Ελπίδα σε υπερχρεωμένους δανειολήπτες δίνει μια απόφαση του Αρείου Πάγου. Η απόφαση αλλάζει το τοπίο υπέρ των οφειλετών, παρέχοντας ακόμα μία ευκαιρία σε όσους έχουν χάσει τη δίκη είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό.
Αφορά στην έννοια του δόλου, που αποτελεί σημαντικό κριτήριο για την αποδοχή της αίτησης προστασίας ενός δανειολήπτη από το δικαστήριο. Όπως εξηγεί η δικηγόρος Αθηνών Αναστασία Χρ. Μήλιου, η απόφαση ανοίγει τον δρόμο για να επανεξεταστούν οι αιτήσεις που έχουν απορριφθεί, με πολλές πιθανότητες να υπάρξει ανατροπή και γίνουν πλέον δεκτές.
Ως τώρα αυτό που ίσχυε στις υποθέσεις των υπερχρεωμένων νοικοκυριών ήταν η εξέταση του δόλου τόσο κατά τον χρόνο λήψης των δανείων όσο και κατά τον χρόνο αδυναμίας πληρωμής αυτών.
Πολλά δικαστήρια έκριναν ότι εφόσον τα εισοδήματα του οφειλέτη δεν επαρκούσαν κατά τον χρόνο λήψης των δανείων για την πλήρη αποπληρωμή αυτών υπήρχε δόλος και απέρριπταν την αίτηση.
Δηλαδή, αν αποδεικνυόταν ότι κάποιος περιήλθε με δόλο σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων του, τότε δεν μπορούσε να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη (ν. 3869/2010) ή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, η εφαρμογή του οποίου ξεκίνησε από την 1η Ιουνίου.
Μπορεί οι πλειστηριασμοί να πάγωσαν ως το τέλος του μήνα και να αναζητείται τρόπος για να μην ξεκινήσουν πριν από τη λειτουργία του φορέα διαχείρισης ακινήτων, η ουσία είναι όμως πως όταν εφαρμοστούν πλήρως οι διατάξεις του νέου πτωχευτικού νόμου χιλιάδες άνθρωποι δεν θα έχουν πλέον καμιά προστασία.
Μέσα σε αυτό το μαύρο σκηνικό, μία απόφαση του Αρείου Πάγου ανοίγει χαραμάδα ελπίδας. Η υπόθεση αφορούσε οφειλέτη, ο οποίος είχε χρέη ύψους 750.000 ευρώ, τέσσερα ακίνητα και πολλά οχήματα, και ζητούσε δικαστική προστασία από πλειστηριασμό της κατοικίας του.
Το δικαστήριο τον δικαίωσε κρίνοντας ότι δεν είχε δόλο. Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου αναλύει την έννοια του δόλου, που είναι σημαντικό κριτήριο για την αποδοχή της αίτησης από το δικαστήριο.
Κοινώς, η προσέγγιση των δικαστών έχει γίνει πιο συγκεκριμένη και έτσι δίνεται η δυνατότητα στους οφειλέτες που έχουν χάσει την δίκη είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό, δηλαδή είτε έχουν απόφαση του Ειρηνοδικείου είτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου που δικάζει ως εφετείο, να ξαναπροσπαθήσουν ασκώντας το κατάλληλο ένδικο μέσο για να τύχουν εφαρμογής της νέας νομολογίας και να επανεξεταστεί η αίτησή τους.
Το δικαστήριο δίνει ξεκάθαρες οδηγίες για τον τρόπο που θα πρέπει να είναι διατυπωμένη η πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας να εξοφλήσει τα χρέη του, για να είναι ορισμένη, ώστε να γίνει δεκτή η ένσταση δόλου που προβάλλουν οι τράπεζες, η οποία μέχρι τώρα γινόταν σχεδόν ανέλεγκτα δεκτή από τους δικαστές, με αποτέλεσμα να απορρίπτονται αβίαστα και ελαφρά την καρδία οι αιτήσεις των οφειλετών.
«Το βασικότερο όμως είναι ότι αυτή η απόφαση κάνει εκτενή αναφορά στο γιατί υπάγεται στην αναιρετική κρίση και εξουσία του Α.Π. η ύπαρξη του δόλου και επομένως ανοίγει τον δρόμο και για την άσκηση αναιρέσεων επί απορριπτικών αποφάσεων του Εφετείου.
Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί ο Α.Π. εξετάζει συγκεκριμένα θέματα και σφάλματα μιας απόφασης και κυρίως νομικά σφάλματα, με αποτέλεσμα κάποια λάθη που υπάρχουν στις δικαστικές αποφάσεις να μην μπορούν να επιδεχθούν αναίρεση, γιατί ακριβώς είναι πέραν της ελεγκτικής αρμοδιότητας του Α.Π.
Εδώ λοιπόν ο Α.Π. με την απόφαση αυτή εξηγεί και αναλύει διεξοδικά γιατί το θέμα του δόλου ανήκει στην ελεγκτική του κρίση και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό» αναφέρει χαρακτηριστικά η κυρία Αναστασία Χρ. Μήλιου και συμπληρώνει:
«Επομένως όσοι έχουν αποφάσεις είτε Ειρηνοδικείου και δεν έχει παρέλθει η διετία από την έκδοσή τους και όσοι έχουν αποφάσεις Εφετείου και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης αναίρεσης μπορούν και πρέπει να κάνουν άλλη μια προσπάθεια ώστε να αλλάξουν τη σε βάρος τους απόφαση, αφού θα έχουν πάρα πολλές πιθανότητες να πετύχουν ένα θετικό αποτέλεσμα».
Το σκεπτικό του δικαστηρίου για την έννοια του δόλου
Το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου έχει ως εξής: «Το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο αναλήψεως της οφειλής όσο και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη αυτής.
Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε.
Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό.
Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (Α.Π. 286/2017, Α.Π. 153/2017, Α.Π. 65/2017).
Η τελευταία περίπτωση συντρέχει και όταν ο οφειλέτης, εν γνώσει του, χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημά του και τη γενικότερη θέση του, και συγκεκριμένα όταν δεν φροντίζει για τη διατήρηση του ενεργητικού της περιουσίας του και τη σωστή διαχείρισή του ή όταν προβαίνει σε κατασπατάληση του εισοδήματός του ή των περιουσιακών του στοιχείων, με αποτέλεσμα να μειώνει τη δυνητική ροή ρευστότητας που διαθέτει.
Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να συνδέεται με την πρόκληση της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας να εξοφλήσει τα χρέη του, δηλαδή η πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πρέπει να οφείλεται σε δόλο του».