«Ζω το όνειρό μου» δηλώνει στην «Espresso» o Μάκης Τσίκος, σολίστ του κλαρίνου από τους πλέον περιζήτητους, αλλά και δημιουργός πολλών τραγουδιών, με δυνατές συνεργασίες και μεγάλες επιτυχίες. Μόνο το καλοκαίρι που πέρασε έκανε 90 (!) live εμφανίσεις ανά την Ελλάδα, ενώ συχνές είναι και οι εξορμήσεις του σε κάθε γωνιά της Γης, όπου υπάρχουν Ελληνες.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Γεννημένος στον Καναδά, συγκεκριμένα στο Τορόντο, ο Μάκης (από το «Μιχαήλ» που πέραν του Ατλαντικού έγινε «Μάικ») δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια αν δεν ηχούσε στ’ αυτιά του ο ήχος του κλαρίνου. Σε ηλικία 8 ετών επέστρεψε στα πάτρια εδάφη μαζί με τους γονείς και τα δυο αδέλφια του. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο χωριό Κρύα Βρύση, στα Γιαννιτσά, τόπο καταγωγής του πατρός Τσίκου, ο οποίος ήταν επίσης μουσικός.
«Τον ακολουθούσα συνέχεια στα lives του, από μικρό παιδί. Τη μια έπαιζα κιθάρα, την άλλη πλήκτρα, βοηθούσα στα μηχανήματα, πάντα κάτι έκανα. Επειδή όμως ο πατέρας μου ήταν και φορτηγατζής, όταν έφευγε ταξίδια, εγώ πήγαινα και σκάλιζα τα μουσικά του όργανα, κυρίως το κλαρίνο. Μέχρι που επέστρεψε κάποια φορά από ένα δρομολόγιο και του είπα πως είχα μάθει μόνος μου να παίζω το τραγούδι “Δεν μπορώ, μανούλα μου”. Τότε εξέφρασα και την επιθυμία μου να μάθω να παίζω γενικότερα κι εκείνος με συμβούλευσε ν’ ασχοληθώ μόνο με το κλαρίνο, αφήνοντας στην άκρη τα άλλα. Πράγματι, άρχισα να παίζω συστηματικά σε ηλικία 9 χρονών, στα 11 εμφανίστηκα πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο μαζί με τον πατέρα μου, ενώ στα 14 με έστειλε μόνο μου σε ένα γαμήλιο γλέντι στη Βέροια όπου δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος. Θυμάμαι είχε περάσει σχεδόν μια ώρα μέχρι να σταματήσω να τρέμω, γιατί είχα άγχος. Τα κατάφερα όμως…»
Αφησε το σχολείο
Στα 16 του ο Μάκης Τσίκος βρέθηκε να παίζει στην Κατερίνη, έπειτα στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν σε άλλα μέρη. «Στην αρχή συνδύαζα τις εμφανίσεις μου με το σχολείο, αλλά επειδή είχα συνέχεια το μυαλό στο κλαρίνο, δεν συγκεντρωνόμουν να διαβάσω. Ετσι ξεκίνησα το λύκειο αλλά δεν το τελείωσα. Ούτε τη σχολή μηχανικού όπου πήγα αργότερα. Η αγάπη μου για το κλαρίνο ήταν τέτοια, που δεν μπορούσα να ασχοληθώ με τίποτε άλλο» εξομολογείται ο κλαρινίστας, ο οποίος την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας που ακολούθησε δέχτηκε πρόταση συνεργασίας από την Αθήνα, συγκεκριμένα από το κέντρο Τ’ Αγρίμια στην πλατεία Βάθη, και σε ηλικία 19 ετών πια ήρθε στην πρωτεύουσα.
«Στο μαγαζί αυτό πέρασα μερικά ωραία χρόνια και απέκτησα εμπειρία, γιατί ήταν εκεί σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως η Φιλιώ Πυργάκη, ο Κώστας Τζίμας κ.ά. Κλαρίνο έπαιζε ο Κώστας Αριστόπουλος που υπήρξε μεγάλος δάσκαλος για μένα. Είχα ένα μαγνητοφωνάκι μαζί μου και ό,τι δεν ήξερα το έγραφα. Μόλις γύριζα στο δωμάτιό μου, στις 7 το πρωί, μελετούσα μέχρι τις 12 και μετά κοιμόμουν. Είχα άγχος να μάθω τη δουλειά και να μην κάνω λάθη. Παράλληλα πήρα έναν υπολογιστή και άρχισα να ασχολούμαι και με τη σύνθεση. Αυτή τη στιγμή έχω πάνω από 300 τραγούδια στην “Εδέμ”, ενώ έχω συνεργαστεί με όλους τους καλλιτέχνες του δημοτικού, τους έχω δώσει τραγούδια μου, αλλά και με λαϊκούς, όπως η Φανή Δρακοπούλου. Γενικά πειραματίζομαι με τον ήχο του δημοτικού τραγουδιού, αλλάζω τις αρμονίες και εκσυγχρονίζω τα κομμάτια, τα φέρνω πιο κοντά στο σήμερα για να τα αγαπήσει και η νεολαία, όπως και τα έχει αγαπήσει δηλαδή. Η μουσική εξελίσσεται και η δημοτική μουσική επίσης. Κάποιοι δεν το θέλουν βέβαια, είναι πίσω, αλλά για μένα αυτή η εξέλιξη είναι αναγκαία γιατί τραβάει τους νέους στα παραδοσιακά γλέντια».
