Εκαστος στο είδος του και ο Μίλτος Καρατζάς στη μουσική βιομηχανία. Μπορεί να άρχισε την πορεία του ως ντράμερ, περνώντας έπειτα με επιτυχία στη γραφιστική, ωστόσο στην ελληνική δισκογραφία έμελλε να γράψει ιστορία.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Είναι ο άνθρωπος που «ανακάλυψε» το marketing plan, προτού ακόμη αυτό υπάρξει στις ελληνικές εταιρίες δίσκων, ο διορατικός κυνηγός ταλέντων, που ακολουθώντας το ένστικτό του έβγαλε στο τραγούδι δεκάδες μουσικά αστέρια, το ικανό στέλεχος που κατάφερε στα 80s να σπάσει το εμπάργκο των ξένων συγκροτημάτων στην Ελλάδα ανοίγοντας τον δρόμο για μεγάλες συναυλίες. Το 2024 ο Μίλτος Καρατζάς συμπλήρωσε μισό αιώνα ενεργούς παρουσίας στον χώρο της δισκογραφίας, με τεράστιες επιτυχίες στο ενεργητικό του, σημαντικές συνεργασίες και σπουδαία επιτεύγματα. Αυτό είναι το success story του.
Κάνοντας έναν απολογισμό στα 50 χρόνια που κλείσατε πέρυσι στον χώρο της δισκογραφίας, τι κρατάτε και τι πετάτε;
Δύσκολο να πετάξω κάτι, γιατί το ότι μπήκα στη δισκογραφία και, μάλιστα, κατά λάθος μού έδωσε την ευκαιρία να πετύχω κάτι που θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό για όλους τους ανθρώπους: Κατάφερα η δουλειά μου να είναι και το χόμπι μου. Δεν είπα ποτέ «πάω στη δουλειά μου για να βγάλω λεφτά», αλλά «πάω στη δουλειά μου, γιατί μου αρέσει αυτό που κάνω». Δεν πετάω τίποτα, λοιπόν, τα κρατάω όλα.

Ταξιδεύοντας πίσω στον χρόνο, ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις που έχετε από τα παιδικά σας χρόνια σε σχέση με τη μουσική;
Οι γονείς μου άκουγαν μουσική. Δεν είχαν, βέβαια, κάποια σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο, αλλά μουσική ακουγόταν στο σπίτι μας και μάλιστα συγκεκριμένα είδη: Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις. Κάποια στιγμή αντιμετώπισα ένα θέμα υγείας και χρειάστηκε να μείνω σπίτι για καιρό. Ζήτησα τότε από τον πατέρα μου να μου αγοράσει ένα τρανζίστορ και με θυμάμαι ξαπλωμένο να ακούω τραγούδια απ’ αυτό. Λίγο καιρό μετά, στα γενέθλιά μου, που είναι 9 Μαϊού, μου πήρε ο πατέρας μου ένα μικρό πικάπ και μου έδωσε και χαρτζιλίκι να πάω σε ένα δισκάδικο της γειτονιάς μας, στη Φωκίωνος Νέγρη, να αγοράσω δισκάκια. Είχα πάρει, θυμάμαι, κάτι των Beatles και το «The House of the Rising Sun» από τους Animals.

Στα εφηβικά σας χρόνια υπήρξατε κι εσείς μουσικός, ντράμερ συγκεκριμένα.
Η αλήθεια είναι πως είχαμε φτιάξει με τέσσερα ξαδέλφια μου μια μπάντα της συμφοράς (γέλια). Δεν θυμάμαι να είχαμε κάνει και πολλά πράγματα. Εκείνο που θυμάμαι, όμως, είναι ότι με αφορμή αυτό το συγκρότημα, έτυχε να γνωρίσω έναν μετέπειτα σημαντικό καλλιτέχνη. Εκεί που κάναμε πρόβες, ερχόταν ένα παιδάκι από το απέναντι σπίτι, σκαρφάλωνε στο περβάζι του παραθύρου και καθόταν εκεί και μας άκουγε. Αυτό το παιδάκι ήταν ο Στέφανος Κορκολής, με τον οποίο βρέθηκα ξανά έπειτα από καμιά 15αρια χρόνια.

