Πίσω από τα εύσημα που έδωσαν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι στην Ελλάδα για τις μεταρρυθμίσεις που υλοποίησε μέσα στην πανδημία, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανησυχούν πως η κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να «τρέξει» όπως σχεδιάζει το Ταμείο Ανάκαμψης.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων της Επιτροπής, Ντέκλαν Κοστέλο, ο οποίος ανέφερε πως το ελληνικό σχέδιο μπορεί να δείχνει καταρτισμένο, ωστόσο εκφράζει τον προβληματισμό του για την υλοποίηση των επενδύσεων, που αποτελούν την τελευταία ευκαιρία της χώρας για επιστροφή στην ανάπτυξη.
Σε ερώτημα για τους κινδύνους στην υλοποίηση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής είπε πως ο βασικός κίνδυνος παραδοσιακά είναι πως «η Ελλάδα είχε προβλήματα με Προγράμματα Δημοσίων Επενδύσεων και απορρόφησης διαρθρωτικών κονδυλίων». Πηγή ανησυχίας δεν αποτελούν μόνο η γραφειοκρατία που πλήττει τη χώρα εδώ και δεκαετίες, αλλά και ο τρόπος που θα διοχετευθούν τα κονδύλια στην οικονομία.
Δεν είναι τυχαία η πίεση του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα προς τις διοικήσεις των συστημικών τραπεζών να ανοίξουν την… κάνουλα της χρηματοδότησης προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς ήδη απορρίπτονται οι 8 στις 10 αιτήσεις. Αυτή η εξέλιξη θα επηρεάσει άμεσα και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, καθώς θα χορηγηθούν μέσω των τραπεζών. Θετικό τραπεζικό προφίλ διαθέτουν σχεδόν 25.000 επιχειρήσεις, σε σύνολο 840.000 ΑΦΜ σε όλη τη χώρα, κάτι που ενδέχεται να τινάξει στον αέρα κάθε σχεδιασμό για την αύξηση των επενδύσεων με τα ευρωπαϊκά χρήματα.
Oι τράπεζες επιμένουν για συγχωνεύσεις ή συνέργειες
Αντ’ αυτού, οι τράπεζες επιμένουν πως θα πρέπει να πραγματοποιηθούν πωλήσεις, συγχωνεύσεις ή συνέργειες μεταξύ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προκειμένου να δημιουργηθούν μεγαλύτερα και ισχυρότερα επιχειρηματικά σχήματα, τα οποία θα πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια για τη χορήγηση δανείων.
Αξίζει να σημειωθεί πως το οικονομικό επιτελείο έχει υπολογίσει πως, με βάση τον σχεδιασμό για το Ταμείο Ανάκαμψης, αν και επισήμως εκτείνεται έως τον Αύγουστο του 2026, τα χρήματα θα πρέπει να έχουν διοχετευθεί στην αγορά έως τον Φεβρουάριο εκείνου του έτους, προκειμένου να υπάρχει παράθυρο χρόνου διάρκειας έξι μηνών για τυχόν καθυστερήσεις και διορθώσεις, αφού η μη ολοκλήρωση των έργων θα σημάνει και… επιστροφή των κονδυλίων στην Κομισιόν!