Νέο γύρο αντιπαράθεσης με την αντιπολίτευση και τα συνδικάτα αναμένεται να φέρει η άμεση προώθηση του νέου επικουρικού συστήματος.
Το σχέδιο που έχει επεξεργαστεί ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου παρουσιάζεται σήμερα στο υπουργικό συμβούλιο και θα ακολουθήσει η διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης και ψήφισης εντός του Ιουλίου, ώστε να αρχίσει να εφαρμόζεται από την αρχή του νέου έτους.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει ως σήμερα γνωστά, από την 1η Ιανουαρίου 2022 οι νέοι ασφαλισμένοι υποχρεωτικά και όσοι είναι έως 35 ετών προαιρετικά, υπάγονται σε ένα νέο καθεστώς επικουρικής ασφάλισης.
Σε αυτό οι εισφορές κάθε ασφαλισμένου θα μπαίνουν σε έναν ατομικό κουμπαρά και θα επενδύονται μέσω ενός νέου δημόσιου φορέα που θα συσταθεί γι’ αυτόν τον σκοπό.
Όταν ο ασφαλισμένος συνταξιοδοτηθεί, θα λαμβάνει επικουρική σύνταξη βασισμένη στο ποσό των εισφορών του και στην απόδοση των επενδύσεών του.
Συνεπώς, δεν θα εξαρτάται η επικουρική του σύνταξη από το δημογραφικό, δηλαδή από το πλήθος των εργαζομένων σε σχέση με το πλήθος των συνταξιούχων, αλλά από τις αποδόσεις των επενδύσεων.
Όπως έχει δηλώσει ο κ. Τσακλόγλου, οι ασφαλισμένοι θα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε τρία επενδυτικά προφίλ: «συντηρητικό», «ισορροπημένο» και «ριψοκίνδυνο».
Ωστόσο, το κράτος θα εγγυάται ότι ο ασφαλισμένος σε κάθε περίπτωση θα πάρει πίσω μέσω της επικουρικής σύνταξης τουλάχιστον τις εισφορές που κατέβαλε σε πραγματικούς όρους.
Ο ασφαλισμένος θα βλέπει στον ατομικό του «κουμπαρά» τις ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί και ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να ελέγξει τις αποδόσεις των επενδύσεων που αντιστοιχούν στις εισφορές του – όμως θα μπορεί μόνο ύστερα από την παρέλευση τριετίας να αλλάζει επενδυτικό προφίλ.
Το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα, δηλαδή 6,5% για τους μισθωτούς (3,25% για τον εργαζόμενο και 3,25% για τον εργοδότη), ενώ οι εισφορές για τους αυτοαπασχολούμενους θα υπολογίζονται βάσει των ασφαλιστικών κατηγοριών που ισχύουν και σήμερα.
Το μεγαλύτερο αγκάθι, το οποίο αναμένεται να αποτελέσει και το μεγαλύτερο σημείο τριβής στη δημόσια συζήτηση, αποτελεί το κόστος μετάβασης στο νέο σύστημα.
Καθώς οι νέοι ασφαλισμένοι θα υπάγονται σε αυτό (υπολογίζονται σε 30.000 με 50.000 άτομα μόνο τον πρώτο χρόνο), δημιουργείται ένα πολύ σημαντικό κενό χρηματοδότησης για τους σημερινούς ασφαλισμένους και συνταξιούχους και τις συντάξεις τους τώρα και στο μέλλον.
Ενδεικτικά ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Σάββας Ρομπόλης υπολογίζει το κόστος αυτό σε 57 δισεκατομμύρια ευρώ (όσο δηλαδή ένα… Μνημόνιο).
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το κόστος αυτό θα καλυφθεί από το ΑΚΑΓΕ, το οποίο σήμερα έχει αποθεματικά που υπερβαίνουν τα 10 δισ. ευρώ και τα οποία διαρκώς αυξάνονται κατά περίπου 1 δισ. το χρόνο, αλλά και από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, ενώ το μεταβατικό κόστος απλώνεται σε βάθος χρόνου 60 ετών και τα πρώτα χρόνια θα είναι σχετικά χαμηλό.