Ο Αντρέας έχει οργανώσει μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας τη φυγή του Λάζαρου και της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη, όμως σίγουρα αγνοεί το σχέδιο της Βασιλικής και της Καλλιόπης, οι οποίες πριν ο θεός ξημερώσει τη μέρα του, θα έχουν σκοτώσει τον δολοφόνο του Νικηφόρου στο κρησφύγετό του. «Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικές. Θα ακολουθήσουμε το σχέδιο κατά γράμμα. Είναι ο μόνος τρόπος για να μην πέσουν οι υποψίες πάνω μας, νύφη μου», θα της πει η Καλλιόπη, που έχει φροντίσει ακόμα και στον Μαθιό να δώσει άλλοθι για εκείνη την νύχτα, αφού ξέρει πως τα βλέμματα όλων θα πέσουν πάνω του όταν γίνει γνωστός ο θάνατος του Λάζαρου.
Στο μεταξύ ο Αντρέας περνάει ένα άκρως ερωτικό βράδυ με την Εύα στο σπίτι του, όμως η συνέχεια της συνάντησής τους δεν θα είναι εξίσου ενδιαφέρουσα αφού εκείνη του αποκαλύπτει πως έχει βάσιμες υποψίες να πιστεύει ότι ο Μαθιός είναι δολοφόνος. Εκείνος συμφωνεί αλλά όταν της ζητάει να του αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες από όσα ξέρει, εκείνη αντιδρά. «Οχι Ανδρέα, δεν θα σου πω περισσότερα. Σου έχω πει πως έχω επιστρέψει σε αυτό το χωριό για να μάθω πληροφορίες για τον θάνατο δικών μου ανθρώπων, όμως προς το παρόν δεν μπορώ να σου δώσω κάτι παραπάνω», του λέει και εκείνος τη ρωτάει αν θέλει να συνεργαστούν εναντίον του Μαθιού. Εκείνη και πάλι δεν τον ενθαρρύνει. Οχι πριν μάθει τις παραπάνω πληροφορίες που θέλει.
Πηγαίνει να βρει τον Βαγγέλη στη μεζονέτα πάνω από το οινοποιείο, κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα αφού η Ντίνα φτάνει στο μέρος και ψάχνει τον αγαπημένο της. Εκείνος, για να μην προδώσει τη συνάντησή του με την Εύα, δεν της απαντά βάζοντάς τη σε χιλιάδες σκέψεις. Αρκετά χιλιόμετρα πιο μακριά, η Μαρίνα αισθάνεται όλο και πιο έντονα ότι κάτι κακό θα συμβεί στο πονεμένο χωριό τους. «Τι άλλο να συμβεί δηλαδή, μαμά; Τι άλλο κακό μπορεί να βρει την οικογένειά μας; Απορώ αν υπάρχει κάποιος που να θέλει το καλό σε αυτόν τον τόπο», θα της πει η Αργυρώ, που ακόμα δεν πιστεύει ότι η Θοδώρα βρήκε το θάρρος και γύρισε στον τόπο που προκάλεσε τόσο κακό λόγω του εγωισμού της λίγα χρόνια πριν.
Ο Αστέρης δεν μπορεί να συνέλθει από την κουβέντα που είχε νωρίτερα με τη Βασιλική και επιλέγει να μείνει λίγο μόνος για να σκεφτεί. Ακόμα ηχούν στα αυτιά του τα λόγια της. «Ναι, Αστέρη, ήξερα για τον φόνο του αδελφού σου και πάλεψα μέσα μου για να τον συγχωρέσω. Ηταν δύσκολο. Στην αρχή ήθελα να τον χωρίσω αλλά τελικά βρήκα το κουράγιο και κατάλαβα τον λόγο που τον οδήγησε σε εκείνη την πράξη. Αν δεν είχε τραβήξει τη σκανδάλη ο Μαθιός, εγώ τώρα δεν θα ζούσα». «Δεν είναι πάντα ο θάνατος η λύση, Βασιλική. Μπορούσε να είχε πάει στην αστυνομία ο αδελφός μου», είναι τα λόγια τού Αστέρη, αλλά καταλαβαίνει πως ο τόπος τους έχει τελικά τους δικούς του νόμους. Η ψυχή του Αστέρη μαυρίζει ακόμα περισσότερο και μη μπορώντας να μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό, απομακρύνει ακόμα περισσότερο την Αργυρώ από τη ζωή του, που τον παρακαλάει να μάθει τι είναι αυτό που τον προβληματίζει. «Σου το έχω πει ότι θα σου πω τα πάντα κάποια στιγμή αλλά όχι ακόμη. Γιατί δεν σέβεσαι την επιθυμία μου, Αργυρώ;», τη ρωτά και εκείνη του απαντά πως νιώθει ότι υψώνει έναν τοίχο μεταξύ τους.