Το Ελληνικό Xρηματιστήριο παραμένει φτωχό και ρηχό, και δεν είναι σε θέση να ανανεωθεί και να προσελκύσει νέες και ισχυρές επιχειρήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να τονώσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον, συγκεντρώνοντας και διεθνή κεφάλαια, σε μια στιγμή, μάλιστα, που την τελευταία εικοσαετία συνολικά 279 εισηγμένες εξήλθαν από το μοναδικό χρηματιστήριο της ευρωζώνης των 18 χωρών που παραμένει υποβαθμισμένο από το 2013.
Είναι αξιοσημείωτη η μαζική έξοδος από το Χρηματιστήριο θυγατρικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους, γεγονός που αποδεικνύει, μεταξύ άλλων, και την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ελληνική αγορά, η οποία κατά διαστήματα συνταράσσεται από σκάνδαλα μετοχών, όπως τα πρόσφατα παραδείγματα της Folli Follie, της Creta Farms, της MLS Πληροφορική.
17 αποχωρήσεις
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «κυριακάτικης δημοκρατίας», συνολικά 17 εταιρίες, θυγατρικές ξένων ομίλων, έχουν αποχωρήσει από το Χρηματιστήριο, και συγκεκριμένα από το 2001 (έτος εισόδου του ευρώ) έως σήμερα.
Την αρχή έκανε η Interamerican τον Νοέμβριο του 2001 και ακολούθησαν οι: Σοκολατοποιία Παυλίδου (2002), Χάλυψ Δομικά Υλικά (2002), Παπαστράτος (2004), Panafon (2004), Π. Κωτσόβολος (2005), Ελαΐς – Unilever (2008), X. Ρόκας (2009), Δέλτα Βιομηχανία Παγωτού (2007), Φοίνιξ Metrolife Εμπορική (2007), Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος (2010), Crown Hellas Can (2011), Εμπορική Τράπεζα (2011), Rilken (2012), ΑΓΕΤ Ηρακλής (Lafarge S.A.) (2016), Μινωικές Γραμμές (Grimaldi Compagnia) (2019), Nexans Ελλάς (2019).
Σήμερα έχει απομείνει στο χρηματιστηριακό ταμπλό μόλις ο ΟΤΕ, που ελέγχεται από τον γερμανικό όμιλο της Deutsche Τelekom. Έως σήμερα δεν έχει εκδηλωθεί πρόθεση του γερμανικού ομίλου να οδηγήσει εκτός ταμπλό και τον ΟΤΕ. Ωστόσο αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να αγνοηθεί στο μέλλον, όταν θα μηδενιστεί το ποσοστό του Ελληνικού Δημοσίου.
Τις πταίει
Όσον αφορά τις αποχωρήσεις θυγατρικών πολυεθνικών εταιριών, οι λόγοι είναι οι
εξής:
- Η πολιτική των μητρικών εταιριών να μη διατηρήσουν την παρουσία τους σε ένα χρηματιστήριο για λόγους κόστους.
- Οι σημερινές χαμηλές αποτιμήσεις.
- Η έλλειψη εμπιστοσύνης σε μια αγορά που συχνά εμφανίζει χρηματιστηριακά σκάνδαλα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το προηγούμενο διάστημα ένας από τους πλέον διεθνοποιημένους ελληνικούς επιχειρηματικούς ομίλους, η Chipita, συμφερόντων του επιχειρηματία Σπύρου Θεοδωρόπουλου και του Olayan Group, εξέταζε την πιθανότητα διπλής εισαγωγής των μετοχών της στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και της Αθήνας, όπως και η ΤΕΜΕΣ / Costa Navarino της οικογένειας Κωνσταντακόπουλου αλλά και η Sunlight του Πάνου Γερμανού.
Τελικά όλοι οι παραπάνω επιχειρηματίες ακύρωσαν τη σκέψη να εισαγάγουν τις μετοχές τους στην Αθήνα. Έτσι το Χρηματιστήριο παραμένει μια αγορά 165 μετοχών, εκ των οποίων το 20% είναι εταιρίες «ζόμπι», με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, και οι 150 εταιρίες έχουν μηδενική εμπορευσιμότητα και κανένα επενδυτικό ενδιαφέρον.
Κρίση και απαξίωση
Η δεκαετής ύφεση στην Ελλάδα ώθησε σε αποχώρηση από το Χ.Α. σοβαρές επιχειρήσεις, που είτε παραχωρούν μεγάλο ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου, ακόμη και πλειοψηφικό, σε ξένα funds, για να αντλήσουν κεφάλαια, είτε είναι θυγατρικές πολυεθνικών, που αποφασίζουν οι μητρικές τους να τις αποσύρουν λόγω κόστους.
Ταυτόχρονα, η απαξίωση του χρηματιστηριακού θεσμού με όσα δραματικά συνέβησαν το καλοκαίρι του 1999 και η αδυναμία άντλησης φθηνών κεφαλαίων μέσω του Χ.Α. λόγω της ύφεσης έχουν οδηγήσει στο αρνητικό ρεκόρ να μην έχει πραγματοποιηθεί καμία νέα εισαγωγή θυγατρικής πολυεθνικής από το 2001 έως σήμερα.
Κάπως έτσι η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά καθίσταται φτωχότερη σε κεφαλαιοποίηση και φήμη, και οδηγούμαστε σε αποχωρήσεις εισηγμένων επιχειρήσεων με μέση κεφαλαιοποίηση άνω των 100.000.000 και 150.000.000 ευρώ. Ηδη αυτή την εβδομάδα διεγράφη και η μετοχή της Forthnet και ακολουθεί η Paperpack.
Κενό νομοθεσίας στη διαγραφή εισηγμένων
Όπως εξελίσσεται η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, ακόμη και η παραμονή εισηγμένων στο Χ.Α., με ετήσιο κόστος κατά μέσο όρο 6.000-7.000 ευρώ, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη και θεωρείται πολυτέλεια, καθώς οι διοικήσεις αναζητούν ρευστότητα, ώστε να είναι επαρκείς οι ταμειακές ροές, και προχωρούν σε περικοπές όλων των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης που εκτιμούν ότι δεν τους είναι άμεσα απαραίτητες για την τρέχουσα διετία. Την ίδια ώρα, η παρατεταμένη «ανομβρία» στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, με πενιχρούς όγκους συναλλαγών, αποτρέπει την είσοδο νέων επιχειρήσεων στο Χ.Α.
Ο πολλαπλασιασμός των δημοσίων προτάσεων στο Χ.Α. -χωρίς να υπολογίζουμε τις διαγραφές εισηγμένων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λόγω οικονομικών προβλημάτων- αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, και το κενό νομοθεσίας που υπάρχει στη διαγραφή μιας εισηγμένης μέσω της δημόσιας πρότασης, αφού οι μικροεπενδυτές είναι οι χαμένοι, καθώς αναγκάζονται να πουλήσουν τις μετοχές τους σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές συγκριτικά με τις τιμές που αγόραζαν όταν εισέρχονταν οι μετοχές στο Χρηματιστήριο την εξαετία 1998-2003.
Γιατί φεύγουν από το ταμπλό
Τρεις είναι οι λόγοι που οδηγούν τις εταιρίες σε διαγραφή των μετοχών τους από το χρηματιστηριακό ταμπλό.
- Η εξοικονόμηση κεφαλαίων, αφού έρευνα έχει δείξει ότι για εταιρίες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης το κόστος συμμετοχής στο χρηματιστήριο μπορεί να φτάσει το 1%-3% του κύκλου εργασιών.
- Σε περίπτωση χαμηλής τιμής, η έξοδος έχει πλεονεκτήματα για τους μετόχους, που αγοράζουν μετοχές σε φθηνές τιμές (βραχυπρόθεσμο όφελος).
- Η νομοθεσία, που απαλλάσσει την πολυεθνική από την υποχρέωση περιοδικής δημοσιοποίησης στοιχείων, αγοράς ιδίων μετοχών ή αύξησης κεφαλαίου.