Το ενδεχόμενο της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης στους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους από το 2023 αφήνει ανοιχτό το υπουργείο Οικονομικών.
Πηγές του οικονομικού επιτελείου εκτιμούν η επέκταση του μέτρου της αναστολής της εισφοράς αλληλεγγύης πέραν του ιδιωτικού τομέα θεωρείται μια δύσκολη εξίσωση, καθώς οι θεσμοί ενδέχεται να εκλάβουν το γεγονός ως μονιμοποίηση του μέτρου, κάτι που απαγορεύεται για όλα τα κράτη-μέλη, λόγω της παράτασης που έχει ανακοινωθεί για τη ρήτρα διαφυγής και το επόμενο έτος. Σύμφωνα με τον έως τώρα σχεδιασμό του οικονομικού επιτελείου, η εισφορά αλληλεγγύης θα «παγώσει» και για το Δημόσιο και τους συνταξιούχους από το 2023, υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα υπάρξει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος.
Υπενθυμίζεται πως οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο και οι συνταξιούχοι καταβάλλουν και φέτος την έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, καθώς θεωρείται πως δεν έχουν πληγεί από την πανδημία. Με βάση τον ίδιο σχεδιασμό, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα θα συνεχίζουν να μην καταβάλλουν την εισφορά αλληλεγγύης και τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να καταργηθεί μετά το 2023, καθώς η πληρωμή του έχει μπει από φέτος στον «πάγο» λόγω της πανδημίας.
Νέες φοροελαφρύνσεις βάσει της πορείας του Προϋπολογισμού
Οι τελικές αποφάσεις για νέες φοροελαφρύνσεις θα κριθούν από την πορεία του φετινού Προϋπολογισμού, που με βάση τα προσωρινά στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του έτους, τα οποία έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών, κινήθηκε με πρωτογενές έλλειμμα ύψους 3,42 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία αποτυπώνουν το βαρύ πλήγμα που αφήνει η πανδημία στην ελληνική οικονομία, αλλά και τις επιπτώσεις του παρατεταμένου lockdown, που ξέφυγε σε διάρκεια, πέρα από κάθε πρόβλεψη.
Τα φορολογικά έσοδα τον Μάρτιο έφτασαν στα 2,92 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 391.000.000 ευρώ ή 11,8% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2021. Εάν ληφθεί υπόψη ότι η είσπραξη του μερίσματος της Τραπέζης της Ελλάδος μετατοπίζεται χρονικά σε επόμενο μήνα, τα έσοδα από φόρους εμφανίζονται αυξημένα κατά 70.000.000 ευρώ ή κατά 2,1%.