Μπορεί το ευρύ κοινό να γνώρισε τον Γιάννη Μποσταντζόγλου μέσα από τα δεκάδες σίριαλ και τις ταινίες που έχει κάνει, ωστόσο και η πορεία του στο σανίδι είναι κάτι παραπάνω εντυπωσιακή.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
«Θέλω να λέω πως είμαι θεατρικός ηθοποιός, αλλά μέσα στα 50 χρόνια που δουλεύω έκανα τα πάντα: τηλεόραση, σινεμά, βιντεοκασέτες, μεταγλωττίσεις. Πλέον είμαι επιλεκτικός, γιατί είναι και οι καιροί περίεργοι. Βγαίνουν άτομα “σπρωχνόμενα”, που καθοδηγούν την τέχνη μας. Δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι όλοι έτσι. Υπάρχουν και οι μάγκες, αλλά δυστυχώς υπάρχουν και τυχάρπαστοι φελλοί που πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες… Προσωπικά δεν έχω απωθημένα. Είμαι χορτάτος» μας λέει πριν αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το νήμα της προσωπικής του διαδρομής.
Τι θυμάσαι περισσότερο από τα παιδικά σου χρόνια;
Τα παιχνίδια που κάναμε στη γειτονιά. Μεγάλωσα στην Ακρόπολη, στον λόφο του Φιλοπάππου, και θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο γι’ αυτό. Ηταν ακόμη πιο ωραία τότε, υπήρχαν και αλάνες. Η ζωή μας ήταν ανέμελη. Οταν είσαι μικρός δεν έχεις προβλήματα, όταν μεγαλώνεις «πλακώνουν» οι Εφορίες και οι τράπεζες.
Πώς ήταν να μεγαλώνεις δίπλα σε έναν άνθρωπο της τέχνης, όπως ήταν ο πατέρας σου, ο θρυλικός Μποστ (Μέντης Μποσταντζόγλου);
Τότε δεν το συνειδητοποιούσα αυτό. Λόγω της ενασχόλησης του μπαμπά με τα καλλιτεχνικά, είχαμε στον κύκλο μας πολύ γνωστούς ανθρώπους. Μας επισκέπτονταν προσωπικότητες όπως ο Κουν, ο Τσαρούχης… Εμείς βέβαια, ως πιτσιρίκια, λέγαμε ένα «γεια» και φεύγαμε για παιχνίδι. Στην πορεία των χρόνων συνειδητοποιήσαμε τη σημαντικότητα των προσώπων αυτών και ήταν μια πολύ πλούσια παρακαταθήκη αυτό που μας έμεινε.
Ηταν ο πατέρας σου που σε έβαλε και στο μονοπάτι της τέχνης;
«Το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά», έτσι δεν λένε; Οταν ζεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον έρχεται μόνο του, χωρίς υποδείξεις κατευθύνσεως. Ηταν καλλιτέχνης με κάπα κεφαλαίο ο μπαμπάς, καλλιτέχνης με την ευρύτερη έννοια του όρου. Μου άρεσε κάθε έργο που έκανε -ζωγραφικό, γελοιογραφικό, θεατρικό, σκηνογραφικό, στιχουργικό-, γιατί με όλα ασχολήθηκε.
Με το πόλο πώς καταπιάστηκες, φτάνοντας μέχρι τον Παναθηναϊκό;
Στην εφηβεία μου ασχολήθηκα, αλλά δεν ήμουν πολύ καλός, με την έννοια ότι ήμουν άτακτος και τσακωνόμουν με τους παίκτες των αντίπαλων ομάδων – ας πούμε με του Ολυμπιακού γίνονταν ομηρικές μάχες! Ο αδελφός μου, ο Κώστας, ήταν εξαιρετικός κολυμβητής και πολίστας. Επαιζε στην Εθνική, ήταν και πρώτος σκόρερ. Εγώ έκανα κι άλλα σπορ, δέκαθλο, ακόντιο. Μέχρι να ενηλικιωθώ όλα αυτά, μετά μετατοπίστηκε το ενδιαφέρον στην τέχνη.
Γιατί, ενώ μπήκες αρχικά στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, βρέθηκες μετά στη Σχολή Κατσέλη;
Γιατί με έδιωξαν από το Τέχνης! Παίξαμε μια φορά, ένα καλοκαίρι, στην «Ιφιγένεια», την ταινία του Κακογιάννη με την Ειρήνη Παπά, για την εμπειρία. Το πληροφορήθηκαν ο Λαζάνης και το Θέατρο Τέχνης, και μας είπαν να μην ξαναπατήσουμε στη σχολή. Δεν το επέτρεπαν αυτό τότε. Μαζί μου έφυγαν η Σοφία Κακαρελίδου, η οποία ήταν στο Εθνικό χρόνια, ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης, έξι άτομα στο σύνολο. Μας έδιωξαν όλους. Ηταν φασιστικό! Στη Σχολή Κατσέλη, από την άλλη, πέρασα θεϊκά, ο κύριος Πέλος και η κυρία Αλέκα ήταν ευγενέστατοι, ωραίοι άνθρωποι. Και στο Τέχνης είχα γνωρίσει καλούς ανθρώπους. Μπορώ να πω πως οι καλύτεροι δάσκαλοί μας ήταν ο Γιάννης Μόρτζος και ο Δημήτρης Χατζημάρκος.
