Χειμαρρώδης, καλόκαρδη, χαρισματική, με φωτεινό βλέμμα, γάργαρο γέλιο, έμφυτη ευγένεια και μπόλικο ταλέντο. Η Δήμητρα Κολλά είναι η τηλεοπτική «Τσαντούλα» της «Μάγισσας» του ΑΝΤ1 και η θεατρική «Λυδία Λενιόρδου» στην «Elizadeth» του Vault.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Τη συναντήσαμε στο υπέροχο καφέ του πολιτιστικού πολυχώρου της οδού Μελενίκου, στο Γκάζι, που αποτελεί το καλλιτεχνικό σπίτι της για παραπάνω από δέκα χρόνια τώρα, και μας αφηγήθηκε την ιστορία της. Από τον φανταστικό κόσμο των παιδικών της χρόνων στον Αγιο Δημήτριο και τα ταξίδια της σε Αμερική και Αγγλία για τις ανάγκες της τέχνης της, μέχρι το κομμωτήριο της σειράς «Λίτσα.com» και τον τηλεοπτικό πύργο της φαμίλιας των Λασκαραίων.
Ποιες εικόνες έρχονται πρώτες στο μυαλό σου από τα παιδικά σου χρόνια;
Είμαι γέννημα θρέμμα Αγίου Δημητρίου. Το πατρικό μου σπίτι, όπου συνεχίζω να ζω μέχρι τώρα, βρίσκεται κοντά σε ρέμα και απέναντι έχει ένα οικόπεδο με ελιές. Μοιάζει λιγάκι με χωριό μέσα στην Αθήνα. Λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στη γειτονιά από τότε που ήμουν παιδί. Αισθάνομαι ευγνώμων που ακόμη και σήμερα δεν έχω κάτι μπροστά μου να μου κόβει τη θέα και το μάτι «φεύγει», φτάνοντας ως τον Υμηττό. Μου έρχονται διάφορες εικόνες στο μυαλό από τα παιδικά μου χρόνια. Μία είναι αυτή του μπαμπά μου να ψέλνει στην εκκλησία της ενορίας μας κι εγώ, κάτω από το ψαλτήρι, να συμμετέχω στη χορωδία που είχε δημιουργήσει εκείνος. Από τα 3 μέχρι τα 7 μου έψελνα μαζί του.
Εχεις αδέλφια;
Δύο αδελφές, μεγαλύτερες από εμένα. Ακριβώς, όμως, επειδή ήμουν η μικρότερη και τα παιδιά στη γειτονιά είχαν, πάνω κάτω, την ηλικία των αδελφών μου, έπαιξα μαζί τους για λίγο. Μετά έφτιαξα έναν δικό μου, φανταστικό κόσμο, εντάσσοντας ουσιαστικά το παιχνίδι μου μέσα σ’ αυτόν. Βέβαια, δεν υπήρχε και πολύς χρόνος ελεύθερος, γιατί ήμουν και μια αφοσιωμένη χορεύτρια. Από 2,5 χρονών έκανα μπαλέτο. Ηταν λατρεία για εμένα ο χορός, ένας έρωτας που κράτησε κοντά 18 χρόνια. Ετοιμαζόμασταν με μια φίλη μου να δώσουμε εξετάσεις στα Βασιλικά Μπαλέτα της Βουδαπέστης. Εκείνη έδωσε και προχώρησε. Εγώ έπαθα πολλά ατυχήματα μαζεμένα, τα οποία, δυστυχώς, μου έκοψαν τη φόρα. Μου είπαν τότε οι γιατροί πως δεν γινόταν να χορέψω ξανά επαγγελματικά.
