Έξαλλος δηλώνει ο σκηνοθέτης Ομηρος Ευστρατιάδης σχετικά με άρθρο κατά το οποίο «ομαδοποιούνται και κατρακυλούν οι ηθοποιοί της εποχής της βιντεοκασέτας ως έγκλειστοι στα ψυχιατρεία».
- Από τον Γιάννη Αρμουτίδη
Και συνεχίζει: «Η εποχή της βιντεοκασέτας κατέστρεψε τον κινηματογράφο. Όχι, όμως, τους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί που συμμετείχαν σε κινηματογραφική ταινία είτε σε βιντεοκασέτα έκαναν τη δουλειά τους. Ποτέ δεν υποτιμήθηκε η αξία κανενός εξ αυτών επειδή έπαιξαν σε βιντεοκασέτες. Και εγώ ως σκηνοθέτης έκανα βιντεοκασέτες. Ήταν όμως εξαιρετικές παραγωγές, στις οποίες συμμετείχε η αφρόκρεμα των Ελλήνων πρωταγωνιστών. Με τον Βουτσά, τον Ρίζο, τον Μουστάκα και πολλούς ακόμα. Σε καμιά περίπτωση η εποχή της βιντεοκασέτας δεν οδήγησε τους ηθοποιούς σε καλλιτεχνική εκποίηση, ώστε να οδηγηθούν ύστερα από χρόνια σε ψυχιατρεία. Αυτά που ακούγονται είναι αδιανόητα και προσβλητικά.
Θα τα χαρακτήριζα με μία άλλη λέξη, που δεν μπορεί να γραφτεί και βρίσκεται στο στόμα κάθε Νεοέλληνα. Όσο για τα ονόματα που αναφέρθηκαν σε άρθρο που κυκλοφόρησε, τόσο ο Σταμάτης Γαρδέλης όσο και η Καίτη Φίνου ανήκουν στους ηθοποιούς που έχουν κάνει ελάχιστες βιντεοταινίες. Και στη συνείδηση του κόσμου ίσως και καμιά.
Όσο για τη Ρένα Παγκράτη, άλλα ήταν τα θέματα που την οδήγησαν να δώσει τέλος στη ζωή της. Έχασε -σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα- τον αγαπημένο της και ξαφνικά στα 49 της, με ένα εξαιρετικό ταλέντο, δεν έβρισκε δουλειά. Έπεσε σε βαριά κατάθλιψη που την οδήγησε στο να κάνει κακό στον εαυτό της. Ήταν ένα σπουδαίο κορίτσι και μια εξαιρετική ηθοποιός».
Και ο σκηνοθέτης με τις 125 ταινίες συνεχίζει: «Οποιαδήποτε δήλωση αναφέρεται στην εποχή της βιντεοταινίας, η οποία οροθετείται μετά το 1984, τότε που ξέσπασε και η άνθηση των βίντεο κλαμπ, δεν θα έπρεπε να έχει καμία σχέση με καλλιτεχνική εκποίηση και ψυχιατρεία. Κανένας ηθοποιός δεν ζήτησε βοήθεια σε ψυχιατρεία εξαιτίας της συμμετοχής του σε βιντεοκασέτες. Και μόνο η απόδοση του τίτλου “η γενιά της βιντεοκασέτας”, όπως διαπιστώσατε, προσβάλλει την τέχνη του κινηματογράφου, τους ηθοποιούς και τους ανθρώπους που εργάστηκαν για αυτόν. Γι’ αυτό και επαναστάτησε και διαμαρτυρήθηκε, δικαίως, η Καίτη Φίνου. Ένας τέτοιος τίτλος αποτελεί απρέπεια».
[Σεβόμενοι τη δημοσιογραφική δεοντολογία, επισημαίνουμε ότι ο συντάκτης και η “Espresso” καταγράφουν από τον σκηνοθέτη όσα αναφέρονται στο συγκεκριμένο άρθρο και σε καμία περίπτωση δεν εκφέρουν άποψη και κρίση στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης του αρθρογράφου του, το οποίο αποτελεί θεμελιώδη αρχή της δημοσιογραφίας.]
Και ο Ομηρος Ευστρατιάδης συνεχίζει: «Το μόνο κακό στις βιντεοκασέτες είναι ότι ξεφύτρωσαν -σαν τα μανιτάρια- ταξιτζήδες και κρεοπώληδες, που ξαφνικά -από ψώνιο- έγιναν σκηνοθέτες και παραγωγοί. Σε ταινίες με ανύπαρκτο σενάριο, με ήδη φθηνή παραγωγή λόγω του υλικού γυρίσματος και ενδεχομένως με ατάλαντους και άγνωστους ηθοποιούς. Αυτές οι παραγωγές βιντεοκασέτας δεν έχουν καμία σχέση με τις κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες ήδη είχαν παιχτεί στους κινηματογράφους και κυκλοφόρησαν υπό μορφή βιντεοκασέτας. Για να είναι προσβάσιμες στα σπίτια των θεατών για τα ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ βίντεό τους.
Αλλά και με αυτή τη διευκρίνιση δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να προσεγγίσουμε το ζήτημα που τίθεται και αφορά την ψυχολογία της γενιάς της βιντεοκασέτας. Αφού όλοι οι ηθοποιοί που έπαιξαν σε αυτές είναι οι ίδιοι που -επί χρόνια- έπαιξαν και συνέχισαν να παίζουν σε κινηματογραφικές ταινίες. Είναι σαν να καταδικάζουμε τους ηθοποιούς που παίζουν σήμερα στα σίριαλ της τηλεόρασης, διαχωρίζοντάς τους από τους ηθοποιούς του κινηματογράφου και του θεάτρου. Πρωτοφανές και ρατσιστικό. Δεν το επιτρέπω». Ο Ομηρος Ευστρατιάδης είναι καταιγιστικός. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους, ξεκαθαρίζει ρόλους, αξίες και ποιότητα στην τέχνη.
«Η βιντεοκασέτα και η εποχή της σε καμία περίπτωση δεν έπληξε την αξία της τέχνης του κινηματογράφου. Οι κακές βιντεοκασέτες κατέστρεψαν τον κινηματογράφο. Και αναφέρομαι στις παραγωγές οι οποίες γυρίστηκαν εξ ολοκλήρου σε υλικό βιντεοκασέτας και με γρήγορες διαδικασίες fast food παραγωγής. Και ενώ μια κανονική ταινία γυριζόταν από τέσσερις έως έξι εβδομάδες, για μία βιντεοκασέτα θα μπορούσε να αρκέσει ακόμα και μία εβδομάδα. Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν καμία σχέση με τη γενιά των ηθοποιών που έπαιξαν σε αυτές.
Σήμερα οι άνθρωποι και οι ηθοποιοί οδηγούνται στα ψυχιατρεία για άλλους λόγους. Και ο Σταμάτης Γαρδέλης ζήτησε βοήθεια, γιατί κινδυνεύει το σπίτι του μέσα από όλες αυτές τις γραφειοκρατικές διαδικασίες οι οποίες τον έκαναν να χάσει τον εαυτό του. Όσο για την Καίτη Φίνου, η οποία επιφυλάχθηκε να αντιδράσει ακολουθώντας τη νομική οδό, πολύ καλά θα κάνει. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να προσβάλλει ηθοποιούς, προσωπικότητες και γενιές. Γιατί δημιουργεί κίνημα εξευτελισμού, μειώνοντας την εμπορική και αγοραστική αξία των ηθοποιών στην αγορά εργασίας. Και αυτό τιμωρείται από τον νόμο».