναι ακόμη πολύ μεγάλα ονόματα του χώρου και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. Αλλά δεν μου ήταν αρκετό γιατί δεν έπαιζα πολύ. Βλέπετε στην ηλικία των 16-17 ετών θέλεις να παίζεις. Τότε πήρα την απόφαση να πάω στις Σέρρες, να παίξω στην Α1 στον Πανσερραϊκό. Αλλά επειδή οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με υποστηρίξουν, έπρεπε να πάω μόνη μου. Να βρω δουλειά, να πηγαίνω σχολείο στη Γ’ Λυκείου και να προσπαθώ να παίξω και στην Α1, να πρωταγωνιστήσω. Οπότε πήγαινα το πρωί σχολείο, το απόγευμα προπόνηση και το βράδυ δούλευα σερβιτόρα. Γιατί ήθελα να παίξω μπάσκετ. Και το λέω γιατί ακούω πολλά παιδιά να λένε πως δεν θα πάνε προπόνηση για να βγουν π.χ. για καφέ. Ο αθλητισμός θέλει θυσίες. Και κοιτάζοντας πίσω, ό,τι θυσία έκανα έπιασε τόπο.
Ήμουν λοιπόν στις Σέρρες και τυχαία, και λέω τυχαία γιατί η τύχη είναι γυναίκα, βρέθηκε μπροστά μου μία παίκτρια που λέγεται Έριν Μπούσερ. Αντίπαλός μου, τότε. Ήθελα να πάω στην Αθήνα για να δω τη μητέρα μου όμως δεν είχα λεφτα να γυρίσω ούτε με το τρένο ούτε με αεροπλάνο και ζήτησα από τον προπονητή της ομάδας της Ηλιούπολης να με πάρουν μαζί τους στο λεωφορείο. Οπότε έκατσα δίπλα στην Έριν Μπούσερ. Με κοιτάζει και με ρωτάει: «Πόσο χρονών είσαι; Είσαι πολύ καλή». Της απάντησα «Ευχαριστώ!» και της είπα πως είμαι 17. Μου λέει «Γιατί δεν πας στην Αμερική να παίξεις μπάσκετ και να σπουδάσεις»; Μου ήταν πρωτόγνωρο αυτό που άκουγα, ότι μπορώ να συνδυάσω έτσι το μπάσκετ με τις σπουδές. Ήταν μόλις 2004, δεν υπήρχαν τα social media. Φανταστείτε στο σπίτι δεν είχαμε καν ίντερνετ. Για να μιλήσω με το πανεπιστήμιο πήγαινα σε κάτι ίντερνετ καφέ, που έπαιζαν παιχνίδια οι άλλοι κι εγώ πήγαινα και μιλούσα με το πανεπιστήμιο.
Έκανα, λοιπόν, τις αιτήσεις, είδα τι έπρεπε να κάνω για να πάω, συνέχισα να δουλεύω γιατί χρειαζόμουν χρήματα να πάρω όλα τα τεστ που έπρεπε να κάνω τότε. Πήρα την υποτροφία, ήμουν άτυχη όμως γιατί εκείνο το καλοκαίρι χτύπησα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της Εθνικής ομάδας και έχω ακόμη δύο βίδες στο δεξί μου πόδι και ένα ψεύτικο μόσχευμα το οποίο θα το κουβαλάω μια ζωή. Αυτό με πείσμωσε περισσότερο όμως και είπα «Ξέρεις κάτι; Θα τα καταφέρεις». Τότε βρέθηκε μπροστά μου ακόμη μία γυναίκα, γι’ αυτό σας λέω η τύχη είναι γυναίκα. «Υπάρχει ακόμα μία υποτροφία στο Τέξας» μου είπε. Και είπα πως θα πάω οπουδήποτε, ήθελα να φύγω, να κυνηγήσω το όνειρό μου. Έτσι, το 2006, την ίδια χρονιά με την Κατερίνα Γλυνιαδάκη γίναμε οι πρώτες Ελληνίδες που πήγαμε στην Αμερική να σπουδάσουμε και να παίξουμε στο κολλεγιακό πρωτάθλημα.
Ήταν ένα πολιτισμικό σοκ για μένα, είδα πράγματα που στην Ελλάδα δεν τα έβλεπες τότε. Αναγκάστηκα να σκληρύνω, αναγκάστηκα να βρω δουλειά γιατί έπρεπε να υποστηρίξω τον εαυτό μου διότι η αθλητική υποτροφία σου καλύπτει τα δίδακτρα αλλά έπρεπε να βρεις χρήματα για να φας, για να κάνεις οτιδήποτε θέλεις ακόμη και για να έχεις εισιτήρια.
Έτσι κάθε καλοκαίρι γύριζα στην Ελλάδα και ήμουν στο δίλημμα να πάω να παίξω με την Εθνική ομάδα ή να δουλέψω γιατί δεν θα έχω τα εισιτήριά μου να γυρίσω στην Αμερική; Είναι η σκληρή πραγματικότητα που όλοι οι αθλητές πρέπει να αντιμετωπίσουν. Πρέπει να θυσιάσεις κάτι για να έχεις κάτι άλλο αλλά αν το προσπαθήσουμε πάρα πολύ, πιστέψτε με, δεν χρειάζεται να θυσιάσεις τίποτα. Αυτή τη στιγμή, με αφορμή την πόρτα που ανοίξαμε τότε εγώ και η Κατερίνα τότε, πηγαίνουν πέντε κορίτσια κάθε χρόνο στην Αμερική για να σπουδάσουν και να συνδυάσουν το μπάσκετ. Είναι πολύ μεγάλο νούμερο αν σκεφτείτε πως το σύστημα του σχολείου στην Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με αυτό των αμερικανικών σχολείων. Δεν υπάρχει στη νοοτροπία μας, είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να μπει όμως.
Γυρνώντας από την Αμερική, που πέρασα τέσσερα υπέροχα χρόνια, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ και πάλεψα για να παίξω γιατί οι δικές μου επιτυχίες είναι εκτός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου. Ήμουν μία μέτρια παίκτρια είχα όμως πολλή θέληση, αλλά όχι τόσο ταλέντο όμως αγαπούσα το μπάσκετ.
Τελείωσα το πανεπιστήμιο, εκεί έμαθα τη σημαντικότητα της εκπαίδευσης. Πόσο σημαντικό είναι να έχεις και αυτό το εφόδιο της ζωής σου. Γυρνώντας, πήγα να παίξω στον Παναθηναϊκό στην Α1, πριν χτυπήσει η κρίση. Μετά χτύπησε η κρίση, χτύπησα κι εγώ κι εκεί προσγειώθηκα. Αναγκάστηκα να μάθω να ζω χωρίς λεφτά».