Ο Μάκης Τσίκος έχει παίξει κλαρίνο για πολλούς καλλιτέχνες σε νυχτερινά μαγαζιά και τηλεοπτικές εκπομπές, όπως πρόσφατα στο «The Voice». Αυτή την εποχή βρίσκεται στο Can-Can με τον Δημήτρη Κοντολάζο, τη Χαρά Βέρρα και τον Γιάννη Καψάλη, με τον οποίο συνεργάζονται σταθερά από το 2007. «Περνάμε πολύ ωραία, γιατί ο κόσμος, όταν βγαίνει, θέλει να χορέψει για να διασκεδάσει. Πλέον στα πιο πολλά μαγαζιά με λαϊκά τραγούδια δεν συμβαίνει αυτό, έχουν αλλάξει οι εποχές, έχει γίνει πιο καθιστό το θέαμα. Λένε πως τα μπουζούκια ήταν καλύτερα παλιά, και συμφωνώ. Εμείς είμαστε διαφορετικά στο Can-Can, με το δεύτερο τραγούδι σηκώνονται όλοι όρθιοι για χορό» σχολιάζει ο σολίστ του κλαρίνου, που έχει ζήσει και πολλά ευτράπελα κατά τη διάρκεια της πορείας του.
«Εχω πάει σε πανηγύρι όπου… ξεχάσαμε να σταματήσουμε. Επαιζα από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 11 το άλλο πρωί και ο κόσμος δεν έφευγε. Εχω δει και φασαρίες στη δουλειά μου, έχω φοβηθεί κιόλας κάποιες φορές. Οχι μήπως χτυπήσει κάποιος εμένα, αλλά μη… φάω καμιά ξώφαλτσα έτσι όπως χτυπιούνται άλλοι μεταξύ τους. Εχω παίξει κλαρίνο πολλές φορές σε γάμους Τσιγγάνων και όσο και να κάνουν ωραία γλέντια μερικές φορές… ξεφεύγουν. Παλιότερα συνέβαινε περισσότερο» περιγράφει. Και συνεχίζει με παραδείγματα: «Εχω πάει σε τσιγγάνικο αρραβώνα στα Μέγαρα, ο γαμπρός ήταν 13 και η νύφη 11, μεγάλο γλέντι. Κάποια στιγμή ξεκινάει τόσο μεγάλη φασαρία, που από τον φόβο μου πήρα τη βαλίτσα με το κλαρίνο, ανέβηκα σε ένα φορτηγό, ξάπλωσα στην καρότσα και περίμενα να φύγει ο οδηγός του για να με πάει παρακάτω, να πάρω το αυτοκίνητό μου και να φύγω.
Πάνω σε φωτιά
Θυμάμαι άλλη φορά που καίγανε ουίσκι σε ένα πανηγύρι και περπάτησε κάποιος πάνω στη φωτιά και κλότσησε κατά λάθος την παγοθήκη που καιγόταν κι έφυγε η φωτιά προς το μέρος μου. Πρέπει να προσέχεις, ειδικά μετά τις 3-4 που έχουν πιει όλοι. Το ξενύχτι πάντως το έχω συνηθίσει, δεν με ενοχλεί. Είναι η ζωή μου αυτή. Είμαι 41 ετών και έχω ταξιδέψει με το κλαρίνο μου σε Αυστραλία, Αμερική και αρκετές φορές Καναδά, όπου έχω και συγγενείς. Εχω πάει Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία, σε πολλές χώρες. Οι ομογενείς πολλές φορές κλαίνε ακούγοντας το κλαρίνο».
Ο Μάκης Τσίκος είναι και πατέρας δύο κοριτσιών. Εχει, μάλιστα, ο ίδιος την επιμέλειά τους. «Παντρεύτηκα στα 30 μου από κεραυνοβόλο έρωτα. Εγιναν όλα γρήγορα. Αποκτήσαμε δύο κόρες, τη Μαργαρίτα, η οποία τραγουδάει ωραία και είναι 11 ετών, και μετά την Ολια (Ολγα – Μαρία) που είναι σήμερα 9 χρονών. Χωρίσαμε στα 7 χρόνια και πήρα εγώ την επιμέλεια των κοριτσιών, κάτι που δεν συνηθίζεται. Γίνανε πολλά, αλλά ερωτήθηκαν τα παιδιά και αποφάσισαν να μείνουν μαζί μου. Εχουν επαφή και με τη μητέρα τους φυσικά, προσπαθούμε για το καλύτερο για εκείνες.
Οταν λείπω, τα φροντίζουν οι γονείς μου στην Κρύα Βρύση. Είμαι καλός μπαμπάς, υπερβολικός θα έλεγα, σπάνια θα τους χαλάσω χατίρι. Αυτή την εποχή που δουλεύω στην Αθήνα έρχομαι κάθε Παρασκευή και φεύγω την Κυριακή. Πολλές φορές φέρνω και οδηγό για να φύγω αμέσως μετά το κλείσιμο του κέντρου. Δεν θέλω να χάνω χρόνο μαζί τους, ειδικά τις Κυριακές που δεν έχουν σχολείο. Είναι δύσκολος ο συνδυασμός αλλά δεν παραπονιέμαι, γιατί αγαπώ πολύ τη δουλειά μου, αλλά πεθαίνω και για τις μικρές. Είναι ωραίο συναίσθημα να είσαι παντού “γεμάτος” Βασικά το όνειροό μου το ζω, έχω την υγεία μου, τα παιδάκια μου, τη μουσική μου, είμαι πλήρης» καταλήγει ο δημοφιλής μουσικός.
Πηγή: Espresso