Πώς περάσατε από το on stage στο backstage του θεάματος;
Το επόμενο γκρουπ που πήγα να παίξω ήταν αυτό της γερμανικής σχολής όπου φοιτούσα. Εγώ έπαιζα τύμπανα και ήμουν καλός ντράμερ, αλλά είχα την κακή συνήθεια να τραγουδάω κιόλας. Ημουν όμως τόσο πολύ φάλτσος, που μου κλείνανε τα μικρόφωνα. Κατάλαβα, λοιπόν, πως δεν είχα μέλλον πάνω στο stage κι έκανα πίσω. Ωστόσο, επειδή είχα πολύ καλό χέρι, αποφάσισα να ασχοληθώ με την τέχνη. Σπούδασα Καλές Τέχνες, πήρα το δίπλωμα του γραφίστα και άρχισα να σχεδιάζω εξώφυλλα δίσκων. Κάποια στιγμή με συνέλαβαν για τα πολιτικά, επειδή είχαμε τη δικτατορία τότε, και μπήκα μέσα. Στις 24 Ιουλίου 1974 επιστρέφοντας στο σπίτι μου δέχομαι ένα τηλέφωνο από τη Lyra, που ήταν τότε από τις καλύτερες δισκογραφικές εταιρίες. «Μιλτιάδη, έλα στο γραφείο αύριο. Πιάνεις δουλειά στη Lyra!» μου λένε. Ετσι μπήκα στη δισκογραφία, and the rest is history…

Και πώς από γραφίστας βρεθήκατε στο marketing;
Εκείνη την εποχή ο μόνος τρόπος για να διαφημιστεί ένα τραγούδι ήταν κάποιες ημίωρες εκπομπές, που αγόραζαν οι εταιρίες από την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ. Εκεί παρουσίαζαν τα κομμάτια που κυκλοφορούσαν. Εγώ, λοιπόν, επειδή έβλεπα τι έγραφαν τότε και τα ξένα περιοδικά, είχα διάφορες ιδέες. Πέρα από το γεγονός ότι ζητούσα να ακούω κάθε δίσκο ολοκληρωμένο προτού φτιάξω το εξώφυλλό του, έτσι ώστε να έχω μπει στο κλίμα του περιεχομένου του, τους πήγαινα κάθε φορά μαζί με το εξώφυλλό του και δυο τρεις σελίδες με ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να τον προωθήσουν. Με λίγα λόγια, ανακάλυψα το marketing plan προτού ακόμα υπάρξει στην Ελλάδα! Αυτό έκανα στη Lyra, όπου είχα διευθυντή τον ιδιοκτήτη της εταιρίας Αλέκο Πατσιφά, ο οποίος ήταν ένας πανέξυπνος και ικανότατος άνθρωπος με τρομερή αισθητική, από τον οποίο έμαθα πολλά. Απέκτησα καλό όνομα στη Lyra και με φώναξαν από τη CBS (μετέπειτα Sony), που είχε τότε διευθυντή έναν Αμερικανό, τον Σολ Ραμπίνοβιτς, μια σπουδαία προσωπικότητα της δισκογραφίας, που μου πρότεινε συνεργασία. Ο Αλέκος Πατσιφάς και ο Σολ Ραμπίνοβιτς μαζί με τον Τάσο Φαληρέα, μετέπειτα συνεργάτη μου, είναι οι τρεις άνθρωποι που με μάθανε «ν’ ακούω» τη μουσική πραγματικά. Αυτοί ήταν εμένα οι καθηγητές μου στη δισκογραφία.

