Η Κρινιώ Νικολάου είναι μια τραγουδοποιός και ερμηνεύτρια που μετράει πολλά χιλιόμετρα στην τέχνη, με σταθμούς δίπλα σε κορυφαίες μορφές της μουσικής, όπως ο Μητροπάνος, ο Σπανός, ο Χατζής και ο Μαχαιρίτσας.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Τη συναντήσαμε στη μουσική σκηνή Lux Athens, στο Μεταξουργείο, όπου εμφανίζεται τα σαββατόβραδα, και μας μίλησε για την καλλιτεχνική διαδρομή της και τις άλλες τρεις μεγάλες αγάπες της, που είναι οι μηχανές, το τένις και τα σκυλιά της.
Τι θυμάσαι με νοσταλγία από τα παιδικά σου χρόνια;
Τη θαλπωρή της οικογένειας, την ανεμελιά, τα παιχνίδια. Μεγάλωσα στα Πετράλωνα, εκεί είναι το πατρικό μου. Εγώ, ωστόσο, ζω το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στο εξοχικό μου, στο Πόρτο Ράφτη, μαζί με τα αγαπημένα μου τρία σκυλιά. Κοντά στην Αθήνα μεν, πιο ήσυχα και πιο ανθρώπινα δε…
Στην εφηβεία σου πώς ήσουν;
Υπερκινητική, το ίδιο είμαι και τώρα. Ασχολούμουν με πολλά πράγματα, όπως ο αθλητισμός και η μουσική, ενώ από μια ηλικία και έπειτα ήμουν συνεχώς επάνω σε μια μηχανή. Εχω πάει διακοπές με την Εnduro μου σε νησιά της άγονης γραμμής, έχω φτάσει ως τα πιο δύσβατα μέρη.
Τόσο μεγάλη αγάπη η μηχανή;
Τεράστια! Ετσι κυκλοφορούσα επί σειρά ετών. Ακόμα κι όταν έβγαλα δίπλωμα αυτοκινήτου, σπάνια το έπαιρνα. Η μηχανή μου ήταν από τα τελευταία μοντέλα που είχαν βγει με τη μανιβέλα. Πριν από 10 χρόνια την κλείδωσα, αλλά το προηγούμενο καλοκαίρι με έβαλε «στην πρίζα» ένας φίλος που έχει μια παρόμοια και την έβγαλα ξανά στους δρόμους. Πλέον την παίρνω στο Πόρτο Ράφτη και πηγαίνω βόλτες πάνω στο βουνό. Στην Αθήνα, όμως, δεν κατεβαίνω.
Πώς κατάλαβες ότι είχες μέσα σου το καλλιτεχνικό «μικρόβιο»;
Το κατάλαβα με τη βοήθεια και την παρότρυνση του πατέρα μου, ο οποίος με έγραψε στο Ωδείο Αθηνών, σε ηλικία 6,5 ετών, για να μάθω πιάνο. Ισως, λοιπόν, εκείνος να είχε αντιληφθεί κάτι πριν από μένα. Εγώ ανακάλυψα την αγάπη μου για τη μουσική μέσα από τα μαθήματα που έκανα εκεί.
Δεν σκέφτηκες ποτέ άλλον επαγγελματικό προσανατολισμό;
Οταν κατάλαβα πόσο πολύ μου άρεσε η μουσική, ο στόχος που έβαλα ήταν να συνεχίσω τις σπουδές μου στο κλασικό πιάνο και να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτό το κομμάτι. Το τραγούδι δεν το είχα σκεφτεί τότε, ούτε ήθελα να σπουδάσω κάτι άλλο. Παρόλο που έδωσα πανελλήνιες και με τα μόρια που συγκέντρωσα περνούσα σε κάποιες σχολές, τις αγνόησα. Στο μεταξύ είχα προχωρήσει βέβαια πολύ στις σπουδές μου στο πιάνο και στα θεωρητικά της μουσικής, αρμονία, σύνθεση… Συνεπώς είχα μπει πια σε αυτόν τον δρόμο.
Και το τραγούδι;
Προέκυψε όταν αρχίσαμε να παίζουμε μουσική σε μικρούς χώρους μαζί με φίλους μου, οι οποίοι μου έλεγαν κάποιες φορές «Ελα, Κρινιώ, πες ένα τραγούδι»… Πες, πες, άρχισα να τραγουδάω.
Ποιοι καλλιτέχνες σε επηρέασαν στη διαμόρφωση της μουσικής ταυτότητάς σου;
Το πρώτο κομμάτι που έπαιξα στο πιάνο, στα οκτώ μου χρόνια, χωρίς να μου το δείξει κανείς, αυτό που λένε «με το αφτί», ήταν ένα του Μάνου Χατζιδάκι, το «Αστέρι του Βοριά». Ο Χατζιδάκις μού… φώτισε τους καλλιτεχνικούς δρόμους και με έκανε να αγαπήσω και τη σύνθεση. Επιρροές δέχτηκα, επίσης, από τον Λοΐζο και τον Σπανό, με τον οποίο είχα και την πρώτη μου μεγάλη συνεργασία.
Πώς ήταν απέναντί σου ο αξέχαστος Γιάννης Σπανός;
Οταν συνεργαστήκαμε είχε ήδη μια τεράστια καριέρα. Ηταν ένας μύθος, αλλά με έκανε να νιώσω ότι είχα να κάνω με φιλαράκι μου. Φυσικά αισθανόμουν πάντοτε δέος όταν έπαιζε πιάνο κι εγώ τραγουδούσα στα lives που ήμασταν μαζί. Εκρυβε ένα παιδί μέσα του ο Γιάννης Σπανός κι αυτό το λένε όλοι όσοι τον γνώρισαν. Ηταν ένα μεγάλο παιδί, με το χιούμορ και τ’ αστεία του, τη σεμνότητά του, το μοναδικό του στιλ και, βέβαια, το τρομερό ταλέντο του.
Μετά ήρθε η σύμπραξή σου με τον Κώστα Χατζή στο Rex…
Τραγουδούσα τότε σε μικρές μουσικές σκηνές, όπου έπαιζα πιάνο και κιθάρα. Κάποιος, λοιπόν, του μίλησε για μένα και ήρθε και με βρήκε, λέγοντάς μου ότι ήθελε νέους καλλιτέχνες να τον πλαισιώσουν στο Rex. Οταν μου το είπε, έπαθα πλάκα, γιατί τότε το Rex ήταν… ναός! Ετσι βρέθηκα να τραγουδώ μαζί του. Μάλιστα, σε κάποιο σημείο του προγράμματος ήμασταν οι δυο μας με δύο κιθάρες πάνω στη σκηνή, χωρίς να συνοδεύει η υπόλοιπη ορχήστρα. Το εν λόγω live ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε βινίλιο και CD. Αυτή η συμμετοχή ήταν και η πρώτη μου επαφή με τη δισκογραφία.
Κατόπιν τρίτωσε το καλό: συναυλίες με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου…
Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα μου βήματα είχα την ευλογία να με συναντήσουν αυτοί οι τρεις μεγάλοι και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους καλλιτέχνες. Ηταν σαν να έβγαλα τρεις ξεχωριστές σχολές τραγουδιού. Ο Βασίλης με βρήκε κι αυτός σε μια μουσική σκηνή και μου πρότεινε να συνεργαστούμε σε μια καλοκαιρινή περιοδεία του.
Στη συνέχεια δημιούργησες δικά σου προγράμματα σε μαγαζιά, όπως στο Izabella Live, που κατέγραψε μεγάλη επιτυχία.
Το Izabella Live ήταν ένα εγχείρημα του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος είχε πάρει έναν χώρο απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Εγώ επιμελήθηκα το πρόγραμμα και τραγουδούσα. Ημασταν τρεις τραγουδιστές και τέσσερις μουσικοί, αλλά παίζαμε όλοι κάποιο μουσικό όργανο. Αυτό που καταφέραμε ήταν ν’ ανεβάσουμε τον κόσμο στα τραπέζια χωρίς ν’ ακουστεί ούτε μισό σκυλάδικο, κι αυτό γιατί βάλαμε στο πρόγραμμα τα κινηματογραφικά του Πλέσσα. Είχε γίνει χαμός τότε. Πέρασε όλη η Αθήνα από τον χώρο αυτό, πολλοί μεγάλοι και παλιοί καλλιτέχνες: Βουγιουκλάκη, Βλαχοπούλου, Πάριος.
Στα late 90s δούλεψες και με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Τι σου έκανε εντύπωση σε εκείνον;
Με είδε σε κάποια μουσική σκηνή ο Ηλίας Μπενέτος και μου πρότεινε να πάω στη Minos EMI. Εκεί γνωρίστηκα με τον Δημήτρη Μητροπάνο, με τον οποίο δούλεψα στο Zoom. Ηταν ένας πολύ γλυκός, χαμηλών τόνων, συνειδητοποιημένος και προσγειωμένος άνθρωπος. Ημουν τυχερή που συνεργαστήκαμε. Μάλιστα, το πρόγραμμα ηχογραφήθηκε σε τρία cds, όπου είχα μεγάλη συμμετοχή, ενώ περίπου δύο χρόνια αργότερα, το 1998, μπήκα πια επισήμως στη δισκογραφία με δική μου σόλο δουλειά, με τέσσερα τραγούδια σε δικές μου συνθέσεις και στίχους Φίλιππου Γράψα και άλλων στιχουργών.
Στίχους δεν έγραφες τότε;
Εγραφα σκόρπια στιχάκια, αλλά τα κρατούσα πάντα στο συρτάρι μου. Ως επί το πλείστον έγραφα τις μουσικές των τραγουδιών μου. Στίχους δικούς μου αποφάσισα να χρησιμοποιήσω στο ψηφιακό άλμπουμ «Κοίτα με απλά», που έβγαλα λίγο πριν από την πανδημία. Δεν λέγομαι στιχουργός, απλά στη συγκεκριμένη δουλειά έχω υπογράψει στιχουργικά τέσσερα κομμάτια. Φυσικά, η δημιουργία μουσικής δεν σταματά ποτέ. Τον τελευταίο χρόνο έχω παρουσιάσει τέσσερα singles, σε στίχους του Νικόλα Τσιορβά και συνθέσεις δικές μου. Το πιο πρόσφατο είναι το «Χρώμα σιωπής» και τα προηγούμενα τα «Ρίξε μια», «Μετέωρη» και «Τα δικά μου φιλιά».