Σε πλήγωσε αυτό;
Πολύ! Το ότι δεν πραγματοποίησα το όνειρό μου στον χορό, σε συνδυασμό με ένα άλλο προσωπικό μου θέμα εκείνη την περίοδο, με έκανε να πέσω σε κατάθλιψη. Προκειμένου, λοιπόν, να καταφέρω να βγω από αυτήν την αρνητική κατάσταση άρχισα να ψάχνομαι στο κομμάτι της υποκριτικής. Ηταν, βλέπεις, η σκηνή που με τράβηξε στο θέατρο, αφού σε σκηνή είχα μάθει να εκφράζομαι και μέσω του μπαλέτου. Με θυμάμαι να συναντώ «ψαρωμένη» την πρώτη μου δασκάλα στην υποκριτική, μια ηθοποιό, μαθήτρια του Κουν, και εκείνη να μου δίνει να διαβάζω το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Εγώ, παιδί εσωστρεφές τότε αλλά και δυσλεκτικό, ήθελα να μάθω αν «έβλεπε» κάτι σε εμένα. Αν αυτή η γυναίκα μου είχε πει «όχι, δεν βλέπω κάτι!», μπορεί να μην είχα κυνηγήσει αυτήν την πορεία. Εκείνη, όμως, μου είπε «κάτι υπάρχει εδώ, που μπορούμε να το πλάσουμε μαζί!» Δουλέψαμε μαζί για ένα διάστημα κι έπειτα έδωσα εξετάσεις στο υπουργείο Πολιτισμού, αλλά δεν με πέρασαν. Πέντε φορές έδωσα, πέντε φορές με κόψανε! Δεν πτοήθηκα, όμως…
Τι έκανες τότε;
Πήγα και γράφτηκα στη θεατρική ομάδα του Δήμου Αγίου Δημητρίου, που την είχε τότε η Αγγέλα Καζακίδου, ηθοποιός του Εθνικού, η οποία υπήρξε και μαθήτρια της Παξινού. Ο,τι κάνανε στο Εθνικό, μας τα δίδαξε όλα! Κάπως έτσι μαζεύεις τις εμπειρίες, κι εγώ είχα πάρει ήδη τότε κάτι από Κουν και κάτι από Παξινού. Παράλληλα έπιασα δουλειά στο περίπτερο που είχε ο πατέρας μου και αποφάσισα να πορευτώ με την ηθοποιία ως χόμπι μου. Επειδή, όμως, είχα πεισμώσει από τις απορρίψεις του υπουργείου και ήθελα να πάρω κι άλλη μια γνώμη από ειδικούς για τις ικανότητές μου, μου δόθηκε κάποια στιγμή η δυνατότητα να φύγω στην Αγγλία και να περάσω από οντισιόν για τη θεατρική σχολή East 15. Εκεί άκουσα τα καλύτερα λόγια της ζωής μου, τόσο όμορφα, που ευφράνθηκε η καρδιά μου. Εγινα δεκτή στη σχολή, αλλά μου ζήτησαν να αρχίσω άμεσα τη φοίτησή μου. Εκεί πιάστηκα απροετοίμαστη, καθώς είχα υποχρεώσεις στην Ελλάδα και χρειαζόμουν τουλάχιστον τρεις μήνες για να τις τακτοποιήσω. Μου πρότειναν, βέβαια, να επιστρέψω την επόμενη χρονιά, αλλά δεν το έκανα.
Γιατί;
Ηταν και οικονομικοί οι λόγοι. Βέβαια, στην Αγγλία ξαναπήγα έπειτα από έναν χρόνο και έμεινα τρεις μήνες παρακολουθώντας σεμινάρια, πλην όμως σε κινηματογραφική σχολή αυτή τη φορά, γιατί ήθελα να το δοκιμάσω και αυτό. Στη συνέχεια, ενώ ήμουν ακόμη στη θεατρική ομάδα του Δήμου Αγίου Δημητρίου, πληροφορήθηκα πως το υπουργείο Παιδείας έκανε τότε ένα πρόγραμμα συνεργασίας του Μητροπολιτικού Κολεγίου Ακμή με το Queen Margaret University του Εδιμβούργου και είπα να το δοκιμάσω. Εκεί σπούδασα, τελικά, υποκριτική. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, ωστόσο, βρέθηκα και στο Λος Αντζελες για σεμινάρια στο Beverly Hills Play House.
Στην τηλεόραση πώς βρέθηκες;
Μέσω της Πηνελόπης Αναστασοπούλου. Είχα κάνει ήδη ένα guest στο «Κόκκινο δωμάτιο» όταν τη γνώρισα και με πρότεινε στο μίνι σίριαλ «Big Bang». Με πήραν να κάνω μια ζάπλουτη Ελληνοαμερικανίδα και ήταν να παίξω σε τρία επεισόδια από τα πέντε της σειράς. Επειδή, ωστόσο, άρεσε ο χαρακτήρας, τον κράτησαν τελικά και στα υπόλοιπα δύο. Το τέταρτο επεισόδιο έτυχε να το δει η Ολγα Μαλέα, η οποία έγραφε τότε τη «Λίτσα.com» και ζήτησε να περάσω από κάστινγκ για να με δει. Ηταν καρμικό, γιατί αν εγώ είχα ολοκληρώνει τη συμμετοχή μου στο τρίτο επεισόδιο του «Big Bang», δεν θα με έβλεπε ποτέ, ούτε θα με σκεφτόταν για τον ρόλο. Ετσι ήρθε το «Λίτσα.com» στη ζωή μου, στο δεύτερο έτος της σχολής.