Ποιες έχετε ξεχωρίσει ως τις σημαντικότερες στιγμές στην πορεία σας;
Ενα πράγμα που θεωρώ πολύ σημαντικό είναι ότι έμαθα παρακολουθώντας την εξέλιξη της αγοράς και κατάφερνα, όπως αποδείχτηκε, τα θέματα των δισκογραφικών εταιριών να τα διαχειρίζομαι, νομίζω, με άψογο τρόπο. Αυτό δεν το έμαθα σε κάποιο πανεπιστήμιο. Σχολή μου ήταν η ίδια η μουσική βιομηχανία. Αυτό θα ξεχώριζα πρώτα, ενώ ως δεύτερο μεγάλο μου επίτευγμα θα έβαζα το σπάσιμο του εμπάργκο των ξένων συγκροτημάτων στην Ελλάδα. Μετά την επεισοδιακή συναυλία των Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας το 1967, τα ξένα γκρουπ είχαν σταματήσει για πολλά χρόνια να έρχονται στη χώρα μας. Ηταν 17 Απριλίου, μόλις τέσσερις ημέρες πριν από το πραξικόπημα του 1967, όταν εμφανίστηκαν οι Stones στην Αθήνα. Με το που τελείωσαν το πρόγραμμά τους μπήκε στον χώρο του γηπέδου ένα μικρό κορίτσι κρατώντας δύο ανθοδέσμες για να τις προσφέρει στους Μικ Τζάγκερ και Κιθ Ρίτσαρντς. Ομως, οι αστυνομικοί, που ήταν εκεί για να αποφευχθούν υποτίθεται τα έκτροπα, μια και οι περισσότεροι οπαδοί του γκρουπ ήταν μαλλιάδες σε μια εποχή που η πολιτική κατάσταση ήταν έκρυθμη, άρχισαν να τραβολογάνε το κορίτσι. Αυτό έκανε έξαλλο τον Μικ Τζάγκερ, ο οποίος πήδηξε από το stage και έτρεξε να τη βοηθήσει. Δυστυχώς, έφαγε ξύλο τότε ο Μικ Τζάγκερ και η Ελλάδα μπήκε στο εμπάργκο. Εκτοτε δεν πάτησε ξένος καλλιτέχνης το πόδι του, εκτός από κάτι Ρώσους χορευτές και ανθρώπους της όπερας που έρχονταν.

Και πώς άλλαξε αυτό επί των ημερών σας;
Από τότε που μπήκα στη δισκογραφία δεν μπορούσα να το χωνέψω αυτό το πράγμα. Συνεχώς κοίταζα να δω τι μπορούσα να κάνω για να αλλάξει. Κάποια στιγμή βρέθηκα στα γραφεία της A & M Records στο Λονδίνο για να ακούσω μαζί με άλλους Ευρωπαίους συναδέλφους τον νέο δίσκο του Αμερικανού τραγουδιστή Κρις ντε Μπεργκ. Εκεί, λοιπόν, μπαίνοντας στο γραφείο του προέδρου της εταιρίας πέφτω πάνω στον Sting, στον Andy Summers και στον Stewart Copeland, δηλαδή τους Police, οι οποίο ετοιμάζονταν τότε για μια περιοδεία στην Ασία, που θα ξεκινούσε από το Ντουμπάι. Τους εξήγησα την κατάσταση με το εμπάργκο κι έπειτα από μία ώρα περίπου, αφού το σκέφτηκαν, με φώναξε ο ίδιος ο Sting και μου είπε: «Αποφασίσαμε να έρθουμε να παίξουμε στην Ελλάδα προτού εμφανιστούμε στο Ντουμπάι. Και θα το κάνουμε χωρίς λεφτά, για να σπάσει το εμπάργκο». Οντως ήρθαν το 1980 και εμφανίστηκαν στο Σπόρτινγκ κάνοντας όχι μία, αλλά δύο συναυλίες, αφού η πρώτη ήταν sold out. Ετσι έσπασε το εμπάργκο έπειτα από 13 χρόνια. Αυτό ήταν καθαρά δική μου επιτυχία.

