Το τελευταίο «αντίο» στη «βασίλισσα» του λαϊκού τραγουδιού έκρυβε πολλά μυστικά που δεν ήξεραν ακόμα και οι πιο κοντινοί της άνθρωποι! Ενα από τα μυστικά της Καίτης Γκρέυ «ξεπηδά» σε κλίμα θλίψης και συγκίνησης λίγο πριν η ντίβα του πάλκου ξεκινήσει το ταξίδι της για τα «μπουζούκια του Παραδείσου»!
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Το μεσημέρι της Πέμπτης, λίγο πριν αρχίσει η εξόδιος ακολουθία πάνω από το φέρετρο της θρυλικής Γκρέυ, μια μαυροφορεμένη γυναίκα στέκεται δακρυσμένη και με σκυμμένο κεφάλι. Με το ένα χέρι κρατάει το φέρετρο και με το άλλο σκουπίζει με ένα χαρτομάντιλο τα δάκρυά της. Για λίγη ώρα εξαφανίζεται από το παρεκκλήσι του Κοιμητηρίου της Νέας Σμύρνης και τη συναντάμε τυχαία πάνω από τον τάφο που έπειτα από λίγη ώρα θα δεχτεί τη σορό της μοιραίας γυναίκα του λαϊκού πενταγράμμου με τη χρυσή καρδιά.
Κοντοστέκεται, έχοντας ένα λευκό τριαντάφυλλο στα χέρια. Κάτω από τα μαύρα τεράστια γυαλιά της διακρίνουμε ότι κυλούν δάκρυα. Λίγο πριν φύγουμε από το σημείο, μας σταματάει. «Είστε ο κύριος Νικόλιζας;» με ρωτάει και της απαντάω καταφατικά. «Εγώ είμαι η αμπιγιέζ της. Από το 1978 έως το 1996 ήμουν κοντά της! Την Γκρέυ την αγάπησα από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου, καθώς έμενα στην Κοκκινιά, απέναντι από το σπίτι του Λουκά Νταράλα που είχε γράψει το περίφημο “Βουνό”. Η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν οκτώ μηνών. Και από τότε άκουγα το τραγούδι της Γκρέυ που είχε γράψει ο Νταράλας. Το περίφημο “Βουνό”» μας λέει αρχίζοντας τα κλάματα. Κοντοστέκομαι.
«Θα θέλατε να μου πείτε κάποια λόγια για εκείνη;» τη ρωτάω πολύ ευγενικά. «Βεβαίως. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για την Καίτη. Η Καίτη δεν ήταν ένας άγγελος επί Γης. Ηταν μια θεά επί Γης» μου λέει και της ζητάω να μου πει το όνομά της. «Αν ψάξετε τον τηλεφωνικό κατάλογο, θα δείτε το όνομά μου με τεράστια γράμματα. Είναι Αντζολίνα. Τίποτε άλλο. Η Καίτη ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Ατομα με ιδιαιτερότητα τα είχε πάντα αγκαλιασμένα. Καταλαβαίνεις ποια άτομα εννοώ.
Για να σας αποτυπώσω πλήρως τον χαρακτήρα της Καίτης, θα αποκαλύψω πρώτη φορά τι έκανε πίσω από τα λαμπερά φώτα της πίστας, τα εκατοντάδες πανέρια από γαρίφαλα, το χειροκρότημα και τη δόξα! Θα σας πω τι γινόταν κάθε βράδυ όταν έσβηναν τα λαμπερά φώτα της μαρκίζας και μέναμε οι δυο μας. Κάτι που δεν έχει δει ποτέ το φως της δημοσιότητας» μας λέει και συνεχίζει συναισθηματικά φορτισμένη: «Με έβαζε λοιπόν στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε στα στέκια που είχαν εκείνη την εποχή οι τρανσέξουαλ και οι τραβεστί, τις οποίες λάτρευε, όπως και όλους τους ανθρώπους με ιδιαιτερότητες. Πηγαίναμε σε όλες και τις ρωτούσε μία μία με τα μικρά τους ονόματα πώς είναι και πώς έχει κυλήσει μέχρι εκείνη την ώρα η δουλειά τους; Ξέρετε τι έκανε μετά; Οποια της έλεγε πως δεν είχε δουλειά εκείνο το βράδυ, έβγαζε χρήματα από το πορτοφόλι της και τη βοηθούσε οικονομικά για να μην πεινάσει! Αυτή ήταν η μεγάλη Καίτη Γκρέυ! Και όλες τη λάτρευαν! Ηξεραν ότι το κάνει από την καρδιά της!»
Το «αγκάθι» στην καρδιά της
Η μεγάλη ντίβα της πίστας ακόμα και την εποχή της δόξας της είχε μια ευαισθησία λοιπόν και σε ανθρώπους με ιδιαιτερότητες, ακόμα και σ’ εκείνες που πουλούσαν το κορμί της για να ζήσουν, ζώντας κάθε νύχτα με τον φόβο να πέσουν στα χέρια κάποιου μανιακού ή επίδοξου βιαστή! Ισως το αγκάθι που είχε πάντα στην καρδιά της να την οδηγούσε στη Συγγρού και στα άλλα στέκια των τρανς και των τραβεστί. Ενα αγκάθι που είχε αποκαλύψει στην αυτοβιογραφία της «Ετσι όπως τα έζησα»: «Είχα ένα φίλο φαντάρο, τον Γιώργο. Μια μέρα έτυχε να είμαι μόνη μου στο σπίτι. Μπαίνει μέσα αυτός. Ερχεται καταπάνω μου. Με χτυπάει με μπουνιές για να με ρίξει στο κρεβάτι. Αντιστέκομαι. Με κλοτσιές και με χτυπήματα με ρίχνει στο κρεβάτι.
Μου βγάζει τα ρούχα. Φώναζα, ούρλιαζα. Δεν άκουγε κανένας. Στα δεκαεφτά μου χρόνια ένιωσα την απανθρωπιά. Με βίασε κατ’ επανάληψη. Αρχισα τα κλάματα! Παρακαλούσα την Παναγία να πεθάνω. Δεν ήθελα να ζω, σιχαινόμουν τον εαυτό μου, σιχαινόμουν τα πάντα μετά τον βιασμό. Εκείνη την ημέρα έμεινα έγκυος χωρίς να το γνωρίζω. Οταν κατάλαβα ότι είμαι έγκυος, δεν άντεξα. Δεν ήξερα πώς θα μεγαλώσω και δεύτερο παιδί. Καθημερινά έπαιρνα κινίνα για να αποβάλω. Το κεφάλι μου στριφογύριζε από τα πολλά χάπια. Είχα φτάσει σε απόγνωση. Για να ρίξω το παιδί ανέβαινα σε μια σκάλα ψηλή και πηδούσα στο δάπεδο…»
Πηγή: Espresso