Το 2013 διασκεύασες το «Υπάρχω» των Νικολόπουλου & Γκάτσου και συνεργάστηκες με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Σημαντική στιγμή κι αυτή…
Μέχρι τη συνάντησή μας δεν είχα ζήσει ποτέ κάτι παρόμοιο, να είμαι δηλαδή σε μια σκηνή, σε ένα τέτοιο concept, από αυτά που κάνει ο Σταμάτης, αυτός ο υπερταλαντούχος και σπουδαίος καλλιτέχνης. Ηταν για μένα μια πολύ όμορφη εμπειρία και πέρασα υπέροχα. Το «Υπάρχω», τώρα, είναι μια διασκευή που είχε προηγηθεί της συνεργασίας μας και, όταν την πρότεινα στον Κραουνάκη, του άρεσε τόσο πολύ, που τη βάλαμε στο πρόγραμμα. Υστερα απ’ αυτό ακολούθησαν και άλλες όμορφες συνεργασίες μου, όπως με τον Βαγγέλη Γερμανό σε συναυλίες και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, με τον οποίο έκανα το ντουέτο «Αγάπη πλανόδια», σε μουσική δική μου και στίχους της Κλέλιας Χαρίση.
Κεφάλαιο… ραδιόφωνο. Τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σου;
Πριν από χρόνια, σε μια κοινή παρέα φίλων, γνώρισα τον αείμνηστο Δημήτρη Κοντομηνά, ο οποίος αγάπησε τη δουλειά μου και τα τραγούδια μου. Με εκτιμούσε πολύ ως καλλιτέχνη και πάνω σε μια συζήτηση μου πρότεινε να αναλάβω έναν από τους σταθμούς του ομίλου του. Ηταν ωραία πρόκληση για μένα και του απάντησα θετικά, γιατί το να επιμεληθώ το μουσικό πρόγραμμα ενός ραδιοφώνου, φτιάχνοντας λίστες τραγουδιών, έμοιαζε πολύ με αυτό που έκανα τόσα χρόνια στα μαγαζιά. Ετσι βρέθηκα στον Παλμό της Θεσσαλονίκης. Ηταν μια όμορφη και δημιουργική περίοδος, που κράτησε περίπου δύο χρόνια.
Τι άλλο θυμάσαι από τον Δημήτρη Κοντομηνα;
Ο Δημήτρης Κοντομηνάς που γνώρισα εγώ ήταν ένας πολύ δημιουργικός και σοβαρός άνθρωπος, ήξερε να φερθεί, εκτιμούσε αυτό που είσαι, σου δημιουργούσε χαρά το να μιλάς μαζί του. Ηταν ένας κύριος με κάπα κεφαλαίο! Χάρη σ’ εκείνον είχα ζήσει και την εμπειρία να μπω σε ελικόπτερο – εγώ, που φοβάμαι και τ’ αεροπλάνα! Είχα νοικιάσει κάποια στιγμή ένα σπίτι στην Τζια και έπρεπε να παρευρεθώ σε εκδήλωσή του, οπότε έστειλε ελικόπτερο να με πάρει!
Δέχτηκες αθέμιτο ανταγωνισμό στη διάρκεια της πορείας σου;
Ναι, συνέβη κιόλας στα ξεκινήματά μου, την περίοδο που μπήκα στη δισκογραφία. Εγιναν πράγματα πίσω από την πλάτη μου, ανακάλυψα πως άνθρωποι του περιβάλλοντός μου δεν ήταν καθόλου καλοπροαίρετοι, γεγονός που με επηρέασε ψυχολογικά, καθώς είμαι ένας άνθρωπος που απέχει από αντιπαραθέσεις και αρνητικές καταστάσεις. Οταν το συνειδητοποίησα, άλλαξα πορεία, προτίμησα ν’ ακολουθήσω έναν πιο μοναχικό δρόμο στην τέχνη.
Τι σου αρέσει να κάνεις όταν δεν ασχολείσαι με τη μουσική;
Να παίζω τένις. Ο αθλητισμός υπήρξε στη ζωή μου από τα 14 μέχρι τα 30. Αρχικά έκανα στίβο και μετά ήμουν σε ομάδες μπάσκετ. Τα τελευταία 14 χρόνια ασχολούμαι με το τένις και πηγαίνω σε τουρνουά, έχοντας πάρει, μάλιστα, και πολλά κύπελλα. Είναι πολύ διασκεδαστικό άθλημα, το οποίο με εκτονώνει κιόλας. Το θεωρώ μεγάλη μου αγάπη, μετά τη μουσική, και ηρεμεί την ψυχή μου.