Επιτυχία σας δεν θεωρείτε και το γεγονός ότι συστήσατε στο κοινό τόσους πολλούς καλλιτέχνες;
Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα τρίτο μου επίτευγμα, ναι. Εγώ ξεκίνησα ως διευθύνων σύμβουλος εταιριών το 1988, αλλά είχα μπει πολύ δυνατά στην αγορά από το 1979. Δε μπορούσα να δεχτώ ότι οι εταιρίες δεν αναζητούσαν νέους καλλιτέχνες, αλλά έβρισκαν απλώς τρόπους για να ανεβάσουν περισσότερο τους ήδη υπάρχοντες. Ετσι άρχισα να ψάχνω για «νέο αίμα» Θεωρώ πως έχω υπάρξει από τους καλύτερους κυνηγούς ταλέντων, αν όχι ο καλύτερος, τα τελευταία 20 με 30 χρόνια. Εχω βγάλει πάρα πολλούς καλλιτέχνες στη δουλειά κι αυτό είναι κάτι που το χαίρομαι πάρα πολύ.

Θα μου πείτε μερικά ονόματα;
Πρώτα πρώτα τον Στέφανο Κορκολή, που τον ανέφερα και προηγουμένως. Ημουν, θυμάμαι, στο αεροδρόμιο όταν με πλησιάζει ένας όμορφος, ξανθός νεαρός. «Γεια σας, κύριε Μίλτο» μου λέει. Τον κοιτάζω. «Γνωριζόμαστε;» ρωτάω. «Δεν με θυμάστε; Είμαι αυτός που ανέβαινε στο περβάζι του παραθύρου και σας έβλεπα που παίζατε μουσική». Με τον Κορκολή γίναμε πολύ καλοί φίλοι, παραλίγο να τον παντρέψω κιόλας. Κατά τ’ άλλα, εγώ έβγαλα στη δουλειά και τον Κότσιρα, τον Δάντη, τον Πανταζή, τον Ρόκκο, τη Ζήνα, τον Μακρόπουλο, τον Γονίδη, την Αλέξια, το γκρουπ Εστουδιαντίνα, την Αρβανίτη, τον Χαριτοδιπλωμένο, τον Ρακιντζή, την Πάολα, την Κωνσταντίνα αλλά και τον Βλάσση Μπονάτσο, με τον οποίο ήμασταν και πάρα πολύ φίλοι.

Με ποια κριτήρια τους επιλέγατε; Ηταν κυρίως το ένστικτό σας ή κοιτάζετε κι άλλα πράγματα;
Οχι, κυρίως ήταν μόνο το ένστικτό μου. Αυτό με βοηθούσε να διαλέγω πάντα. Υπήρξαν και τραγουδιστές που δεν ήταν σπουδαίες φωνές, αλλά το «πακέτο» τους το έβλεπα να λάμπει. Δεν ζούμε στην εποχή που οι καλύτερες φωνές είναι και οι πιο δημοφιλείς τραγουδιστές. Παίζουν ρόλο κι άλλα πράγματα.

