Συγκλόνισε με τις αποκαλύψεις για τη ζωή της η γνωστή μαγείρισσα Βέφα Αλεξιάδου, που αναφέρθηκε και στις δύσκολες στιγμές που έζησε όταν ήταν παιδί.
Άνοιξε την καρδιά της στην εκπομπή Στούντιο 4 της ΕΡΤ και έριξε φως σε κάποιες δυσάρεστες αναμνήσεις της ζωής της.
«Μας μεγάλωσε μόνο η μητέρα μας. Και αυτό που δεν κατάφερε είναι να φυτέψει μέσα μας την πίστη στον Θεό. Όταν για παράδειγμα τι ρωτούσαμε τι θα κάνουμε αύριο μας έλεγε “το αύριο είναι του Θεού. Μόνο ο Θεός ξέρει”. Όταν τσακωνόταν η αδερφή μου που ήταν και λίγο αγοροκόριτσο και της έλεγε “γιατί δεν μας υποστηρίζεις;”, έλεγε ότι αν βγει και τσακωθεί με την γειτόνισσα θα κάνει 1 μήνα να μιλήσει. Ενώ εμείς την ίδια στιγμή που τσακωνόμασταν, τα βρίσκαμε.
Όλοι με έλεγαν η μικρή κυρία. Πρόσεχα να μην λερώσω το φόρεμά μου, τα μαλλιά μου. Ήθελα να είναι όλα τέλεια πάνω μου. Για να πάω στη Θεσσαλονίκη, φεύγουμε από τον πόλεμο στον Βόλο. Η γιαγιά μου μας είπε να το περάσουμε όλοι μαζί ό,τι περάσουμε. Μας πήρε στην αρχή στην Φλώρινα για 4 χρόνια και περάσαμε την κατοχή. Είχαμε τρομερό μπαχτσέ, υπήρχαν δέντρα με φρούτα, τα σπίτια ήταν γειτονιά, είχαμε το γουρούνι που το σφάζαμε κάθε Χριστούγεννα και περνούσαμε όλο τον χρόνο. Τα παστώναμε στο λίπος του για να τα διατηρήσουμε. Κάναμε μαγειρική. Με το λίπος κάναμε τις τσιγαρίδες, τηγανητό λίπος με λίγο κρεατάκι. Κάναμε καταπληκτικές πίτες. Από αλεύρι είχαμε και δεν είχαμε λάδι και ζάχαρη. Για ζάχαρη χρησιμοποιούσαμε το χαρουπόμελο. Παγωτό δεν είχαμε και βγαίναμε στην ταράτσα και βάζαμε χιόνι και από πάνω χαρουπόμενο.
Φεύγουν οι Γερμανοί, έχουμε απελευθέρωση. Είχαμε χαρά, τραγουδούσαμε στους δρόμους. Αρχίσαμε τότε μόρφωση. Είχα και έναν έρωτα τότε με έναν μεγάλο ζωγράφο. Τον Κώστα Λούστα. Πέρασα ωραία τα παιδικά χρόνια. Κυνηγούσαμε τις πυγολαμπίδες και σκοτώναμε 30-40 για να γράψουμε το όνομά μας. Παίζαμε ζωγραφιές, αυτά ήταν τα παιχνίδια μας», είπε η Βέφα Αλεξιάδου.
Και αμέσως μετά αναφέρθηκε στον πατέρα της: «Ο πατέρας μου ήταν πρώτος στο μπουζούκι αλλά είχε ένα ελάττωμα, έπινε! Και όταν ερχόταν στο σπίτι και το μεθύσι του ήταν κακό, έδερνε τη μητέρα μου και είχα μια κακή παιδική ηλικία. Ήξερα ότι ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος αλλά έφταιγε το ελάττωμα που είχε. Πέθανε από το κρασί στην ταβέρνα. Πέθανε την ημέρα που βγήκε το διαζύγιο με την μητέρα μου. Μας έπαιρνε και μείναμε στη θεία μου. Ο πατέρας μου έλεγε “Σας αγαπώ, μου λείπετε”. Την τρίτη φορά είπε “Οδυσσέα, τέρμα. Παίρνουμε διαζύγιο”. Δύο μέρες μετά τον θάνατό του κηρύχθηκε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος».