Δέκα βραβεία ακόμα και πρώτου ανδρικού ρόλου, διθυραμβικές κριτικές στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη και μια πορεία 50 και πλέον χρόνων σηματοδοτούν μια νέα αρχή στην καριέρα του σπουδαίου εργάτη της υποκριτικής τέχνης Σταμάτη Τζελέπη. Ενός ηθοποιού πολύ χαμηλών τόνων, που, ενώ πάλεψε όλα αυτά τα χρόνια να κρατήσει ψηλά το όνομά του στον ελληνικό χώρο, σπάνια θα δεις να του κάνουν συνεντεύξεις, να ενδιαφέρονται τα ΜΜΕ για εκείνον, γιατί απλά δεν προκαλεί και δεν παρακαλά. Πορεύεται απλά με γνώμονα το ταλέντο του. Αρκεί όμως μόνο το ταλέντο στις μέρες μας για να ενδιαφερθεί κάποιος και να σε προβάλει;
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Πριν από λίγες ημέρες το τηλέφωνό μου χτύπησε και στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ήταν ο συντοπίτης ηθοποιός από τα Μέγαρα Πέτρος Ξεκούκης. Με περηφάνια μού μιλούσε για μια ταινία μικρού μήκους που δημιούργησε η σύζυγος του Σταμάτη Τζελέπη με πρωταγωνιστή τον σύζυγό της, την Ολγα Πολίτου και τον ίδιο, η οποία σαρώνει τα βραβεία εδώ και μερικούς μήνες σε όλο τον κόσμο πλην… της Ελλάδας. Και ναι, στο Φεστιβάλ Δράμας, αν και προσπάθησαν να την εντάξουν, τελικά δεν τη δέχτηκε η επιτροπή. Αντιθέτως τη δέχτηκαν και τη βράβευσαν από τον Καναδά έως την Ασία. Θέμα της: η απώλεια σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.
Και κάπως έτσι έγινε αυτή η συνέντευξη. Το ραντεβού μας δόθηκε έξω από τον σταθμό του Αγίου Δημητρίου, εκεί όπου με περίμενε ο 75χρονος πλέον Σταμάτης Τζελέπης. Ο κολλητός του Θανάση Βέγγου, με τον οποίο διέγραψε μια σπουδαία ιστορία στις τελευταίες ταινίες όπου έπαιξε ο μεγάλος ηθοποιός. Πηγαίνοντας στο σπίτι του, με περηφάνια άρχισε να μου δείχνει μια σειρά από βραβεία τα οποία του εστάλησαν για το σπουδαίο δημιούργημα της συζύγου του, Ελενας Τσεφαλά, η οποία ανοίγει πρώτη τη συζήτηση.
Η ταινία σας «Από Ανατολής σημείου» κυριολεκτικά έχει σαρώσει τα βραβεία. Πώς δημιουργήθηκε και πώς την εμπνευστήκατε;
Ο τίτλος της ταινίας είναι από μια φράση που πήρα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Το θέμα του έχει να κάνει με τη μελαγχολία και γενικά με την απώλεια. Την προσωπική απώλεια, της ταυτότητάς σου, την απώλεια των συντρόφων, των γονέων και ό,τι σχετίζεται με την απώλεια που νιώθουμε μέσα μας. Νομίζω είναι πάρα πολύ επίκαιρο αυτό το θέμα, γιατί πέρα από την απώλεια της ανθρωπιάς μας -έχουμε γίνει απλοί θεατές σε όλα τα γεγονότα της ζωής-, εμείς απλά πρέπει να βρούμε τον ρόλο μας. Πρόκειται για μια ταινία μικρού μήκους 20 λεπτών που έχει κινήσει το ενδιαφέρον σε όλες τις χώρες, όπου κι αν παίχτηκε. Οπως μας είπαν οι κριτικοί κινηματογράφου, μιλάει βαθιά στην καρδιά για τη μοναχικότητα της σύγχρονης εποχής, με παράλληλες ιστορίες που είναι αδύνατον να μην έχει ζήσει κάποιος έστω και μία φορά.
Πώς μπόρεσε η ταινία αυτή να σαρώσει τα φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο;
Καταρχάς να πούμε ότι τη στείλαμε εμείς, αφού ολοκληρώθηκε. Θέλουμε εγώ και ο σύζυγός μου να ευχαριστήσουμε όλους τους συντελεστές, γιατί όλοι όσοι συμμετείχαμε το κάναμε αφιλοκερδώς σαν μια παρέα που κάνει το κέφι της. Δεν περιμέναμε ότι θα βραβευτεί σε τόσες χώρες. Και οι σκηνές γυρίστηκαν σε αυτό εδώ το σπίτι που ζούμε και στη γειτονιά του Αγίου Δημητρίου, εδώ τριγύρω από το σπίτι. Θέλουμε να ευχαριστήσουμε μέσα από την καρδιά μας και την Ολγα Πολίτου και τον Πέτρο Ξεκούκη και τον Φίλιππο Πλιάτσικα για τη μουσική που επένδυσε στην ταινία, επίσης τον Γιώργο Γεωργόπουλο του μοντάζ και τα παιδιά που έκαναν διεύθυνση φωτογραφίας.
Και ενώ στο εξωτερικό θριαμβεύσατε, στην Ελλάδα;
Τη στείλαμε στο Ελληνικό Φεστιβάλ Δράμας, αλλά πήραμε την απάντηση ότι η ταινία μας δεν θα προβληθεί στο πλαίσιο του φεστιβάλ. Με λίγα λόγια, την απέρριψαν. Και να σκεφτείτε ότι μας δέχτηκαν στα Φεστιβάλ Νέας Υόρκης, Λος Αντζελες, Νεπάλ, Μαδρίτης, στο Αμστερνταμ, στο Ντουμπάι, μας απέρριψαν στη Δράμα. Να πούμε επίσης ότι η ταινία πήρε το καλύτερο βραβείο σκηνοθεσίας καθώς και πρώτου ανδρικού ρόλου.
Να σας ρωτήσουμε, κύριε Τζελέπη, γιατί αυτή η απόρριψη από την Ελλάδα;
Ενας φίλος σκηνοθέτης μού είπε απλά για το Φεστιβάλ Δράμας: Σταμάτη, μην τη στείλετε αδίκως. Μεταξύ τους περνάνε αυτές τις ταινίες που θέλουν. Είναι κλειστός ο κύκλος αυτός και τα φτιάχνουν όπως θέλουν εκείνοι. Και φυσικά το είδαμε και στην πράξη!
Υστερα από μισό αιώνα που υπηρετείτε την υποκριτική τέχνη, σας στενοχωρεί το γεγονός ότι, ενώ αναγνωρίζεστε στο Νεπάλ, στην Ινδία, στο Ντουμπάι αλλά και στην Ευρώπη ως καλύτερος ηθοποιός σε σε αυτή την ταινία, σας απορρίπτει η ίδια η χώρα σας;
Πλέον δεν μου μένει χρόνος να στενοχωριέμαι για τίποτα. Στο παρελθόν έχω κάνει τέσσερις κορυφαίες ταινίες που καμαρώνω για αυτές: «Η φανέλα με το 9», με την οποία μου έδωσαν το δεύτερο βραβείο, «Ουζερί Τσιτσάνης», «Τα τούβλα», που βραβεύτηκε σε πολλά φεστιβάλ, καθώς και με τον Νίκο Κούνδουρο το περίφημο «1922». Πλέον έχει αλλάξει όλο αυτό το σκηνικό στην Ελλάδα και θέλουν τηλεοπτικούς αστέρες για να πηγαίνουν στα φεστιβάλ, να κόψουν εισιτήρια. Λίγοι σκηνοθέτες το ψάχνουν όπως ο Τσαφούλιας!
Γιατί ύστερα από τόσα χρόνια να μη θέλουν τον Σταμάτη Τζελέπη;
Πολλοί μου λένε «είσαι αδικημένος». Τους απαντάω πως αυτοί που δεν με θέλουν μάλλον είναι αδικημένοι. Κάποτε ο μέγας Κώστας Γεωργουσόπουλος είχε γράψει μια σειρά από άρθρα και μέσα ανέφερε: «Γιατί δεν φωνάζετε τον Τζελέπη στην Επίδαυρο;. Η μορφή του θα μείνει στην Ιστορία». Κι όμως, δεν με φώναξαν ποτέ. Ξέρεις τι έκανα; Πήγα μια μέρα στην Επίδαυρο μαζί με τη γυναίκα μου, ανέβηκα στη σκηνή και έβγαλα έναν μονόλογο με μόνο θεατή τη γυναίκα μου.
Να πάρουμε τώρα λίγο τη ζωή σας από την αρχή. Είστε παιδί φτωχής οικογένειας;
Πολύ φτωχής οικογένειας, από τη Μαλαισίνα. Ο πατέρας μου, αγρότης και μετά εργάτης στη Λάρκο. Δεν είχα δει ποτέ θέατρο στη ζωή μου. Τότε έρχονταν τα μπουλούκια με τον Ζανίνο και τον Αντώνη Παπαδόπουλο και έπαιζαν σε καφενεία και πλατείες. Εστηναν, θυμάμαι, ένα τσαντίρι και κάθε μέρα έπαιζαν και καινούργιο έργο. Την εποχή εκείνη εγώ δεν είχα χρήματα σαν παιδί. Ο θίασος, λοιπόν, λόγω της μεγάλης φτώχειας που υπήρχε, έπαιρνε και προϊόντα σε είδος. Πήγαινα, λοιπόν, έκλεβα ένα αβγό από το κοτέτσι, τους το έδινα και έμπαινα μέσα για να βλέπω θέατρο. Στο τέλος της εβδομάδας η μάνα μου έβλεπε ότι η κότα δεν είχε αβγά. Και μου λέει: «Θα τη σφάξω, αφού δεν μας κάνει αβγά». Κλάματα εγώ, μπαίνω μπροστά να μη σφάξει την κότα, από την οποία έπαιρνα τα αβγά για να τα δώσω στον θίασο. Αυτό ήταν το πρώτο ερέθισμα που θυμάμαι.
Οι γονείς δεν αντέδρασαν για το επάγγελμα που ακολουθήσατε;
Ο πατέρας μου είχε αντιδράσει. Θυμάμαι που μου είχε πει: «Θα πάρω το δίκαννο». Οταν όμως άρχισα να γίνομαι γνωστός και να παίζω με τον Βέγγο, ήθελε να παίξει και ο ίδιος. Και τον έβαλα και έπαιξε ένα νουμεράκι με τον Νίκο Ρίζο (γέλια). Στην πρεμιέρα μου στο Εθνικό, όπου έπαιζα με τον Μάνο Κατράκη, τον είχα βάλει στις πρώτες θέσεις. Εκεί έκανα έναν φτωχό. Οταν τέλειωσε η παράσταση, μου λέει: «Πάμε να φάμε». Εκεί με συμβούλευσε: «Να παίζεις τους πλούσιους και τους εραστές».
Ο Κατράκης τι άνθρωπος ήταν;
Φοβερός άνθρωπος. Σε μια παράσταση έκανα έναν γέρο, τον Οθέλλο, στο συμβούλιο του κράτους για την Κύπρο. Με έβγαζαν με ένα αναπηρικό καροτσάκι και έλεγα μια λέξη μόνο: «Μάγια». Στο σκοτάδι, όταν έκλειναν τα φώτα της σκηνής, έπρεπε να το πάρω εγώ και να φύγω για να συνεχίσει η επόμενη σκηνή. Κάποια μέρα με πήρε ο ύπνος πάνω στη σκηνή. Με βλέπει ο Κατράκης και αρχίζει να ουρλιάζει και να βρίζει: «Τι τον ξεχάσατε αυτόν εδώ». Μόλις τον ακούω με τη βροντερή φωνή, σηκώνομαι, παίρνω το καροτσάκι και εξαφανίστηκα. Στο τέλος της παράστασης μου λέει: «Γιατί, παιδί μου, μπήκες τόσο πολύ μέσα στον ρόλο και κοιμήθηκες;».
Ο Θανάσης Βέγγος;
Ηταν αυτό που έβλεπες στις ταινίες. Αγχώδης, τελειομανής που αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους. Στη σειρά «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» έλεγε στον Λαζαρίδη: «Μη μου τα γράφεις εμένα. Στον Σταμάτη δώσ’ τα». Εγώ έλεγα όλα τα κατεβατά και ο Θανάσης έλεγε τις πιο σημαντικές ατάκες.
Ο Βέγγος ήταν τελικά κωμικός ή δραματικός ηθοποιός;
Εκεί είναι η ουσία, ότι οι πολύ κωμικοί ηθοποιοί είναι και πολύ δραματικοί ηθοποιοί. Εγώ πήρα βραβείο καλύτερου ηθοποιού σε δραματικό έργο, το «Ωχ, τα νεφρά μου», το 1994, με συνυποψηφίους τον Θύμιο Καρακατσάνη και τον Νικήτα Τσακίρογλου.
Τώρα ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, όπου πήρατε τόσα βραβεία, πώς αισθάνεστε;
Αισθάνομαι δικαίωση, γιατί με τη σύζυγό μου, που έγραψε το σενάριο και με σκηνοθέτησε, κάναμε μια ομαδική δουλειά από μεράκι και μόνο. Το επόμενο καλοκαίρι ετοιμάζουμε άλλη ταινία μικρού μήκους, που ελπίζουμε πως τα ελληνικά φεστιβάλ θα τη συμπεριλάβουν.
Με τη σύζυγό σας Ελενα Τσεφαλά, διδάκτωρ Θεατρολογία, παντρευτήκατε πρόσφατα…
Με τη σύζυγό μου παντρευτήκαμε το 2018. Το 2016 βρεθήκαμε ξανά δεύτερη φορά, μετά την πρώτη μας γνωριμία, που ήταν το 2011. Είχαμε χαθεί για πέντε ολόκληρα χρόνια, ωστόσο η ζωή μάς φέρθηκε πολύ όμορφα. Είμαστε συνοδοιπόροι και στη ζωή και στα επαγγελματικά μας.
Από τους παλιούς ηθοποιούς, ποιος σας έκανε περισσότερη εντύπωση;
Νομίζω ο Μίμης Φωτόπουλος, ο οποίος μου έδωσε το «εισιτήριο» να γίνω ό,τι έγινα. Αγνωστος εγώ, παιδί ακόμα, με είδε σε μια επαρχιακή πόλη, ήρθε στο καμαρίνι και μου είπε: «Θα πας στην ΕΡΤ και θα πεις ότι με στέλνει ο Φωτόπουλος να κάνεις τον Καρδινάλιο στο “Δον Καμίλο”. Πηγαίνω και μου λέει ο υπεύθυνος: «Θέλουμε μια φίρμα για τον ρόλο για να ενισχύσουμε το σχήμα. Παίρνω τηλέφωνο τον Φωτόπουλο, του το λέω και μου απαντάει: «Αυριο το πρωί να είσαι στην είσοδο της ΕΡΤ». Ερχεται κι εκείνος και ανεβαίνουμε στους υπευθύνους. Ο αρμόδιος μας λέει: «Καλύτερα να πάρουμε τον Καλλιβωκά να ενισχύσουμε το σχήμα». Τρελαίνεται ο Φωτόπουλος και τους λέει: «Δηλαδή εγώ δεν σας κάνω; Πάμε, Σταμάτη», και με πιάνει από το χέρι να φύγουμε. Αμέσως κινητοποιούνται οι πάντες και έτσι μου έδωσαν τον ρόλο για να μη χάσουν και τον Φωτόπουλο. Και εκεί που δεν με ήξερε κανείς, σε 15 μέρες μπήκα στην ταμπέλα του Ακροπόλ, δίπλα στη Βλαχοπούλου, στον Ψάλτη και σε όλα τα ιερά θηρία.
Παίξατε όμως και με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο…
Στο «Μεγάλο μας τσίρκο», στην «Πάπισσα Ιωάννα», στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» και σε τόσα άλλα. Μαζί ήμασταν 10 ολόκληρα χρόνια. Στο «Μεγάλο μας τσίρκο» έζησα όλα τα ιερά τέρατα μαζί: από τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο μέχρι και τον Ξυλούρη. Ηταν η εποχή τέτοια που σήκωνε μεγάλα έργα και μεγάλες κοινωνικές αντιστάσεις. Θυμάμαι κάθε βράδυ έρχονταν στις παραστάσεις μυστικοί αστυνομικοί να γράφουν ατάκες του έργου με σκοπό να το κόψουν. Ομως, ο Καμπανέλλης το είχε περάσει με τέτοιο τρόπο, που δεν άφηνε ούτε μια λεπτομέρεια να κριθεί από το καθεστώς.
Κάνατε πολλή παρέα και με την Καρέζη εσείς…
Υπέροχος άνθρωπος. Κάθε Σάββατο μας καλούσε σπίτι της. Θυμάμαι σε μια περιοδεία για το «Μεγάλο μας τσίρκο» εγώ και ο Πάνος Μιχαλόπουλος, για να βγάλουμε μεγαλύτερο μεροκάματο, βοηθούσαμε στα σκηνικά μετά το τέλος της παράστασης. Η Καρέζη δεν έφευγε μέχρι να τελειώσουμε και να φάμε όλοι μαζί σαν παρέα. Στα νέα παιδιά ήμασταν δύο: εγώ και ο Πάνος. Και κάθε τόσο μας έλεγε: «Από εδώ μέσα δύο θα διαπρέψουν, ο Μιχαλόπουλος, γιατί είναι ωραίο παιδί, και Τζελέπης γιατί είναι τύπος».
Με την Αλίκη γιατί δεν συνεργαστήκατε ποτέ;
Με την Αλίκη γνωριζόμασταν και προσωπικά και πήγαινα και στον Θεολόγο. Με κάλεσε κάποια στιγμή να παίξω στο θεατρικό «Οθων και Αμαλία». Το μαθαίνει η Καρέζη και μου λέει: «Θα μου πάρει εμένα ηθοποιό η Αλίκη; Ποτέ! Οσο είμαι εγώ, θα είσαι δίπλα μου». Και έτσι απέρριψα τον ρόλο. Υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ τους, τι να λέμε τώρα!
Ο Μιχαλόπουλος λείπει από το θέατρο και τον κινηματογράφο;
Λείπει γιατί εκτός όλων των άλλων ήταν πολύ καλό παιδί και σπουδαίος χαρακτήρας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γινόταν με τον Μιχαλόπουλο και τις νεαρές κοπέλες που τον ακολουθούσαν παντού. Πηγαίναμε και εμείς δίπλα του, για να αποκομήσουμε τίποτα (γέλια).
Βγάλατε χρήματα από το επάγγελμα, κύριε Τζελέπη;
Οχι. Χρήματα βγάλαμε μόνο από τις βιντεοκασέτες. Στην αρχή ήμουν αρνητικός. Κάποια στιγμή με φωνάζει ο Χάρρυ Κλυνν και μου λέει: «Ασε τις βλακείες και έλα να πάρεις χρήματα». Και έτσι ξεκίνησα με τον Απόστολο Τεγόπουλο με ένα πενταετές συμβόλαιο. Ηξερα ότι θα έκανα τρεις ταινίες τον χρόνο. Από την κάθε βιντεοκασέτα έπαιρνα 500.000 δραχμές και τη γυρίζαμε σε τέσσερις μέρες. Και από τη «Φανέλα με το 9» πήρα 100.000 με τον Παντελή Βούλγαρη. Για τέτοιες διαφορές μιλάμε!
Πηγή: Epsresso