Ησασταν από τους πρωτεργάτες στο είδος του ελαφρολαϊκού και ποπ τραγουδιού. Πώς μαντέψατε ότι θα κυριαρχούσε από τα 90s και μετά;
Δεν είναι δυνατόν σε όλον τον κόσμο να υπάρχει εξέλιξη στα είδη τραγουδιού και στην Ελλάδα να είμαστε κολλημένοι στο λαϊκό και το ρεμπέτικο. Υπήρχε, βέβαια, η τρομερή ομάδα μεγάλων συνθετών της εποχής εκείνης, ο Χατζιδάκις (που εγώ τον βάζω πρώτο), ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Λοΐζος, ο Μικρούτσικος μετά, αλλά όλοι αυτοί πρόσφεραν ποιότητα και τέχνη, όχι διασκέδαση. Και δεν μπορούσε το ελληνικό τραγούδι να μην έχει διασκεδαστές. Ηθελα να βρω καλλιτέχνες που να είναι και entertainers και το πέτυχα. Οταν βρήκα, ας πούμε, τον Λευτέρη Πανταζη, τον οποίο με πήγε να δω ο Βλάσσης Μπονάτσος σε ένα κλαμπ, την επόμενη κιόλας μέρα τον έβαλα να υπογράψει συμβόλαιο. Για μένα ο Πανταζής είναι ο σημαντικότερος entertainer που έχει περάσει ποτέ από την ελληνική μουσική σκηνή. Μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει, αλλά, όπως είχε πει κάποτε κάποιος δημοσιογράφος, όταν εμφανίζεται στη σκηνή ο Λε-Πα, είναι ικανός να… σηκώσει ακόμη και τους νεκρούς από τους τάφους τους! Πραγματικά, το έχει μέσα του και μάλιστα διαχρονικά.

Η κυριαρχία του διαδικτύου και της τεχνολογίας στο κομμάτι της δισκογραφίας σάς δυσκόλεψε;
Οταν η τεχνολογία με την εξέλιξή της επέτρεψε στο κοινό να μπορεί να κατεβάζει τσάμπα τραγούδια από το διαδίκτυο, τα στελέχη των δισκογραφικών εταιριών θορυβηθήκαμε πολύ. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε ένα όπισθεν, αλλά μετά η παγκόσμια δισκογραφία κατάφερε να φέρει το πράγμα σε ισορροπία. Στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν άρχισαν όλες αυτές οι αλλαγές, η διεθνής μουσική αγορά έπεσε σε εισπράξεις, κάτι που συνεχίστηκε για μία δεκαπενταετία. Ολοι τα είχαμε βάψει μαύρα, νομίζαμε ότι τελειώσαμε. Οταν όμως βγήκαν οι πλατφόρμες, όπως το Spotify, και δούλεψαν σωστά, η μουσική βιομηχανία διεθνώς ανέβηκε ξανά σε έσοδα πάρα πολύ. Αυτό φυσικά δεν ισχύει για την Ελλάδα, όπου όλοι θέλουν το τζάμπα. Δυστυχώς, η δισκογραφία εδώ εξακολουθεί να περνάει μεγάλη κρίση.

Σας λείπει το φυσικό προϊόν; Ο δίσκος, το cd… Ή έχετε βολευτεί και με το Spotify, το YouTube και τις λοιπές πλατφόρμες;
Μου λείπουν, αναμφισβήτητα. Ο αγαπημένος μου ξένος καλλιτέχνης ήταν ο Μπομπ Ντίλαν. Οταν έβγαινε δίσκος του και τον αγόραζα, μου άρεσε να διαβάζω και τα στοιχεία που περιλάμβανε, όπως ποιος ήταν ο παραγωγός, ποια ορχήστρα έκανε τα φωνητικά, ποιος σαξοφωνίστας έπαιξε σόλο. Αυτή η διαδικασία με έκανε να μπαίνω βαθιά μέσα στη μουσική και να νιώθω κι εγώ μέρος της. Βέβαια, εγώ είχα σπίτι μου δύο δωμάτια με δίσκους και cds κι επειδή απέκτησα παιδιά και κάπου έπρεπε να τα βάλω, αποφάσισα να τα πουλήσω, εφόσον είχα αρχίσει πλέον να ακούω μουσική από τις πλατφόρμες. Πήγα στο Μοναστηράκι και τα πούλησα όλα για ένα κομμάτι ψωμί. Αν το έκανα τώρα, θα γινόμουν… εκατομμυριούχος. Ηταν 70.000 δίσκοι και 55.000 cds.

