Ο Θοδωρής Ρωμανίδης έχει χαράξει τη δική του πορεία στο θέατρο και στην τηλεόραση. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, έζησε τον «ξεριζωμό», καθώς το 1974 αναγκάστηκε μαζί με την οικογένειά του να έρθει στην Ελλάδα.
- Από τον Βαγγέλη Καράλη
Μιλώντας στην «Espresso» αναφέρεται στη 16χρονη πορεία του μαζί με τον Μάρκο Σεφερλή και εξηγεί τον λόγο που αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία τους. Ακόμη μιλάει δημόσια για τη νόσο Πάρκινσον, από την οποία πάσχει, στέλνοντας τα δικά του μηνύματα.
Ποια ήταν η καλύτερη Πρωτοχρονιά που έχετε ζήσει και ποια η χειρότερη;
Οι καλλιτέχνες γενικά δεν τα πάμε καλά με τις γιορτές. Γιορτάζουμε στο σανίδι ή στις πίστες ή γενικά καθείς στον χώρο εργασίας του. Γιορτάζουμε μαζί με τον κόσμο. Ευτυχώς η χειρότερη δεν έχει έρθει ακόμη και εύχομαι να μην έρθει ποτέ. Τα καλύτερα Χριστούγεννα, πάντως, ήταν όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα και τα ζήσαμε ελεύθερα, χωρίς φόβο και τρόμο!
Γεννηθήκατε και ζήσατε τα παιδικά σας χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Τι αναμνήσεις έχετε;
Οι αναμνήσεις είναι ανάκατες. Και καλές, αλλά και κακές. Ειδικά τα καλοκαίρια, που πηγαίναμε να περάσουμε στο νησί (Πριγκηπόννησα), τα περίμενα πώς και πώς. Δεν μπαίναμε σπίτι καθόλου. Ολη μέρα θάλασσα και παιχνίδι, και τα βράδια κινηματογράφος. Και κακές, όμως, διότι, όπως και να το κάνουμε, πάντα κάποιος φανατικός μάς χαλούσε τη διάθεση. Μόλις καταλάβαιναν ότι είμαστε Ρωμιοί, είχαμε θεματάκια. Τέλος πάντων. Τελείωσαν αυτά τώρα. Δεν έμειναν παρά ελαχιστότατοι Ελληνες εκεί, και έτσι ησύχασαν που μας έδιωξαν από τη μάνα γη μας.
Το 1974, λόγω του Κυπριακού, ήρθατε στην Ελλάδα. Τι θυμάστε από εκείνες τις στιγμές;
Θυμάμαι ότι είχαμε έρθει με τη συγχωρεμένη τη μανούλα μου διακοπές χωρίς να γνωρίζουμε τι γίνεται και βρεθήκαμε ξαφνικά από τα σύνορα και μετά, όπως κατεβαίναμε για Αθήνα με το πούλμαν, να ανεβαίνουν προς τα σύνορα τανκς, τεθωρακισμένα, φορτηγά γεμάτα φαντάρους. Εκείνη την εποχή ο αδελφός μου, που είναι μεγαλύτερος, έπρεπε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στην Τουρκία. Καταλαβαίνετε ότι, μόλις μάθαμε τα γενόμενα, η μητέρα μας κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία της και ήταν κομβική η στιγμή που πήρε την απόφαση και ήρθαμε πλέον Ελλάδα, Αθήνα. Εδώ ήταν ήδη η αδελφή της, που είχε απελαθεί το 1964, και έτσι δεν ήρθαμε στο άγνωστο. Είχαμε κάπου να ακουμπήσουμε.
Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια με το που ήρθατε στην Αθήνα;
Ε, όχι και εύκολα… Ξέρετε, εμάς πάντα μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους, και μάλιστα επειδή είχαμε την κωνσταντινοπολίτικη προφορά μάς καταλάβαιναν αμέσως. Στο σχολείο είχα θεματάκια, αλλά Ο.Κ., όλα λύθηκαν, πέρασαν και τώρα πλέον μπορώ να τα αναπολώ με γλύκα. Πικρή γλύκα, αλλά γλύκα…
Πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός; Ηταν κάτι που θέλατε από παιδί;
Ούτε που είχε περάσει από το μυαλό μου. Είμαι η πρώτη φουρνιά που έδωσε πανελλήνιες και, όπως καταλαβαίνετε, δεν ήξεραν ούτε οι καθηγητές να μας βοηθήσουν. Πέρασαν τότε ελάχιστοι στα πανεπιστήμια και γενικά στις ανώτατες σχολές. Ψάχνοντας λοιπόν δουλειά βρήκα κάποια στιγμή και, αφού έκανα αρκετές δουλειές εν τω μεταξύ, είδα μια αγγελία που ζήταγε τεχνικό για θέατρο σε περιοδεία. «Οπα» λέω «εδώ είμαστε. Και δουλειά και ταξιδάκια!». Πού να ήξερα ότι εκείνα τα ταξιδάκια θα διαρκούσαν 40 χρόνια και ακόμα ταξιδεύω! Γιατί σε αυτή την περιοδεία μού μπήκε το μικρόβιο και πήγα σε σχολή και έγινα (;) ηθοποιός. Το ερωτηματικό το βάζω γιατί ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι έγινες. Μια ζωή προσπάθεια χρειάζεται, διάβασμα, μελέτη, να ανεβαίνεις σκαλοπάτια. Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο το θεωρούν κάποιοι.