Πώς νιώθεις που το πτυχίο σου εξισώνεται με το απολυτήριο λυκείου, σύμφωνα με το περιβόητο Προεδρικό Διάταγμα;
Είμαι πάνω από 50 χρόνια στο… κουρμπέτι ως ηθοποιός, από το 1972. Νιώθω πίκρα και θλίψη που, έπειτα από μισό αιώνα, δεν είμαι κατοχυρωμένος ως καλλιτέχνης. Βέβαια, το να νιώθεις και να είσαι καλλιτέχνης δεν σ’ το απονέμει κανείς, ούτε οι σχολές. Προσωπικά δεν επιδιώκω τίποτα ως καλλιτέχνης, αλλά δεν μπορεί και κανείς να μου αποδώσει ή να μου πάρει αυτό που αισθάνομαι και είμαι. Εγώ υπηρετώ κάτι, έχω δείξει μισό αιώνα αυτό που μπορώ με τις μικρές μου δυνάμεις.
Πάντως, από την πανδημία και μετά είναι λες και η Πολιτεία έχει βάλει στο… μάτι τον κλάδο σας.
Αυτό συμβαίνει διότι οι ιθύνοντες συνήθως έχουν… σκατά στον εγκέφαλο! Ετσι να το γράψεις! Δεν ξέρω τι επιδιώκουν και τι σχεδιασμούς κάνουν. Σε άλλες χώρες έχουν τους ανθρώπους της τέχνης παράσημό τους, τιμή τους και καμάρι τους. Εδώ είναι σαν να μη μας συμπαθούν, σαν να μην έχουμε ειδικό βάρος. Γιατί έχει ένας γιατρός ειδικό βάρος όταν καταλαμβάνει το βήμα στη Βουλή και δεν το έχει ένας ηθοποιός, ένας ποιητής, ένας ζωγράφος; Ισα ίσα, θα έλεγα πως είμαστε πολύ πιο σκεπτόμενοι από διάφορους «τενεκέδες ξεγάνωτους», που έλεγε και ο αείμνηστος Βαγγέλης Γιαννόπουλος.
Αν είχες απέναντί σου την υπουργό Πολιτισμού τι θα της έλεγες;
«Καλημέρα σας. Δεν αποχωρείτε; Ωρα σας είναι!» Και να της το έλεγα, όμως, σάμπως θα το άκουγε; Σάμπως ακούει και κανείς; Νομίζουν όλοι αυτοί ότι τους ανήκει το κράτος και οι υπηρεσίες του. Σε όλες τις καταστάσεις βλέπεις ένα κουκούλωμα ή μια ανάδειξη ανάξιων ανθρώπων. Διάβασα κάποτε πως έκοψαν κλήση στη βασίλισσα της Αγγλίας επειδή ο οδηγός της πάρκαρε παράνομα. Εδώ θα του έκαναν τεμενάδες. Είναι ελληνική παθογένεια αυτό. Καραγκιόζηδες! Ο Λιάπης, ας πούμε, ήταν υπουργός και έβαζε ψεύτικες πινακίδες για να γλιτώνει τέλη.
Ποιοι τηλεοπτικοί ρόλοι σου υπήρξαν πιο επιδραστικοί στο κοινό;
Ο ρόλος μου στους «Δυο Ξένους», που έκανα τον σμήναρχο Καραμάνο, στους «Στάβλους της Εριέττας Ζαΐμη», που έπαιζα τον Μπατσινίλα, στα «Εγκλήματα», που έκανα τον ξάδελφο Ηλία, και στο «Κωνσταντίνου και Ελένης», που έπαιζα έναν καραφλό μαφιόζο, τον Νίνο Πούτσο, ο οποίος είχε αδυναμία στη μαμά του. Επιδραστικός ήταν και ο ρόλος του Κυριάκου στο «Βασικά… καλησπέρα σας», με τον Στάθη Ψάλτη. «Κούλα, μ’ ακούς; Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος!»
Εσύ που έζησες την εποχή της βιντεοκασέτας και την ιδιωτική τηλεόραση στην άνθησή της έβγαλες λεφτά;
Είμαι 50 χρόνια στη δουλειά, μια δεκαετία την έχω περάσει καλά μπορώ να πω, δόξα τω Θεώ, να μην είμαστε αγνώμονες. Αλλά αυτό ήταν. Κι όταν λέμε καλά λεφτά, όχι αυτά που έπαιρνε π.χ. ο Ψάλτης, που με κάθε ταινία του μπορούσε να αγοράσει κι ένα διαμέρισμα – πολύ πιο κάτω. Για να καταλάβεις, τα μεγέθη, ονόματα τύπου Ψάλτη, έπαιρναν 4.000.000 με 5.000.000 δραχμές για κάθε ταινία. Εμείς παίρναμε 100.000, 200.000, το πολύ 300.000. Δεν ήταν βέβαια συνεχής η ροή των εσόδων, οπότε τα έτρωγες, αλλά ζούσες άνετα.