Ποια είναι η γνώμη σας για την τραπ; Μπορούμε να εκφραζόμαστε τόσο ελεύθερα, χωρίς όρια, μέσα από τη μουσική;
Θα πω κάτι με την ιδιότητα του ανθρώπου της μουσικής βιομηχανίας και του πατέρα: Δεν είμαι καθόλου συντηρητικός και στη ζωή μου έχω υπάρξει γλεντζές, ειδικά όταν ήμουν ελεύθερος. Εκανα τρεις γάμους, απέκτησα τρία παιδιά, έζησα ωραία. Πλέον είμαι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, παραμένω μη συντηρητικός και εξακολουθώ να πιστεύω πως πρέπει να υπάρχει ελευθερία στο να γίνονται καινούργια πράγματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα δέχομαι όλα. Βλέπω κάτι κοριτσάκια ημίγυμνα να ανεβάζουν βίντεο στα social και πάντα ακούγεται τραπ μουσική με αυτούς τους υβριστικούς στίχους. Ισως να γέρασα και να μην αντέχω αυτά τα πράγματα πια, αλλά τα θεωρώ απαράδεκτα.

Πώς σας φάνηκε ο Χρήστος Μάστορας ως Στέλιος Καζαντζίδης στην κινηματογραφική ταινία «Υπάρχω»;
Δυστυχώς, δεν έχω προλάβει να δω ακόμη την ταινία. Τον Καζαντζίδη τον γνώριζα προσωπικά, είχα πάει και σπίτι του, ήμασταν κι οι δυο ΑΕΚ και είχαμε γενικά πολύ καλή σχέση. Οταν έμαθα ότι ο Χρήστος Μάστορας επρόκειτο να τον υποδυθεί, χαμογέλασα ειρωνικά μέσα μου. Οταν όμως άκουσα πως τραγουδάει σε διάφορα βίντεο από την ταινία και είδα τη Βάσω Καζαντζίδη συγκινημένη από το αποτέλεσμα της ενσάρκωσης του άντρα της στο φιλμ, τότε τον παραδέχτηκα. Ηταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Επίσης, ήταν πολύ καλός και ως coach στο «The Voice». Αν η Ελλάδα είχε τα δικά της Grammy, τότε το βραβείο για το 2024 θα έπρεπε να πάει στον Χρήστο Μάστορα, με τον οποίο δεν έχω δουλέψει κιόλας ποτέ, αλλά μου αρέσει πάντα να είμαι αντικειμενικός.

Το 2023 αρρωστήσατε βαριά και κινδύνεψε η ζωή σας. Το θυμάστε ως ένα κακό όνειρο πια ή αυτό το γεγονός άλλαξε την κοσμοθεωρία σας;
Οχι, δεν άλλαξε καθόλου την κοσμοθεωρία μου. Συνέβη στα τέλη του 2023, μέσα στις γιορτές. Με βρήκε λιπόθυμο ο γιος μου στο σπίτι. Εμεινα εννιά ημέρες διασωληνωμένος και τρεισήμισι εβδομάδες νοσηλευόμουν σε ΜΕΘ. Χρειάστηκα περίπου πέντε μήνες μέχρι να ανακτήσω τις δυνάμεις μου πλήρως, έχασα και πολλά κιλά, πάνω από 20. Τώρα πια, με εξαίρεση ορισμένα μικρά προβλήματα, είμαι μια χαρά. Και όσο ασχολούμαι με τη μουσική, είμαι ακόμη καλύτερα. Το γεγονός ότι μου δίνεται η ευκαιρία μέχρι σήμερα να ακούω, να παρατηρώ, να προβλέπω, να συμβουλεύω, γενικά να καταπιάνομαι με το χόμπι μου, όπως έβλεπα πάντα την ενασχόλησή μου με τη μουσική, πραγματικά με ευχαριστεί πάρα πολύ.


Πηγή: Espresso