Ποιο ήταν το τηλεοπτικό σας ντεμπούτο και τι θυμάστε από το ξεκίνημά σας;
Η πρώτη σειρά στην οποία αντίκρισα κάμερα ήταν όταν έκανε ο Γιώργος Κωνσταντίνου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, «Τα καθημερινά» στο κρατικό κανάλι. Μαζί πρωταγωνιστούσε και η Ξένια Καλογεροπούλου. Τρελή αγωνία, τρελό ξεκίνημα. Μιλάμε, εν τω μεταξύ, για δεκαετίες πίσω.
Από τις σειρές στις οποίες έχετε παίξει ποια ξεχωρίζετε και γιατί;
Δεν ξεχωρίζω κάποια. Θυμάμαι έντονα τα «Ιχνη» στο Mega, σε σκηνοθεσία Βασίλη Τσελεμέγκου. Ηταν το πρώτο δραματικό μου επεισόδιο. Μέχρι που έκλαψα, κάτι που μου φαινόταν αδιανόητο να κάνω. Οπως επίσης γουστάρω τρελά τη συμμετοχή μου στον «Ερωτα φυγά». Μου αρέσει ο ρόλος μου, και ειδικά στα επεισόδια που γυρίζουμε τώρα και εσείς δεν ξέρω πότε και σε ποιο κανάλι θα τα δείτε.
Για χρόνια είχατε συνεργασία με τον Μάρκο Σεφερλή σε θέατρο και τηλεόραση. Πώς έγινε η γνωριμία σας και πώς ήταν η συνεργασία σας;
Η συνεργασία μας ήταν τυχαία. Είναι αυτό που λέω: τη σωστή στιγμή να είσαι στο σωστό μέρος και να δεις τον σωστό άνθρωπο. Ετσι λοιπόν, όταν ο Μάρκος έκανε τον «Ηλία του 16ου» στο θέατρο «Μινώα», από τύχη μάς σύστησε ένας κοινός γνωστός και «δέσαμε». Και ξέρετε γιατί; Γιατί εκτίμησε ότι πήγα να παίξω έναν ρολάκο μισή σελίδα, που δεν ήθελε κανείς να τον παίξει. Εγώ όμως το δέχτηκα, γιατί εμένα με ενδιαφέρει η συμμετοχή και όχι η ποσότητα. Εννοείται ότι όσο μεγαλύτερη η συμμετοχή τόσο μεγαλύτερη η χαρά, αλλά δεν είναι το παν για μένα. Ετσι λοιπόν γνωριστήκαμε και έμεινα, με κάποια διαλείμματα, 16 χρόνια δίπλα του. Μια εξαίρετη συνεργασία, που μόνο καλό μού έκανε. Εμαθα δίπλα του την κωμωδία – όσο μπορείς να πεις ότι τη μαθαίνεις. Τους κώδικές της, όμως, μου τους δίδαξε, και θα τον ευχαριστώ αιωνίως για αυτό.
Ηταν επιλογή σας να σταματήσετε να συνεργάζεστε;
Ναι, επιλογή μου. Δεν άντεχα άλλο. Οι παραστάσεις του Μάρκου, όπως έχω πει, είναι με τρελές απαιτήσεις. Δεν άντεχα άλλο σωματικά βασικά, αλλά και ήθελα περισσότερο χρόνο για τη φαμίλια μου. Ερχονταν τα παιδιά από τις ΗΠΑ, όπου ζουν, μαζί με τα εγγόνια και εγώ τα έβλεπα ελάχιστα. Επίσης, δεν μπορούσα να κάνω και άλλα πράγματα, όπως τηλεόραση ή κινηματογράφο. Φεύγαμε για μεγάλες περιοδείες. Λείπαμε μεγάλα διαστήματα. Ετσι πήρα την απόφαση να διαζευχτούμε.
Για να αλλάξουμε κλίμα, έχετε αποκαλύψει δημόσια ότι έχετε διαγνωσθεί με Πάρκινσον. Πώς το αντιμετωπίζετε; Τι μηνύματα θα θέλατε να δώσετε στον κόσμο που αντιμετωπίζει την ίδια ασθένεια;
Ναι, βέβαια, έχω μιλήσει. Το αντιμετωπίζω με σθένος, με ηρεμία, όπως της πρέπει αυτής της ασθένειας. Αυτό που έχω να τους πω είναι να βρουν έναν γιατρό που να τους εμπνέει εμπιστοσύνη και να πορευθούν μαζί του αυτή την ανηφόρα. Αλλά πάντα με ψυχραιμία και θάρρος.
Στο καστ της παράστασης «Ενας βλάκας και μισός» ήσασταν μαζί με τον Οδυσσέα Σταμούλη, με τραγικό γεγονός να αποτελεί ο πνιγμός του 11χρονου γιου του τον Σεπτέμβριο. Πώς το διαχειριστήκατε ως συνάδελφοί του;
Η πιο δύσκολη στιγμή στην επαγγελματική μου πορεία. Να έχεις να «αντιμετωπίσεις» έναν άνθρωπο- συνάδελφο, ο οποίος ζει τη μεγαλύτερη τραγωδία που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Εννοείται ότι τον αγκαλιάσαμε και είμαστε μαζί του, όσο μπορούμε βέβαια. Γιατί, όταν πέσει το βράδυ, εκείνος μένει μόνος του, στο σκοτάδι. Και εκεί τι να του κάνεις, πώς να του συμπαρασταθείς; Αν και φαίνεται ουτοπικό, του εύχομαι, όσο γρηγορότερα γίνεται να μάθει να ζει με την πληγή του. Να κλείσει είναι αμφίβολο – δεν κλείνει αυτή η πληγή…