Tο απολυταρχικό καθεστώς με εντονότατη λογοκρισία στον Τύπο που επέβαλε στην Ρουμανία ο ηγεμόνας Τσαουσέσκου θυμίζει η αποκαλυπτική έκθεση του ΕΣΡ για την μονομερή ενημέρωση στην Ελλάδα.
Μετά από την πτώση της Ελλάδας στην 108η θέση, στη λίστα για την ελευθερία του Τύπου, η έκθεση του ΕΣΡ έρχεται να επιβεβαιώσει ότι ότι η κυβέρνηση με την επιλεκτική χρηματοδότηση έχει καταφέρει να στρατηγήσει τα ελληνικά ΜΜΕ, «πνίγοντας» στην ουσία την πολυφωνία και την αντικειμενικότητα.
Στην έρευνα του ΕΣΡ, μπορεί κανείς να διαπιστώσει την μεγάλη διαφορά στον χρόνο κάλυψης των δραστηριοτήτων της κυβέρνησης από τα κανάλια, σε σύγκριση με την αξιωματική αντιπολίτευση και τα υπόλοιπα κόμματα. Μάλιστα, σημειώνεται ότι το ΕΣΡ κάλεσε την πλειοψηφία των καναλιών εθνικής εμβέλειας να δώσουν εξηγήσεις για την ενημέρωση που παρείχαν κατά την διάρκεια της πρώτης καραντίνας.
Όπως παρουσιάζει το ρεπορτάζ της «Αυγής», η κάλυψη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεπερνάει το 80% και φτάνει μέχρι και το 91%, την ώρα που η κάλυψη στον ΣΥΡΙΖΑ φτάνει στο 10% και για τα υπόλοιπα κανάλια, πέφτει χαμηλότερα.
Τα στοιχεία πολιτικής πολυφωνίας περιλαμβάνονται στην εισήγηση προς την Ολομέλεια του ΕΣΡ της νομικού Όλγας Δ. Γαρουφαλιά, στοιχειοθετήθηκαν από ομάδα ειδικών επιστημόνων του ΕΣΡ (Αγγελική Φλυτζάνη, Μαρία Κοντογιάννη, Μαριάννα Κεφαλληνού, Στέλλα Γαλάνη και Τριάδα Τσαμπούκα) και αφορούν την περίοδο από 11 Μαρτίου έως 11 Μαΐου 2020, την περίοδο δηλαδή της πρώτης καραντίνας για την Covid-19.
Η εισήγηση κάνει μια σημαντική διάκριση ανάμεσα αφενός μεν στην αξιολόγηση των ειδήσεων, αφετέρου στην παράλειψη μετάδοσης μιας είδησης. Όπως αναφέρει, η επιλογή, ιεράρχηση και αξιολόγηση των μεταδοθέντων γεγονότων που γίνεται από τους δημοσιογράφους των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών εκφεύγει, κατ’ αρχάς, του ελέγχου του ΕΣΡ (πρβλ. ΣτΕ 3620 και 3621/2008).
Αντίθετα, εμπίπτει στον έλεγχο του ΕΣΡ η διαπίστωση παράλειψης μετάδοσης ιδιαίτερα σημαντικού γεγονότος της πολιτικής επικαιρότητας που καταλήγει σε περιορισμό του δικαιώματος του κοινού για λήψη πληροφοριών ή/και σε μη συμμόρφωση των σταθμών προς τη συνταγματική επιταγή της πολυφωνικής και αντικειμενικής ενημέρωσης.
«Ως σημαντικά γεγονότα εκτιμούμε ότι θα μπορούσαν στην προκειμένη περίπτωση να χαρακτηριστούν ενδεχομένως: α) το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ “Μένουμε Όρθιοι”, το οποίο αξιολογήθηκε και από το ίδιο το κόμμα ως σημαντική πολιτική είδηση […] και β) η ψήφιση του περιβαλλοντικού νομοσχεδίου και οι απόψεις των κομμάτων επ’ αυτού λόγω της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης που είχε προκαλέσει και του αιτήματος των κομμάτων της αντιπολίτευσης για κατάργησή του».
Οι προτάσεις και τα κριτήρια
Η έκθεση προτείνει στην ολομέλεια του ΕΣΡ για τη διαμόρφωση της απόφασης του σχετικά με την εξασφάλισης της αντικειμενικής και πολυφωνικής ενημέρωσης του κοινού:
- Να μην στηριχθεί αυστηρά και μόνο σε αριθμητικά δεδομένα βάσει της κοινοβουλευτικής δύναμης των πολιτικών κομμάτων, δεδομένου ότι τα τυπικά αυτά κριτήρια είναι μεν αντικειμενικά, όμως δεν είναι επαρκή σύμφωνα με παλαιότερες αποφάσεις του ΣτΕ.
- Αντίθετα, θα πρέπει να διαπιστώσει την ύπαρξη συγκεκριμένων «άξιων» μετάδοσης πολιτικών απόψεων και ειδήσεων που παραλήφθηκαν να μεταδοθούν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είναι εφικτή η μετάδοση όλων των γεγονότων της πολιτικής επικαιρότητας εντός του περιορισμένου ραδιοτηλεοπτικού χρόνου, ούτε η μετάδοση κάθε φορά όλων των απόψεων όλων των κομμάτων επί ενός θέματος.
- Θα πρέπει να εκτιμήσει αν η προβολή των απόψεων και δραστηριοτήτων των κομμάτων δεν έγινε με δίκαιο τρόπο, αλλά υπήρξε υπέρβαση των θεμιτών ορίων μέσω παράλειψης προβολής που κατέληξε και σε αποκλεισμό συγκεκριμένου κόμματος, σε τέτοιο βαθμό που καταφανώς δεν εξασφαλίστηκε η ισόρροπη παρουσίαση όλων των σημαντικών πολιτικών απόψεων.
- Κατά την αξιολόγηση ύπαρξης τυχόν υπερβολικής προβολής, δηλαδή σημαντικής ανισορροπίας των μεταδιδόμενων απόψεων και δραστηριοτήτων συγκεκριμένων κομμάτων, θα πρέπει να εκτιμηθεί αν αυτή δικαιολογείτο ή/και επιβαλλόταν λόγω της δεδομένης συγκυρίας και της σπουδαιότητας συγκεκριμένων ειδήσεων κατά την ελεγχόμενη χρονική περίοδο ή αν, αντίθετα, δεν ήταν ανεκτή κατ’ εφαρμογή των συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων περί εξασφάλισης της εσωτερικής πολιτικής πολυφωνίας.