Ένα πρώτο «ναι» για τον σχεδιασμό νέων παρεμβάσεων που θα αποτελέσουν ανάχωμα στο κύμα ακρίβειας έδωσαν οι θεσμοί στην κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια των χθεσινών συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εκπρόσωποι των δανειστών παρουσιάστηκαν αισιόδοξοι για την πορεία της φετινής ανάπτυξης, την οποία τοποθετούν κοντά στο 7%, υιοθετώντας στην ουσία τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης. Ωστόσο, η κυβέρνηση στο σχέδιο για τον νέο Προϋπολογισμό που υπέβαλε την περασμένη Παρασκευή στην Κομισιόν κάνει λόγο για ρυθμό ανάπτυξης 6,1% φέτος.
Αυτή η διαφορά κοστολογείται κοντά στο 1,5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να ανοίγει «παράθυρο» για νέα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Φυσικά, το κόστος των επιπλέον μέτρων θα είναι μικρότερο από το «πακέτο» των 500.000.000 ευρώ που έχει ανακοινωθεί ήδη για την ακρίβεια στο ηλεκτρικό ρεύμα, στο πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο.
Τα «αγκάθια»
Ιδιαίτερη έμφαση στις συζητήσεις κυβέρνησης – θεσμών δίνεται στον νέο Πτωχευτικό Νόμο και συγκεκριμένα στη δημιουργία του Ιδιωτικού Φορέα Απόκτησης Ακινήτων, ο οποίος όμως θα τεθεί σε λειτουργία το Πάσχα του 2022.
Τα κλιμάκια των θεσμών εστιάζουν και στην επανεκκίνηση των πλειστηριασμών αλλά και στην εκκαθάριση των υποθέσεων που έχουν ενταχθεί στον νόμο Κατσέλη, ενώ ψηλά στην ατζέντα βρίσκεται η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και το «στοκ» των εκκρεμών συντάξεων.
Ο ΕΝΦΙΑ του 2022
Το οικονομικό επιτελείο παρουσίασε χθες τα πρώτα αποτελέσματα της 18μελούς επιτροπής για τον σχεδιασμό του νέου ΕΝΦΙΑ, με φόντο τις νέες αντικειμενικές αξίες που θα τεθούν σε ισχύ από την Πρωτοχρονιά του 2022.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έχει «κλειδώσει» το ποσοστό μείωσης του φόρου, παρότι αποτελεί προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης ένα επιπλέον «ψαλίδι» κατά 8%. Μολονότι το τελικό σχέδιο θα πρέπει να παρουσιαστεί σε σχεδόν 20 μέρες, έως σήμερα δεν έχει υπάρξει συγκεκριμένο σενάριο παρεμβάσεων σε συντελεστές και κλιμάκια.
Ο νέος ΕΝΦΙΑ θα προβλέπει και ενσωμάτωση του συμπληρωματικού φόρου στον κύριο, με αποτέλεσμα η φορολόγηση να μην εφαρμόζεται σε όσους έχουν συνολική περιουσία άνω των 250.000 ευρώ, αλλά να επιβάλλεται σε κάθε ακίνητο ξεχωριστά. Μάλιστα, η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου θα αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα και όχι τις επιχειρήσεις.