Δύσκολες συνεργασίες είχες;
Πολλές! Με τον αείμνηστο Τριβιζά, τον σκηνοθέτη, έπαιξα και μπουνιές. Εγώ ήμουν πάντα καβγατζής, αλλά με την καλή έννοια. Δεν ήμουν δηλαδή τσόγλανος, να δημιουργώ θέματα χωρίς λόγο. Ημουν και νέο παιδί τότε, έβραζε το αίμα και τσακωνόμουν. Σε ό,τι αφορά το συμβάν με τον Τριβιζά, με είχαν βάλει οι συνάδελφοι να τον ρωτήσω για τα λεφτά μας. Κάναμε δυο τρεις μήνες πρόβες και δεν είχαμε πάρει τίποτα. Πάω λοιπόν και του λέω ευγενέστατα: «Κύριε Τριβιζά, μήπως είναι εύκολο κάτι να γίνει με τα χρήματα για να τη βολέψουμε κι εμείς;» Και μου απαντά: «Είσαι τσογλάνι κι εγώ δεν πληρώνω». Και του λέω: «Είσαι μαλάκας και σε πλακώνω». Και αρχίζουμε να παίζουμε μπουνιές. «Θα σε σβήσω από τον χάρτη» μου λέει μετά. Ορισμένοι μάς αντιμετωπίζουν σαν να είμαστε περιουσίες τους. Με τρελαίνει αυτό. Μπορούσε να πει «παιδιά, δεν έχω, θα το διευθετήσουμε». Είχαμε βγει στις εφημερίδες τότε.
Φέτος συνεργάζεσαι θεατρικά με τον Κώστα Φλωκατούλα στο έργο «Μποστ και Φλωξ», με το οποίο περιοδεύετε ανά την Ελλάδα.
Είναι ένα έργο αντι-εποχής, μια γλυκιά, τρυφερή, αισθαντική κωμωδία, με κάποιες πινελιές για το σήμερα. Δεν έχουμε πολιτικό λόγο μέσα. Είναι δυο φίλοι, καλοπροαίρετοι, γκρινιάρηδες. Ενα νεοελληνικό ντουέτο, δυο φτωχαδάκια που ζουν σε ένα δωματιάκι και διατηρούν τις αξίες και την τρυφεράδα τους. Ο Μποστ, εγώ δηλαδή, είναι πιο αυταρχικός αλλά καλοκάγαθος, και ο Φλωξ είναι πιο χαζούλης. Οπως ήταν, ας πούμε, ο Χοντρός και ο Λιγνός. Η γυναίκα μου, Δήμητρα Παπαδήμα, που έχει γράψει το έργο, το είχε ονομάσει αρχικά «Τα άμοιρα καλλιτεχνάκια», κάτι που κρατήσαμε ως υπότιτλο, αφού σκεφτήκαμε με τον Κώστα να βάλουμε τα αρχικά μας, «Μποστ και Φλωξ». Ξεκινήσαμε από την Πάτρα, ενώ σειρά τώρα έχουν Τρίκαλα, Λάρισα, Καρδίτσα, Κομοτηνή. Στην Αθήνα θα παίξουμε μετά τον Απρίλιο, που τελειώνει η περιοδεία μας. Με τον Κώστα Φλωκατούλα, που κάνουμε μαζί και τη σκηνοθεσία, είμαστε χρόνια φίλοι. Σπάμε ο ένας τα νεύρα του άλλου και πλακωνόμαστε, μετά παίζουμε τάβλι και κάνουμε αστεία. Είμαστε και οι δυο καλής προδιάθεσης άνθρωποι.
Οταν η κόρη σου, η Θαλασσινή, σου ανακοίνωσε πως θα γίνει ηθοποιός τι της είπες;
Της είπα: «θα τραβήξεις βάσανα, αλλά αφού σου αρέσει κάνε αυτό που θέλεις». Τις ξέρει τις δυσκολίες, ηθοποιοί είμαστε κι εγώ και η μαμά της, Ευτυχώς -και το λέω με ικανοποίηση αυτό- είναι καλή, τα λέει. Το έχω δει κι εγώ αυτό, αλλά το ακούω και από τον περίγυρο. Εχει καψούρα μεγάλη με το επάγγελμα. Ο γιος μου, ο Μέντης, από την άλλη, δεν ασχολείται με την υποκριτική, και καλά κάνει. Είναι ξεναγός.
Με τη Δήμητρα Παπαδήμα πώς γνωριστήκατε;
Σε κάτι γυρίσματα. Ηταν έρωτας με την πρώτη ματιά, αλλά δεν το παραδεχόμασταν τότε – προέκυψε. Είμαστε μαζί 32 χρόνια, αλλά, μη νομίζεις, έχουμε περάσει κι εμείς διά πυρός και σιδήρου.