Τι γεύση σού άφησε αυτή η σειρά;
Γλυκόπικρη γεύση. Πολύ γλυκιά για όλο αυτό που έζησα και μοιράστηκα με αυτούς τους ανθρώπους και πικρή για τον τρόπο που έκλεισε η συνεργασία αυτή. Δεν μας πλήρωσαν ποτέ, πήραμε χρήματα για ελάχιστα επεισόδια και μετά η εταιρία παραγωγής δήλωσε πτώχευση. Αυτό με έκανε να φύγω πάλι στο Λος Αντζελες το 2012, όπου έμεινα έξι μήνες, όσο κρατάει δηλαδή η τουριστική βίζα. Εκεί, μάλιστα, πήγα σε ένα κάστινγκ και με πήρανε! Είχε πολύ πλάκα, γιατί ήταν ένα urban comedy και δεν είχαν, φυσικά, ρόλο για εμένα, αλλά επειδή άρεσα στους δημιουργούς, μου είπαν θα έγραφαν μια σκηνή για να παίξω. Θα εμφανιζόμουν στην αρχή και στο τέλος. Ενθουσιάστηκα, γιατί έτσι θα μπορούσα να πάρω επαγγελματική βίζα. Δυστυχώς, δεν προχώρησε το φιλμ, γιατί τσακώθηκαν μεταξύ τους, οπότε επέστρεψα…
Με… κομμένα τα φτερά;
Η αλήθεια είναι πως πήγα να πάθω ξανά κατάθλιψη τότε, αλλά ευτυχώς είχαν ανοίξει τα φιλαράκια μου, ο Δημήτρης Καρατζιάς και ο Μάνος Αντωνιάδης, τον πολυχώρο Vault και μου είπαν ότι θα έκαναν ξανά το «Elizadeth», την κωμωδία που παρουσιάζουμε και φέτος στον ίδιο χώρο, την οποία είχαμε ανεβάσει για πρώτη φορά το 2010 σε ένα άλλο θέατρο, στις Ράγες. Αρχισα τότε να πηγαίνω καθημερινά στο Vault, κάνοντας εκεί και άλλα πράγματα πέρα από την παράσταση. Ετσι άρχισε η συνεργασία μου με τον πολυχώρο, που κρατάει μέχρι σήμερα. Με βοήθησαν πολύ τα παιδιά τότε, είχα ανάγκη να μην… κολλήσει το μυαλό μου σε κάτι αρνητικό. Το ότι κάναμε ξανά το «Elizadeth» με βοήθησε να μην πέσω σε κατάθλιψη. Ψυχοθεραπεία δεν έχω κάνει ποτέ. Δεν είμαι εναντίον, απλώς δεν μου βγήκε ποτέ η επιθυμία για κάτι τέτοιο. Σε εμένα λειτούργησε η τέχνη ψυχοθεραπευτικά.
Ποιες από τις δουλειές σου στο θέατρο ξεχωρίζεις;
Φυσικά το «Elizadeth», με το οποίο συμπληρώσαμε πρόσφατα 300 παραστάσεις στο νέο ανέβασμά του στο Vault και συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Τις «Μικρές ιστορίες φόνων», που παίζονταν δύο χρόνια στον ίδιο χώρο, και το «Χορεύοντας στο σκοτάδι», που ήταν το καμάρι μου, αλλά δυστυχώς ανέβηκε μόνο δύο μήνες, γιατί μας έκλεισε η πανδημία.
