Αντίστροφη μέτρηση για το νέο επικουρικό σύστημα που θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2022, καθώς σήμερα ολοκληρώνεται η επεξεργασία του νομοσχεδίου στις επιτροπές και αύριο Τετάρτη εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής προς ψήφιση, εν μέσω αντιδράσεων από την αντιπολίτευση και τα συνδικάτα, που έχουν ήδη εξαγγείλει κινητοποιήσεις.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας επιμένει να υποεκτιμά το τεράστιο κόστος μετάβασης στο νέο σύστημα και υπόσχεται τεράστιες αυξήσεις, έως και 68%, για τους νέους ασφαλισμένους, εφόσον βέβαια οι επενδύσεις των εισφορών τους δεν… πέσουν στα βράχια.
Οι βασικές προβλέψεις του νέου συστήματος
Από το νέο έτος οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας σε κλάδους στους οποίους είναι υποχρεωτική η επικουρική ασφάλισης δεν θα υπάγονται στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ (ΕΤΕΑΕΠ), αλλά στο νέο ταμείο που θα συσταθεί με την ονομασία ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης).
Σε μεταγενέστερο χρόνο, πιθανόν από την 1η Ιανουαρίου 2023, θα δοθεί η δυνατότητα προαιρετικής υπαγωγής και των νέων εργαζόμενων έως 35 ετών, ακόμη κι αν έχουν ήδη χρόνο ασφάλισης στο ΕΤΕΑΠ.
Για κάθε ασφαλισμένο θα δημιουργεί ένας ατομικός λογαριασμός («κουμπαράς»), όπου θα τοποθετούνται οι εισφορές του και θα επενδύονται από τη διοίκηση του ασφαλιστικού ταμείου.
Ο ασφαλισμένος θα έχει την επιλογή να διαλέξει ανάμεσα σε τρία επενδυτικά προφίλ: συντηρητικό, ισορροπημένο και «επιθετικό», ενώ θα μπορεί να αλλάζει προφίλ επενδύσεων ανά τρία έτη.
Οι εισφορές των ασφαλισμένων θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα με σήμερα, δηλαδή 6,5% από την 1η Ιανουαρίου 2021 και 6% από την 1η Ιουνίου του 2022, όπως προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου που ψηφίστηκε το 2016.
Ενστάσεις και ερωτήματα
Καθώς οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων δεν θα εισρέουν πια στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, δημιουργείται ένα μεγάλο χρηματοδοτικό κενό για την κάλυψη των συντάξεων, τόσο των νυν συνταξιούχων όσο και των ασφαλισμένων άνω των 35 ετών.
Σύμφωνα με τις αναλογιστικές μελέτες που συνοδεύουν το νομοσχέδιο, το λεγόμενο «κόστος μετάβασης» ανέρχεται σε 49 έως 78 δισ. ευρώ (ενδεικτικά, το 1ο Μνημόνιο ανήλθε σε 80 δισ. ευρώ).
Όμως, τόσο ο Κωστής Χατζηδάκης όσο και ο αρμόδιος υφυπουργός Πάνος Τσακλόγλου επιμένουν να… σβήνουν το τεράστιο αυτό ποσό, συνυπολογίζοντας τη θετική επίδραση από την επένδυση των εισφορών στην οικονομία.
Έτσι, υποστηρίζουν ότι το «πραγματικό» κόστος είναι 120.000.000 ευρώ ετησίως για τα επόμενα 50 χρόνια.
Όσα υποστηρίζουν οι υπουργοί δεν ήταν αρκετά για να πείσουν τους δανειστές, που απαίτησαν και πέτυχαν να εισαχθεί στο νομοσχέδιο ειδική πρόβλεψη για την κάλυψη του κενού. Ο υπουργός Εργασίας αποφάσισε να «θυσιάσει» το νομοθετημένο κονδύλι -ίσο με 0,5% του ΑΕΠ -που προοριζόταν για την απόδοση μερίσματος κάθε χρόνο σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 800.000.000 ευρώ ετησίως!
Κερασάκι στην τούρτα αποτελεί, τέλος, η θέσπιση του ακαταδίωκτου (άρθρο 19) για τα στελέχη του νέου Ταμείου που θα διαχειρίζονται τις εισφορές των ασφαλισμένων.