Πώς ήταν η κινηματογραφική εμπειρία σου στην ταινία «Αιγαίο SOS»;
Την ταινία αυτή τη λάτρεψα για τους ανθρώπους της, τους συνεργάτες μου. Νιώθω ότι έχω κάνει αγαπημένες φιλίες από εκεί. Μπορεί να μην υπάρχει συχνή επαφή με όλους, αλλά έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Τα γυρίσματα ήταν δύσκολα, γιατί έπρεπε να φοράμε εξαρτύσεις, να κολυμπάμε με αυτές, να κάνουμε υποβρύχιες λήψεις. Εγώ αισθάνθηκα πολύ περήφανη για τον εαυτό μου, γιατί δεν πίστευα ότι θα είχα τις αντοχές να κάνω όλα αυτά που μου ζητήθηκαν. Τα κατάφερα, όμως. Το «Αιγαίο SOS» με έφερε αντιμέτωπη με φοβίες και ανασφάλειές μου, όπως το να πηδάς από τα βράχια στη θάλασσα, να βρίσκεσαι μέσα σε φουσκωτό που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα…
Κεφάλαιο «Μάγισσα». Τι… μαγικό έγινε και βρέθηκες εκεί;
Οταν έχασα τον μπαμπά μου, κάθισα και σκέφτηκα τι… χρωστούσα σε εκείνον αλλά και στον εαυτό μου. Την περίοδο της καραντίνας μού είχε πει: «Το μόνο που δεν θέλω είναι να παρατήσεις αυτό που αγαπάς!» Τεράστια αδυναμία ο μπαμπάς, όπως και η μαμά μου, βέβαια. Οι γονείς μου με βοήθησαν πολύ. Αυτή ήταν η μικρή πολυτέλεια που είχα όλα αυτά τα χρόνια για να μπορώ κάνω αυτή τη δουλειά. Αν ήμουν μόνη μου, θα ήταν δύσκολο να πορευτώ με αυτό. Κάθισα και σκέφτηκα, λοιπόν, αυτά που μας μάθαιναν στα σεμινάρια στο Λος Αντζελες, ότι ο ηθοποιός πρέπει να στέλνει βιογραφικά και να κυνηγάει τα κάστινγκ. Ετσι έκανα κι εγώ. Εστειλα βιογραφικά παντού, προσπάθησα πολύ και κάποια στιγμή με φώναξαν για ακρόαση στη «Μάγισσα». Ενιωσα μεγάλη ευτυχία όταν μου συνέβη. Το πιο αστείο απ’ όλα είναι ότι πήγα εκεί, γνώρισα τον σκηνοθέτη μας Λευτέρη Χαρίτο, έκανα το κάστινγκ, έφυγα πολύ ευχαριστημένη και μέσα στους επόμενους δυόμισι μήνες δεν με ειδοποίησε κανείς ότι έχω πάρει τον ρόλο της Τσαντούλας. Οπότε κι εγώ θεώρησα ότι δεν τον είχα πάρει. Οπως έμαθα εκ των υστέρων, με είχαν «κλειδώσει» εξαρχής, μετά την ακρόαση, αλλά δεν μου το είπαν. Ειδοποιήθηκα κατευθείαν τον Σεπτέμβριο του 2022, όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα για να πάω να υπογράψω το συμβόλαιό μου. Τον Οκτώβριο του 2022 κάναμε μια πρώτη γνωριμία με όλους τους ηθοποιούς και τον Φεβρουάριο του 2023 άρχισα τα γυρίσματά μου. Στις 6 Φεβρουαρίου κλείνω έναν χρόνο γυρισμάτων. Δεν σου κρύβω πως θα δυσκολευτώ πολύ ν’ αφήσω την Τσαντούλα μου.
Τι δικό σου βρήκες στην Τσαντούλα;
Πολλά κοινά έχουμε. Αγαπάει πολύ τους ανθρώπους όπως ακριβώς είναι, δεν θέλει να τους αλλάξει. Θα ήθελα επίσης να βρω έναν άνθρωπο στη ζωή μου όπως είναι ο Λουκάς για την Τσαντούλα. Εχουν πολύ γλυκιά σχέση, αγαπιούνται πολύ, ακόμη κι όταν τσακώνονται δεν είναι τσακωμός, αλλά αυτή η σπιρτάδα της σχέσης τους. Ο Λουκάς της είναι ο κόσμος της και γι’ αυτόν είναι η Τσαντούλα του. Μπορεί να θαυμάζουν το ωραίο γύρω τους, αλλά είναι ο ένας για τον άλλον, υπάρχει αυτό το ταίριασμα ψυχών.
Είναι τελικά η «Μάγισσα» το ελληνικό «Game of Thrones», όπως λένε κάποιοι;
Μιλάμε για άλλα οικονομικά μεγέθη, που δεν μπορούν να συγκριθούν. Προσωπικά, είμαι πολύ περήφανη για τη «Μάγισσα». Η Μελίνα Τσαμπάνη και ο Πέτρος Καλκόβαλης έγραψαν, κατά τη δική μου αισθητική, ένα υπέροχο σενάριο. Τους λατρεύω! Ερχόταν το κείμενο του επεισοδίου στα χέρια μου και ήθελα αμέσως να διαβάσω το επόμενο. Και ήλπιζα αυτό που διάβαζα να βγει και στην οθόνη. Και έχει βγει, κατ’ εμέ, με τον Λευτέρη Χαρίτο στο τιμόνι και την υπέροχη ομάδα του, τους Μιχάλη, Αλκη, Σταύρο. Είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτούς τους ανθρώπους και ευγνώμων που ο Καραγιάννης έκανε αυτή την παραγωγή. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις για γύρισμα σε έναν πραγματικό πύργο; Να βλέπεις την αυλή, τις κότες, τα άλογα, να μυρίζεις το ξύλο στην κουζίνα, ν’ ακούς να βελάζουν οι κατσίκες… Είναι σαν να μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο, αυτόν του 1817, αυτόν της «Μάγισσας».